Σάββατο 16 Αυγούστου 2014

Πατριωτισμός


Του Ermippos Ermippiou

Εξέφρασα κάπου μια παράδοξη άποψη για τον πατριωτισμό. Ήθελα να μην τον μπερδεύω με τις παρελάσεις, τις αντιευρωπαϊκές υστερίες, την εθνικιστική περηφάνια, τα Ίμια και τις κούφιες ιστορικές αναδρομές των περασμένων μεγαλείων. Επικρίθηκα. Και αναγκάστηκα να γράψω ένα κείμενο για να απολογηθώ. 

Αγαπητέ φίλε

Σε ευχαριστώ που μου δίνεις την ευκαιρία να πω την άποψη μου για ένα τόσο σημαντικό ζήτημα. Πριν ξεκινήσω όμως επίτρεψε μου να σου θυμίσω την κραυγή που είχε ακουστεί το καλοκαίρι του 2007 στις μεγάλες πυρκαγιές της νότιας Ελλάδας. "Εδώ καίγονται οι άνθρωποι", φώναζαν κάποιοι, "και μείς τρέχουμε να σώσουμε τις πέτρες". Δεν θα το σχολιάσω περισσότερο τώρα. Κράτησε το για την συνέχεια.

Ο πολιτισμός είναι περισσότερο και πάνω από όλα στάση και τρόπος ζωής. Είναι το σύνολο όλων των μικρών τρόπων που κατευθύνουν την σκέψη μας, που ορίζουν την συμπεριφορά μας, που συνθέτουν τους κώδικες με τους οποίους ζούμε, συνεννοούμεθα και συνυπάρχουμε, διασκεδάζουμε, γελάμε, κλαίμε και πεθαίνουμε. Τα άψυχα πράγματα που κατασκευάζουμε, τα κτίρια, τα αγάλματα, τα αντικείμενα της τέχνης μας, δεν είναι τα ίδια πολιτισμός. Είναι μόνο σύμβολα που αφήνουμε πίσω μας, σε μια προσπάθεια να αποτυπώσουμε στην ύλη το εκμαγείο της ψυχής μας. Όπως αυτό διαμορφώνεται σε κάθε στιγμή της ιστορικής μας διαδρομής.


Ας πάρουμε λοιπόν αυτές τις λίγες σκέψεις και ας ξεκινήσουμε την περιήγηση μας στην σημερινή Ελλάδα. Ας αρχίσουμε από τα πιο κοντινά. Από το κέντρο της Αθήνας, κάτω και γύρω από την Ακρόπολη. Για να δούμε τα άθλια κουτιά της Ερμού, με τις βιοτεχνίες της δεκαετίες του '60, τα παραπήγματα στο Μοναστηράκι, την ασχήμια της Μητρόπολης, τα σπασμένα πεζοδρόμια, τις τριτοκοσμικές συνθήκες κίνησης, τα παρκαρισμένα στα στενά πεζοδρόμια αυτοκίνητα, τους αυτοσχέδιους πάγκους και τα παντού πεταγμένα σκουπίδια. Μετά ας συνεχίσουμε στο μουσείο της Ακρόπολης, για να κοιτάξουμε για μια στιγμή μπροστά, το μεγαλειώδες σύμβολο του μέτρου και του κάλλους, πριν γυρίσουμε το βλέμμα στην άλλη πλευρά, για να χαθούμε μέσα στην αλλόκοτη ασχήμια των στριμωγμένων πολυκατοικιών και των βρόμικων δρόμων. Ας ανηφορίσουμε κατόπιν το ποτάμι και ας κοιτάξουμε αριστερά μας αυτό το απίστευτο γκρίζο συνοθύλευμα από πηγμένο τσιμέντο και σκουριασμένες λαμαρίνες που ονομάζουμε δυτικές συνοικίες. Για να βγούμε προς την ελληνική ύπαιθρο, με τους τραυματισμένους ελαιώνες, από τα εκατοντάδες χιλιάδες άθλια κυβικά κατασκευάσματα, με τις αυθάδικες υψωμένες αναμονές, τα καμένα δάση, τα μολυσμένα και γεμάτα σκουπίδια ρέματα, τα γυμνά, ξεκοιλιασμένα από τα λατομεία βουνά, τα κρεμασμένα με σύρμα στα κλαδιά κυνηγόσκυλα και τα χιλιάδες παλιά ξωκλήσια, που καταρρέουν αφρόντιστα, με τις παλιές τοιχογραφίες τους χαραγμένες με σουγιά, για να μείνουν στους αιώνες αλησμόνητες οι μέρες που πέρασαν από κει οι απόγονοι του Περικλή, του Αριστοτέλη και του Πλάτωνα.

