Του Κωνσταντίνου Θεμελή
Ἂν χανόταν τό ἓργο του καί διάβαζε κάποιος τίς κρίσεις τῆς πλειονότητας τῶν Καβαφολόγων –ἀνθρώπων τοῦ “ἑλληνοχριστιανικοῦ” κατεστημένου καί τῆς συμβατικῆς ἠθικῆς, καθηγητάδων, πιστῶν καί “πιστῶν”–, θά νόμιζε ὃτι ὁ Καβάφης ἦταν, “τοὐλάχιστον, συνθέτης ἐκκλησιαστικῶν ὓμνων!“, γράφουν οἱ Ἀποστολίδηδες (Ρένος, Ἦρκος καί Στάντης Ἀποστολίδης), στήν πρώτη σημείωσή τους στό παράρτημα “Ἡ θρησκεία τοῦ Καβάφη”, στή μνημειώδη ἒκδοσή τους γιά τόν μέγιστο ποιητή.
“Μαρξιστές καί παπᾶδες διεκδικοῦν τήν ψυχή μου”, ἒγραφε ὁ Κούρτσιο Μαλαπάρτε στό αὐτοβιογραφικό του μυθιστόρημα Kaputt / Καπούτ (ἐκδόσεις Μεταίχμιο, 2007, μτφρ. Παναγιώτη Σκόνδρα) πρίν πεθάνει.
Ἡ λύσσα τῶν Χριστιανῶν στή διεκδίκηση τῆς –ἀνύπαρκτης μετά τόν θάνατο–,ψυχῆς καθενός, ἰδιαιτέρως τῶν ἀπίστων, ἐκείνων πού τήν “ἂγρυπνη συνείδηση δέν μπόρεσαν νά σφερτεριστοῦν, ὃταν ἐκεῖνοι ζοῦσαν“, δέν ἒχει ὃρια!
“Μέ πρωτοβουλία τοῦ ζεύγους Σεγκοπούλου ἐκλήθη στό νοσοκομεῖο ἱερέας γιά νά τόν μεταλάβει κι ἒφθασε συνοδευόμενος ἀπό τόν ἲδιο τόν Πατριάρχη. Ὁ Καβάφης, μόλις τοῦ τό ἀνήγγειλαν, ‘ἀρνήθηκε, θύμωσε, ἐπέμενε, ἀλλά στό τέλος ὑπέκυψε στούς γύρω του’, ἢ μᾶλλον καθώς εὒλογα εἲκασε ὁ Σαρεγιάννης, ‘στην ἰδέα πώς θά ἦταν ἂτοπο, καθόλου καθώς πρέπει νά μή δεχτεῖ ἓναν πατριάρχη τῆς μεγάλης πόλεως τῆς Ἀλεξανδρείας…” – καταλάβατε;
Τό ἲδιο ἒκαναν καί στόν Μπέρτολτ Μπρέχτ οἱ προτεστάντες (διαμαρτυρόμενοι) χριστιανοί.
Ἀλλά ὁ Μπρέχτ τόν ἒδιωξε!
Τό ἲδιο κάνουν καί στόν Μύρη τοῦ Καβάφη οἱ χριστιανοί παπᾶδες –ἐκεῖνοι στούς ὁποίους ποτέ δέν ἀνῆκε: τοῦ τόν κλέβουν!
Τά ἱστορικά δεδομένα τοῦ ποιήματος – παραθέτω: “Μύρης: ἓνας –ἀπ’ τ’ ὂνομα καί μόνο– ἐκλεκτός, ἐρωτικός νέος, μέ “ἂρωμα” βίου ἀρχαιοελληνικοῦ, πού χάνεται λόγω τῶν ἐπερχομένωνφαιά φορούντων, περί ἠθικῆς λαλούντων χριστιανῶν.
Ἀλεξάνδρεια: Ἡ πόλη-σύμβολο τῆς ἀνέμελης κ’ ἠδονόχαρης ζωῆς στήν καβαφική ποίηση, τῆς πολυτέλειας καί τῆς καλοπέρασης, τοῦ γούστου, τῶν ἐκλεπτυσμένων τρόπων καί τοῦ ἐλεύθερου δίχως ἀγκίστρωση σέ δόγματα κ’ ἠθικές ἐπιταγές πνεύματος.
