Του Ηρακλή Παπαϊωάννου
Ο Ζοζέ Σαραμάγκου έγραψε πως οι εικόνες βλέπουν με τα μάτια που τις βλέπουν. Αυτά τα μάτια έχουν πλέον θολώσει αντικρίζοντας τη θάλασσα να ξεβράζει στην ακτή τρίχρονα παιδάκια· ανθρώπους γαντζωμένους σε ράγες τρένων στον βαλκανικό διάδρομο· υπερφορτωμένες λέμβους να διασχίζουν ανοιχτές θάλασσες στο πηχτό σκοτάδι. Δυόμισι χιλιάδες άνθρωποι πνίγηκαν το 2015 στον υγρό τάφο της Μεσογείου. Τα είχαν χάσει όλα ή τα παράτησαν όλα για να αποφύγουν έναν βασανιστικό θάνατο ή μια ατιμωτική ζωή.
Όταν οι εικόνες φορούν το σκληρό τους πρόσωπο, απειλώντας την επιφαινόμενη κοινωνική ηρεμία και την ατσαλάκωτη εικόνα των ηγετών, η πολιτική ακολουθεί ασθμαίνοντας με ημίμετρα και προφανείς δηλώσεις που ξεθωριάζουν μόλις επιβεβαιώσουν κάποια ηθική ανωτερότητα, έναν επιδερμικό ανθρωπισμό. Και οι φωτογραφίες γίνονται φύλλα συκής. Φέρνουν το αποτρόπαιο στην επιτρεπτή απόσταση από τη μέση αντοχή. Ο μακάβριος θάνατος σε μια εικόνα είναι μακράν πιο ανώδυνος από αυτόν που διαθέτει αφή και οσμή, που συνταράζει συθέμελα και χαράζει ανεξίτηλα. Με την εικόνα επιβιώνει κανείς ευκολότερα. Και προχωρεί αλλάζοντας εικόνα. Αντίθετα όμως από τα φύλλα συκής οι εικόνες μακροημερεύουν, συνωθούνται ως άλλες ερινύες στη συλλογική μνήμη που επιμένει να θυμίζει πόσο λιγότερο άνθρωποι είμαστε παρά το βιοτικό μας επίπεδο ή ίσως εξαιτίας αυτού.