Του Γιάννη Μακριδάκη
Σήμερα καθώς έκανα μικρές δουλειές στο χωράφι, βρήκα ανάμεσα στα ανθισμένα μαϊντανά ένα διπλωμένο στα τρία δεκάευρο.
Στην αρχή δεν κατάλαβα τι ήταν αυτό το παράταιρο με την τριγύρω φύση, εμφανώς τεχνητό χρώμα και υλικό. Το έπιασα όμως και κατάλαβα παρότι ήταν κοκαλιασμένο όπως είναι τα τελείως ξεραμένα φύλλα και διάτρητο προφανώς από έντομα που το βρήκαν νόστιμο, ποιος ξέρει.
Το ξεδίπλωσα με προσοχή διότι γρήγορα διαπίστωσα ότι με κάθε μου κίνηση που ξεπερνούσε κάποιο πολύ χαμηλό όριο σκληρότητας απέναντί του, αυτό σκιζόταν και τα απειράριθμα εντομοφαγώματα ενώνονταν σε μια ευρεία και ακανόνιστη μεγαλοπρεπή οπή στην επιφάνειά του. Μια οπή, η οποία δεν θα μπορούσε να επουλωθεί με κανέναν τρόπο για να το καταστήσει χρήσιμο ή ανταλλάξιμο σε κάποια τράπεζα του συστήματος διότι δεν ήταν ένα απλό σκίσιμο για να κολληθεί, αλλά η ένωση πολλών μικρών σκοροφαγωμάτων που απουσίαζαν και είχαν σίγουρα ήδη χωνευτεί και επιστρέψει ολόγυρα ως κόπρανα ζωιφίων.