Με τον Εμμανουέλ Ζαν-Μίσελ Φρεντερίκ Μακρόν η Γαλλία ανέδειξε στον Προεδρικό θώκο για πρώτη φορά στην ιστορία της τον ίδιο τον Ρομπέρ Μακέρ. Ο τελευταίος αποτελεί μια φημισμένη καρικατούρα από την εποχή της μοναρχίας του Λουδοβίκου Φίλιππου της Ορλεάνης (1830-1848), που συμβόλιζε την άνοδο μιας ιδιαίτερα παρακμιακής και παρασιτικής ελίτ, της αριστοκρατίας του χρήματος.
Πρόκειται για μια ελίτ πλουσίων, που αδιαφορούν για το εμπόριο, τη γεωργία, τη βιομηχανία και την εργασία γενικά. Ενδιαφέρονται πρωτίστως για κάθε λογής χρηματιστική κερδοσκοπία με χρέη και τίτλους. Τα ελλείμματα του κράτους, του νοικοκυριού και της πραγματικής οικονομίας μετατράπηκαν εσαεί στην κύρια πηγή του πλουτισμού τους. Πρόκειται για μια νέα τάξη πλουσίων που δημιούργησε μια πραγματική νέα αριστοκρατία, «μιας από τις πιο σκληρές», όπως δήλωνε ο Τοκβίλ, «που έχει εμφανιστεί ποτέ στη γη»(1).
Ο Ρομπέρ Μακέρ δεν ήταν τίποτε άλλο παρά το αρχέτυπο αυτής της αριστοκρατίας του χρήματος, που επινόησε η πολιτική σάτιρα της εποχής και κυριάρχησε από τότε στις πολιτικές αναμετρήσεις της Γαλλίας. Πρόκειται για ένα εγκληματικό στοιχείο, αληθινός αλήτης στα ήθη και τη δράση του, τελείως ασυνείδητος, ο οποίος δημιουργεί περιουσία με μόνο όπλο την απάτη και τον κρατικό κορβανά. Έτσι αναρριχάται σ’ όλα τα ύπατα αξιώματα της Γαλλικής οικονομικής και πολιτικής ζωής. Και μαζί του ο υπόκοσμος αναρριχάται στις κορυφές της Γαλλικής αστικής κοινωνίας.
«Ευαίσθητες ψυχές, ακούστε την οδυνηρή ιστορία ενός εγκληματία αλλά αξιαγάπητου ανθρώπου - που καταδιώκεται από τη μοίρα... και τους χωροφύλακες και μάθετε για άλλη μια φορά ότι εάν η αρετή ανταμείβεται πάντα στον άλλο κόσμο, η φαυλότητα παρ’ όλα αυτά παρέχει ορισμένες ανταμοιβές σε αυτόν.» (2) Έτσι άρχιζε το σατυρικό θεατρικό έργο, που για πρώτη φορά έφερνε στο προσκήνιο τον Ρομπέρ Μακέρ και τον φίλο του Μπερτράν.
Ο Μακέρ ξεκινά σαν κοινός απατεώνας να τον κυνηγούν οι χωροφύλακες και καταλήγει μεγαλοτραπεζίτης, χρηματιστής, βαρόνος, βουλευτής έως και ανώτατος δικαστής να τον υπηρετεί το κράτος και η δικαιοσύνη. Μόνο Πρόεδρος της Δημοκρατίας δε κατάφερε να γίνει. Με τον Μακρόν το κατάφερε κι αυτό. Η σάτιρα ήθελε να αφυπνίσει τα λαϊκά ακροατήρια για να αντιληφθούν την «πόρνη που δοξάζει την ηθική αρετή και τον απατεώνα που μιλά για τιμή» (3).