Του Αντώνη Αντωνάκου
Όταν οι κυρίες και οι κύριοι του καλού κόσμου τελειώνουν το γεύμα τους και τακτοποιούν τις ελεημοσύνες τους αρχίζουν να φιλολογούν και να στοιχηματίζουν. Από το γήπεδο μέχρι τους μπαζωμένους θολωτούς τάφους, η κοινωνία του θεάματος επιτελεί το ιερόν της καθήκον. Ο χορτασμένος μεσαίος όχλος αρματωμένος με κρατική εκπαίδευση και ιερό ορθόδοξο παροξυσμό, τώρα τρυπώνει στα λαγούμια των αρχαίων. Εκεί που το σκληροτράχηλο βυζί της κυρίας εφόρου αρχαιοτήτων και το μαρκούτσι του δαιμόνιου απλήρωτου ρεπόρτερ κάνει πολιτική.
Εκεί που κάποτε μεγαλούργησαν οι σφαγές και οι δόλιες βασιλείες τώρα η σκαπάνη της αμεριμνησίας βρίσκει στόχο. Οι καναλάρχες τρίβουν τα χέρια τους και οι ντόπιοι φτωχοδιάβολοι ετοιμάζονται να αναβαθμίσουν τα καφέ μπαρ και τις ψησταριές σε γκουρμεδάδικα για βιτσιόζους γερμανοδανούς αρχαιολάτρες με φράγκα. Φιλόλογοι φροντιστές, ακαδημαϊκοί και διανοούμενοι, βρίσκουν μια ζεστή περιστρεφόμενη πολυθρόνα στα χειμερινά ανάκτορα της νεριτ για να αποθέσουν την πορδούλα τους. Οι καυλοπυρέσουσες νοικοκυρές συζητούν στα μπαλκόνια για τον Αλέξανδρο και τη Ρωξάνη, οι μπούκερς στήνουν στοιχήματα.