Ας σταματήσουμε για λίγο και στην Έρημο του Αγίου Όρους. Αυτήν την άλλοτε αυστηρή αλλά μαγευτική αλληλουχία από κάθετους λίθινους όγκους που ξεφυτρώνουν από την Θάλασσα. Όπου παλιά, το κάθε ανθρώπινο άγγιγμα ήταν κάτι σαν προσευχή ή κάτι σαν χαραγμένη στην πέτρα εξομολόγηση. Και σήμερα, εκεί, ο ανεξέλεγκτος οικοδομικός οργασμός να συναγωνίζεται αυτόν της Λούτσας σε ένταση και ασκήμια, σε εγωϊσμό και αμετροέπεια.

Ας τα δούμε όλα αυτά. Γιατί αυτά είναι ο πραγματικός πολιτισμός μας, αυτό που ονομάζεις "ιδεολογία", "κοσμοθεωρία" και "στάση ζωής". Αυτά και μερικά ακόμη. Όπως ο εφοριακός που λαδώνεται για να παραβλέψει την κλοπή, ο γιατρός που συνταγογραφεί άσκοπα για να πάρει δώρα από τις εταιρείες, ο συνταξιούχος που παραδίδει το βιβλιάριο του στον φαρμακοποιό επειδή αυτόν δεν τον νοιάζει, τα ταμεία θα πληρώσουν την ζημιά, ο βουλευτής που ανταλάσσει το καθήκον που πηγάζει από τον όρκο του στο έθνος για μερικές οικογενειακές ψήφους έναντι ενός παράνομου διορισμού, το φοιτητικό κίνημα που καίει δημοκρατικά το πανεπιστήμιο.

Ας τα δούμε και ας αναρωτηθούμε ποια είναι η σχέση τους με την Αφροδίτη της Μήλου, με τους κίονες της Δήλου, που αλλάζουν χρώμα κάθε δειλινό, με τον Παρθενώνα κάτω από το αμείλικτο φως, με την υποβλητική μαγεία του Δελφικού τοπίου, με την συμμετρία των αριθμών του Ευκλείδη, με τον βαθύ στοχασμό του Πλάτωνα και με την σοφία που ανέδιδε το φαινομενικό χάος και ο ασύντακτος θόρυβος της Εκκλησίας του Δήμου.

Καμιά φορά οι κληρονομιές είναι άδικες επειδή οι κληρονόμοι είναι ανάξιοι. Δεν τα αγαπάμε όλα αυτά που μας κληροδοτήθηκαν. Και δεν ξέρουμε να εκτιμήσουμε πόσο αξίζουν. Και πάνω από όλα δεν ξέρουμε πώς να τα μιμηθούμε. Ζούμε μέσα σε μια τραγική και συνάμα κωμική αντίφαση. 


Οι άλλοι, οι ξένοι, που τα ανακάλυψαν και τα έκαναν πρότυπα και θεμέλια για τους δικούς τους πολιτισμούς, μας είπαν κάποτε ότι είναι ωραία, σπουδαία και ανεκτίμητα. Και εμείς, μέσα στην ανάγκη μας να θεραπεύσουμε μια μειονεξία αιώνων, χρησιμοποιούμε χρόνια τώρα αυτήν την γενναιόδωρη αναγνώριση για να διατηρήσουμε την ψευδαίσθηση ότι είμαστε καλύτεροι από αυτούς.
Αν περπατήσει κανείς στο σύμπλεγμα της Γλυπτοθήκης του Μονάχου, θα αισθανθεί το αρχαίο κλέος περισσότερο από όσο αν τριγυρνούσε σε κάθε άλλο μέρος της σημερινής Ελλάδας. Δεν θα δει την ίδια την Ακρόπολη η τα Προπύλαια. Αυτά ανήκουν αλλού. Θα δει όμως την συνειδητή και φιλότιμη προσπάθεια ενός σημερινού λαού για την μίμηση τους. Με άλλα λόγια θα δει τον ανυπόκριτο θαυμασμό, που μετατρέπεται σε επιθυμία για την ενσωμάτωση μιας κληρονομιάς του παρελθόντος στις συνθήκες του σύγχρονου καθημερινού βίου. Θα δεί και κάτι άλλο, μοναδικό. Την χαμένη συνέχεια του δικού μας έθνους, στο περιστήλιο, μέσα απο τα γραμμένα με τους ελληνικούς χαρακτήρες ονόματα των ηρώων και των ομάδων της ελληνικής επανάστασης του 1821.