340 μ.χ.: Μιά ἐποχή ὃπου σ’ ὁλόκληρη τήν αὐτοκρατορία μαίνεται ὁ ἀνταγωνισμός μεταξύ τῆς παλαιᾶς θρησκείας, σπρωγμένης ξάφνου στό περιθώριο (κ’ ἐντός ὀλίγου διωκόμενης κιόλας!) καί τῆς νέας πίστης, τῶν ἀπρόσμενα εὐνοημένων τώρα χριστιανῶν… Γιατί ἐνῶ ἡ λατρεία τους ἀπαγορευόταν βάσει τοῦ διατάγματος τῆς Νικομήδειας (306), μέ τή νίκη τοῦ Κωνσταντίνου, τό Ἒδικτο τοῦ Μεδιολάνου (313) τήν ἀνακυρήσσει, ἐν μιᾶ νυκτί, ἰσότιμη μέ τίς ἂλλες, χωρίς οἱ ὀπαδοί της ν’ ἀποτελοῦν τήν πλειονότητα τοῦ πληθυσμοῦ, παρά πού βέβαια ἦταν πολλοί σέ κάποιες ἀνατολικές ἐπαρχίες (Μικρά Ἀσία, Συρία, Αἲγυπτος) κ’ ἰδιαίτερα στά μεγάλα ἀστικά κέντρα. Στήν Ἀλεξάνδρεια, ἐν τούτοις, δέν περνᾶνε δέκα χρόνια, καί ταραχές ξεσπᾶνε λυσσαλέες, μέσα στήν ἲδια τή χριστιανική κοινότητα, ἀποδεικνύοντας πόσο μάταιες ἦταν οἱ ἐλπίδες τοῦ Κωνσταντίνου γιά ἐσωτερική εἰρήνευση, μέσω τῆς ἀναγνώρισης του χριστιανισμοῦ. Ὁ φανατικός Ἂρειος ἀκολουθεῖ δική του δογματική γραμμή, παρασέρνοντας κάμποσους μέ τήν “αἰρετική” διδασκαλία του, κ’ ἒρχεται σέ σύγκρουση μέ τόν τοπικό ἐπίσκοπο. Ὁ αὐτοκράτορας ἐπιχειρεῖ κατ’ ἀρχάς νά διευθετήσει τό θέμα μέ τή Σύνοδο τῆς Νικαίας (325), ὃπου ὁ Ἂρειος καταδιάζεται. Γρήγορα ὃμως οἱ ὑποστηρικτές του πλευρίζουν τόν Κωνσταντῖνο, πού δέ σκάμπαζε καί πολλά γιά κεῖνες τίς “περί ὂνου σκιᾶς” δογματικές κοκκορομαχίες, καί στά τέλη τῆς βασιλείας του καταφέρνουν νάχουν τό πάνω χέρι, ἐνῶ ὁ φλογερώτερος ὑπέρμαχος τοῦ “Συμβόλου τῆς Νικαίας” καί χειροτονημένος ἢδη πατριάρχης Ἀλεξανδρείας, ὁ Ἀθανάσιος, παίρνει τό δρόμο τῆς ἐξορίας.
Οἱ τρεῖς γιοί τοῦ Κωνσταντίνου πού κληρονομοῦν τήν ἀρχή του, εἶναι κι αὐτοί διχασμένοι: ὁ Κωνσταντῖνος κι ὁ Κώνστας μέ τό “Σύμβολο τῆς Νικαίας”, ὁ Κωνστάντιος ὃμως, πού ἐντέλει θά ἐπικρατήσει, βγάζοντας κιόλας ἀπ’ τή μέση τ’ ἀδέρφια του (τόν Κωνσταντῖνο τό 340 καί δέκα χρόνια ἀργότερα τόν Κώνσταντα), εἶναι δεδηλωμένος Ἀρειανός καί φνατικός διώκτης τῆς εἰδωλολατρείας! Ἒτσι, στά χρόνια του, θά συγκλιθοῦν 19 τοπικές σύνοδοι, ὃπου οἱ Ἀρειανοί κι “ὀρθόδοξοι” ἐναλλάξ ἀλληλοαναθεματίζονται, σπέρνοντας πρόωρα τό μῖσος καί τά πάθη στούςἐν Χριστῶ ἀδελφούς τῆς θρησκείας τῆς Ἀγάπης!.. Ἡ χριστιανική κοινότητα τῆς Ἀλεξάνδρειας, μπλεγμένη στή διαμάχη, σπαράσσεται· ἐκκλησίες καίγονται, ὀπαδοί τῶν μέν καί τῶν δέ συγκρούονται στούς δρόμους, κι ὁ στρατός καλεῖται νά ἐπιβάλει τήν τάξη· πίσω ἀπ’ τά τάχα “δογματικά” κρύβονται πολιτικά, κ’ οἱ σοβοῦσες ἀποσχιστικές τάσεις ἀφορμή γυρεύουν γιά νά ἐκδηλωθοῦν…
Σέ τέτοιους ταραγμένους καιρούς, σέ μιά δραματική καμπή τῆς Ἱστορίας, στήνει τό ποίημά του ὁ Καβάφης, μέ τόν Μύρη κρυπτοχριστιανόν ἀκόμα, καί τόν φίλο-ἀφηγητή ἀνοιχτά ἐθνικόν. Λίγα μόλις χρόνια μετά, ὁ Κωνστάντιος κλείνει ὁριστικά τοῦς εἰδωλολατρικούς ναούς, ἀπαγορεύοντας τίς θυσίες ἀλλά καί τήν εἲσοδο ἀκόμη, ἐπί ποινῆ θανάτου καί κατάσχεσης τῆς περιουσίας, ὁπότε πλέον οἱ ρόλοι κατ’ ἀνάγκην ἀντιστρέφονται.”
