Γράφει ο Στωικός
Το 3,3% των μεγάλων αγροτικών νοικοκυριών (με ιδιοκτησία πάνω από 250 στρέμματα) κατείχε το 2010 το 31,2% της αγροτικής γης της χώρας, ενώ το υπόλοιπο 96,7% το 68,8%.
Τα στοιχεία αυτά είναι εντυπωσιακά, αν λάβουμε υπόψη ότι δέκα χρόνια πριν, το 2000, το 2,3% των μεγάλων αγροτικών νοικοκυριών με ιδιοκτησία πάνω από 250 στρέμματα, κατείχε το 24,6% της αγροτικής γης και το υπόλοιπο 97,7%( με ιδιοκτησία κάτω από 250 στρέμματα) το 75,4% της γης.
Μέσα δηλαδή στη δεκαετία 2000 – 2010, οι μεγάλες αγροτικές εκμεταλλεύσεις αυξήθηκαν κατά 1% και η ιδιοκτησία τους στην αγροτική γη, σημείωσε αύξηση 6,6%.
Η συγκέντρωση της καλλιεργούμενης γης στα χέρια λίγων μεγάλων αγροτικών εκμεταλλεύσεων, είναι αποτέλεσμα τόσο της εφαρμογής της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ενωσης, ή οποία ευνοεί προκλητικά την καπιταλιστική ανάπτυξη της γεωργίας σε βάρος της μικρής καλλιέργειας, όσο και της αθρόας προσέλευσης ξένων μεταναστών στην ελληνική επαρχία. Τα χαμηλά μεροκάματα των εργατών γης σε συνδυασμό με την μεγάλη προσφορά εργασίας, επιταχύνουν την ταξική διαφοροποίηση στον πρωτογενή τομέα της οικονομίας. Σε πάρα πολλές περιπτώσεις, έχουμε την κλασσική περίπτωση της καπιταλιστικής επιχείρησης, όπου ο εργοδότης – αγρότης, προσλαμβάνει με το μήνα ένα αριθμό εργατών γης. Στις περιπτώσεις αυτές η αντίθεση κεφαλαίου – εργασίας δεν έχει ευκαιριακό χαρακτήρα, αλλά παίρνει μόνιμα και σταθερά χαρακτηριστικά. Η εδραίωση του καπιταλισμού στη γεωργία, δεν θα ήταν τόσο γρήγορη και τόσο στέρεα, αν δεν υπήρχαν οι χιλιάδες μετανάστες, οι οποίοι με την εργασία τους σε καθημερινή βάση, αναπαράγουν το σύνολο των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής και στην ύπαιθρο.