Μπουμπουλίνα Λασκαρίνα, Πατριάρχης Γρηγόριος, Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, Φιλική Εταιρεία, Ανδρέας Λόντος, Πανούτζος Νοταράς. Ονόματα σχεδόν σημερινά, χαραγμένα πάνω στα αντίγραφα των αρχαίων μαρμάρων. Την ίδια στιγμή που εμείς ακόμη συνεχίζουμε την άσκοπη διαμάχη της Κοραϊκής Ουτοπίας, για το εάν είμαστε απόγονοι του Περικλή ή παιδιά του κινήματος των ησυχαστών του 14ου αιώνα. Χωρίς να αντιλαμβανόμαστε ότι ο πολιτισμός είναι ένα στοχαστικό μείγμα, μια αδιάσπαστη συνέχεια, που συνδέει μοιραία και ακατάλυτα το παρόν με το παρελθόν. 


Ο πολιτισμός δεν είναι περιουσιακό στοιχείο που μεταβιβάζεται με συμβόλαια και τίτλους ενώπιον των αρχών. Είναι βίωμα και επιθυμία μίμησης αυτού που ξεχωρίζει ως αγαθό. Τα κατορθώματα των παλιών δεν πιστώνονται ακέραια και ποσοτικοποιημένα στους επιγόνους. Σας τις ιδέες του Πλάτωνα, ελευθερώνονται από τους φυσικούς τους φορείς και αιωρούνται στο σύμπαν χωρίς ημερομηνία τέλους. Γίνονται μέρος της δημιουργίας και κτήμα της ανθρωπότητας. Το ερώτημα πλέον του σε ποιον ανήκουν παρέλκει. Και εάν θελήσουμε να μπούμε στην λογική ενός, άσκοπου κατά την γνώμη μου ανταγωνισμού, για το ποιος είναι ο καλύτερος, τότε θα καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι καλύτερος είναι αυτός που θέλει και μπορεί να τα αγγίζει και που λαχταρά να τα μετουσιώνει σε δικά του πρότυπα βίου. Τα υπόλοιπα είναι κενή και μικρόθωρη αυταρέσκεια. 

Δεν δώσαμε εμείς τα φώτα του πολιτισμού στην ανθρωπότητα. Τα έδωσαν αυτοί που κατοικούσαν αυτόν τον τόπο πριν από αιώνες και μιλούσαν την ίδια γλώσσα, που κουτσά και παραφθαρμένα μάθαμε όπως όπως να μιλάμε και εμείς. Το πνεύμα των συμβόλων χάθηκε. Μια γενιά σπουδαίων ανθρώπων στις αρχές του περασμένου αιώνα συναισθάνθηκε το βάρος του πολιτισμού αυτού του τόπου μόνον όταν ήρθε σε επαφή με το Ευρωπαϊκό πνεύμα. Και πήγε να τον σπουδάσει αυτόν τον πολιτισμό και να τον επιστρέψει στην κοιτίδα του, από την Χαϊδελβέργη, την Οξφόρδη και το Παρίσι. Ο Τσάτσος, ο Κανελλόπουλος, ο Θεοδωρακόπουλος. Ή ο Σεφέρης, που χρειάστηκε να ζήσει την πιο πολλή ζωή του έξω από τα φυσικά όρια του ελληνισμού, για να μπορέσει να βιώσει, με σωματικό σχεδόν πόνο, το μεγαλείο του. Και, όπως μας είπε γι' αυτόν ο αείμνηστος Χατζηδάκης, ένας άλλος μεγάλος έλληνας, πολίτης αυτού του κόσμου, ενός κόσμου που είναι σε ένα μέρος του κόσμος ελληνικός, "γύρισε πίσω, έκτισε σπίτι ελληνικό, κλείστηκε μέσα, και από τότε δεν τον ξαναείδε ποτέ κανείς στην αγορά". Γιατί στην πραγματικότητα η φτηνή αυτή μας αγορά πολύ λίγο τον χρειάζονταν και πολύ λίγο τον ήθελε. Ποιος θα τον θυμόταν άραγε χωρίς το "δικό μας", "ελληνικό" Νόμπελ;