Μύρης· Ἀλεξάνδρεια τοῦ 340 μ.Χ.
Τήν συμφορά ὃταν ἒμαθα, πού ὁ Μύρης πέθανε,
πῆγα στό σπίτι του – μ’ ὃλο πού τό ἀποφεύγω
νά εἰσέρχομαι στῶν χριστιανῶν τά σπίτια,
πρό πάντων ὃταν ἒχουν θλίψεις ἢ γιορτές…
Στάθηκα σέ διάδρομο… Δέν ἢθελα
νά προχωφήσω πίο ἐντός, γιατί ἀντελήφθην
πού οἱ συγγενεῖς τοῦ πεθαμένου μ’ ἒβλεπαν
μέ προφανῆ ἀπορίαν καί μέ δυσαρέσκεια…
Τόν εἲχανε σέ μιά μεγάλη κάμαρη
πού ἀπό τήν ἂκρη ὃπου στάθηκα
εἶδα κομμάτι: ὃλο τάπητες πολύτιμοι,
καί σκεύη ἐξ ἀργύρου καί χρυσοῦ…
Στέκομουν κ’ ἒκλαια σέ μιάν ἂκρη τοῦ διαδρόμου.
Καί σκέπτομουν πού οἱ συγκεντρώσεις μας κ’ οἱ ἐκδρομές
χωρίς τον Μύρη δέν θ’ ἀξίζουν πιά·
καί σκέπτομουν πού πιά δέν θά τόν δῶ
στά ὣραῖα κι ἂσεμνα ξενύχτια μας
νά χαίρεται, καί νά γελᾶ, καί ν’ ἀπαγγέλη στίχους
μέ τήν τελεία του αἲσθηση τοῦ ἑλληνικοῦ ρυθμοῦ·
καί σκέπτομουν πού ἒχασα γιά πάντα
τόν νέο πού λάτρευα παράφορα…
Κάτι γριές, κοντά μου, χαμηλά μιλοῦσαν γιά
τήν τελευταία μέρα πού ἒζησε -
στά χείλη του διαρκῶς τ’ ὂνομα τοῦ Χριστοῦ,
στά χέρια του βαστοῦσ’ ἓναν σταυρό…
Μπῆκαν κατόπι μές στήν κάμαρη
τέσσαρες χριστιανοί ἱερεῖς, κι ἒλεγαν προσευχές
ἐνθέρμως καί δεήσεις στόν Ἰησοῦν
ἢ στήν Μαρίαν (δέν ξέρω τήν θρησκεία τους καλά)
Γνωρίζαμε, βεβαίως, πού ὁ Μύρης ἦταν χριστιανός.
Ἀπό τήν πρώτην ὣρα τό γνωρίζαμε, ὃταν
πρόπερσι στήν παρέα μας εἶχε μπῆ.
Μά ζοῦσεν ἀπολύτως σάν κ’ ἐμᾶς.
Ἀπ’ ὃλους μας πιό ἒκδοτος στές ἠδονές,
σκορπῶντας ἀφειδῶς τό χρῆμα του στές διασκεδάσεις·
γιά τήν ὑπόληψη τοῦ κόσμου ξένοιαστος,
ρίχνονταν πρόθυμα σέ νύχτιε ςρήξεις στές ὁδύς
ὃταν ἐτύχαινε ἡ παρέα μας
νά συναντήσει ἀντίθετη παρέα…
Ποτέ γιά τήν θρησκεία του δέν μιλοῦσε…
Μάλιστα, μιά φορά τόν εἲπαμε
πώς θά τόν πάρουμε μαζί μας στό Σεράπιον·
ὃμως , σάν νά δυσαρεστήθκε
μ’ αὐτόν μας τόν ἀστεϊσμό – θυμοῦμαι τώρα…
Ἂ, κι ἂλλες δυό φορές τώρα στόν νοῦ μου ἒρχονται:
Ὃταν στόν Ποσειδῶνα κάμναμε σπονδές,
τραβήχθηκε ἀπ’ τόν κύκλο μας, κ’ ἒστρεψε ἀλλοῦ τό βλέμμα.