Για να μην είμαστε όμως άδικοι. Αυτός ο πολιτισμός δεν είχε ολότελα χαθεί από αυτόν τον τόπο, ακόμη και όταν αυτοί, οι κάποιοι λίγοι από εμάς, αναζητούσαν τις κορυφές και την κωδικοποιημένη και εκλογικευμένη μορφή του στα πανεπιστήμια της Ευρώπης. Σιγόκαιε κάτω από την επιφάνεια, όπως αποτυπώθηκε μέσα στους αιώνες στους τρόπους με τους οποίους ζούσαν οι ελληνικές μικρές κοινότητες στα κλεισμένα βουνά, τα απόμερα νησιά και τις πόλεις. Με τους χορούς, τις ντοπολαλιές, τους απαράβατους αρχαίους αστικούς κώδικες, τους αρραβώνες και τους γάμους, τις γιορτές και τα πανηγύρια, τα ταφικά έθιμα. Όλα αυτά με τα οποία ζούσανε οι ανυποψίαστοι φορείς μιας παράδοσης, που με την ακαθόριστη μαγεία της παγίδευε εκείνους τους αριστοκράτες διανοούμενους περιηγητές, που ταξίδευαν θαμπωμένοι από το φως της Ελλάδας των περασμένων αιώνων. Όλα αυτά που σάρωσε το αυτάρεσκο εκσυχρονιστικό κύμα των τελευταίων δεκαετιών. Τότε που γκρεμίζαμε τα χαμηλά σπίτια με τα ακροκέραμα για να χτίσουμε τετράγωνες πολυκατοικίες. Που αφήναμε τα "άχρηστα" ξωκλήσια μας να ρημάζουν. Που μετατρέπαμε τους λαϊκούς μας χορούς όχι σε δική μας χαρά, παραζάλη και μέθεξη αλλά σε φολκλόρ για τους τουρίστες. Και που κάναμε τους γέροντες της Κρήτης με τα ρυτιδιασμένα πρόσωπα καρτ ποστάλ για φτηνά εντυπωσιασμένους ευρωπαίους μικροαστούς. Για να απομείνουμε τελικά με ένα πουκάμισο αδειανό. Και με το χέρι απλωμένο για βοήθεια. 

Για όλους αυτούς τους λόγους λέω, ότι πατριωτισμός δεν είναι η αυτάρεσκη επίδειξη ενός ένδοξου παρελθόντος κλεισμένου μέσα σε νεκρές μουσειακές προθήκες. Ενός παρελθόντος που μας είναι διανοητικά ξένο και που ψυχανεμιζόμαστε μόνον την ακτινοβολία του. Είναι αντίθετα η αναζήτηση της αυτογνωσίας. Ένα αναγκαστικά δυσάρεστο καθήκον. Μια επίπονη διαδικασία που απαιτεί υπομονή, αντοχή και θάρρος.

Οι ιδέες υπάρχουν και πλανώνται στο σύμπαν. Οι άνθρωποι επιλέγουν, όταν το θελήσουν, να γίνουν οι φορείς τους. Κανείς δεν κατέχει τίποτε και οι όροι της πρόσκτησης απέχουν πολύ από αυτούς που καταγράφονται στα εγχειρίδια του κοινού κληρονομικού δικαίου. Αντί να λοιδορούμε λοιπόν όλους αυτούς που στοχάστηκαν με ειλικρίνεια και θαυμασμό πάνω στα ανεκτίμητα πρότυπα θα έπρεπε να τους είμαστε ευγνώμονες. Γιατί είναι αυτοί που σήμερα μας δίνουν έστω και μια ελάχιστη ιδέα για αυτό που θα έπρεπε να γίνουμε, αν προσπαθήσουμε να αποκαταστήσουμε την χαμένη συλλογική μας μνήμη. Εμείς, οι σημερινοί έλληνες.

Πατριωτισμός είναι πάνω από όλα η αναγνώριση της από μέρους μας παράβασης των νοερών όρων της κληρονομιάς μας και όχι οι κραυγές για την επιστροφή των μαρμάρων του Παρθενώνα. Αυτά θα επιστρέψουν, με μια σχεδόν αυτόματη διαδικασία, μόνον όταν ο κόσμος αντιληφθεί ότι δεν έχει πλέον ηθικό δικαίωμα να τα κρατά. Γιατί θα πρέπει να τα γυρίσει σ' αυτούς που έχουν την επιθυμία να ζήσουν σύμφωνα με την αρμονία των σχημάτων τους. Σήμερα. Τώρα. Και στην διάρκεια του χρόνου. Όχι μόνο στις σύντομες αναπαραστάσεις των γιορτών του παρελθόντος. Την αξιοπρέπεια μας πρέπει να την ξανακερδίσουμε μόνοι. Αφού πρώτα βρούμε τον αυτοσεβασμό μας. Είναι πράγματα που δεν θα μας χαρίσει κανείς από τους μεγάλους προγόνους μας.

Τα αρχαία μάρμαρα λοιπόν ή τα χτισμένα με κόπους και ιδρώτες αυθαίρετα μέσα στο καθημαγμένο ελληνικό τοπίο. Για την ώρα νομίζω ότι οι Έλληνες έχουν κάνει την επιλογή τους. Μια επιλογή πολύ φυσική και ανθρώπινη. Προτιμήσανε τα δεύτερα. Και αυτό γιατί κλήθηκαν να αποφασίσουν όχι σαν μια συλλογική οντότητα, αλλά σαν μονάδες ενός ασυνάρτητου και απροσδιόριστου συνόλου, που βρέθηκε τυχαία να ζει πάνω σε αυτή την γη. Οι αρχαίες πέτρες έχουν πάψει από καιρό να αποτελούν μέρος της συλλογικής αφήγησης. Γιατί η ίδια αυτή η αφήγηση έχει πάψει από καιρό να υπάρχει.

Δείτε αν θέλετε και αυτό. Ένα "τραγούδι" του Κόντογλου για την βαθύτερη ουσία του πατριωτισμού όπως εγώ τον αντιλαμβάνομαι. Για τα πράγματα που άξιζε τον κόπο να προστατεύσουμε αλλά, δυστυχώς, δεν είχαμε χρόνο να σταθούμε. Να παραθέσω μόνο ένα μικρό κομμάτι που λέει:

"Δεν μπορώ να παραστήσω το πόσο συγκινημένη ήτανε η καρδιά μου σαν άκουγα να ψέλνει ο ψαράς ο πάτερ Νείλος, ξυπόλητος, με το κατραμωμένο βρακί, με τα φύκια κολλημένα πάνω στα γυμνά ποδάρια του, να ψέλνει με κείνη την αρχαία μελωδία και να λέγει στίχους Ιαμβικούς, και παραπέρα ν΄ αφρίζουνε τα παμπάλαια ελληνικά κύματα κι ο αγέρας να βουΐζει πανηγυρικά απάνω στα θεόχτιστα βράχια και στα δέντρα!". 

Ο πάτερ Νείλος. Ο πολλούς αιώνες πριν. Ο ακόμα χλωρός μες στη φωτιά ... ίδια η μνήμη γινάμενη παρόν ... Θα τολμούσα διστακτικά και με σεβασμό βαθύ να συμπληρώσω.

Διαβάστε το και κοιτάξτε και τις συνοδευτικές εικόνες.

(Το κείμενο αυτό του Ermippos Ermippiou δημοσιευτηκε στο blog του το Σάββατο 13 Μαρτίου του 2010.)




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.