Ὃταν ἐνθουσιασμένος ἓνας μας
εἶπεν: “Ἡ συντροφιά μας νάναι ὑπό
τήν εὒνοιαν καί τήν προστασίαν τοῦ μεγάλου,
τοῦ πανωραίου Ἀπόλλωνος…”, ψιθύρισεν ὁ Μύρης
(οἱ ἂλλοι δέν ἂκουσαν): τῆ ἐξαιρέσει ἐμοῦ…
… Οἱ χριστιανοί ἱερεῖς μεγαλοφώνως
γιά τήν ψυχή τοῦ νέου δέονταν…
Παρατηροῦσα μέ πόση ἐπιμέλεια,
καί μέ προσοχήν ἐντατική
στούς τύπους τῆς θρησκείας τους ἑτοιμάζονταν
ὃλα γιά τήν χριστιανική κηδεία…
Κ’ ἐξαίφνης μέ κυρίευσεν μιά ἀλλόκοτη
ἐντύπωσις· ἀόριστα αἰσθάνομουν
σάν νάφευγεν ἀπό κοντά μου ὁ Μύρης·
αἰσθάνομουν πού ἑνώθη, χριστιανός,
μέ τούς δικούς του, καί πού γένομουν
ξ έ ν ο ς ἐγώ, ξ έ ν ο ς π ο λύ !.. Ἒνιωθα κιόλα
τήν ἀμφιβολία νά μέ σιμώνη: μήπως κ’ εἶχα γελασθῆ
ἀπό τό πάθος μου, καί π ά ν τ α τοῦ ἢμουν ξένος…
Πετάχθηκα ἒξω ἀπ’ τό φρικτό τους σπίτι -
ἒφυγα γρήγορα, πρίν ἁρπαχθῆ, πρίν ἀλλοιωθῆ
ἀπ’ τή χριστιανοσύνη τους ἡ θύμηση τοῦ Μύρη !..
“Ἡ πρώτη πράξη ἀνοίγει κατευθεῖαν, ὂχι in medias res, ἀλλά ἐ ν τ έ λ ε ι τῶν πραγμάτων, ὃταν ὁ ἀφηγητής στό πρῶτο πρόσωπο –μέ τ’ ὁποῖο καί φανερά θέλει ὁ ποιητής νά ταυτίζεται, μή κρύβοντας τόν ἀντιχριστιανισμό του–, ἀντιμετωπίζει τό θάνατο ἀνθρώπου ξεχωριστά δικού του. Τόσ “δικοῦ”, πού α ὐ τ ὀ ς ἀπ’ ὃλη τήν παρέα ἀποφασίζει νά π ά η στό σπίτι τοῦ νεκροῦ, μολονότιἀμέσως δηλώνει μέ καταφανῆ ἀπέχθεια, πώς ἀποφεύγει νά εἰσέρχεται στῶν χριστιανῶν τά σπίτια, πρό πάντων ὃταν ἒχουν θλίψεις καί γιορτές. Μιά τέτοια ὃμως συμφορά τόν άναγκάζει νά σπάση τή συνήθεια. Καί, φυσικά, λοιπόν, στάθηκε σέ διάδρομο, δέν θέλησε νά προχωρήσει πιό ἐντός, γιατί παρά πού ὂχι “κοντινός” ἁπλᾶ, μά φίλος στενός, ἀδελφή ψυχή, ἓ ν α σ ῶ μ α μέ τόν νεκρό, ἡ σχέση τους, σ χ έ σ η κ α ρ δ ι ᾶ ς, κανένα δικαίωμα δέν τοῦ δίνει νάναι μες στούς “συγγενεῖς”. Κ’ ὓστερα, ἡ μή χριστιανοσύνη του, τον καθιστᾶ ἀνεπιθύμητον (οἱ συγγενεῖς τοῦ πεθαμένου μ’ ἒβλεπαν μέ προφανῆ ἀπορίαν καί μέ δυσαρέσκεια)… Γι’ αὐτό καί ξανατονίζεται παρακάτω πώς ἀπό ἂκρην ὃπου στάθηκε βλέπει τά ἑντός τοῦ δωματίου, ἐνῶ κατόπιν, δίχως συγκρατημό πιά ὁμολογεῖ: στέκομουν κ’ ἒκλαια σέ μιά ἂκρη τοῦ διαδρόμου, πάλι δηλαδή στό πιό ‘ἒξω’ πού μπορεῖ νά ὑπάρξη, ἀπ’ τό ἐντός πού τοῦ εἶναι ἀποκλεισμένο. Τελευταῖος αὐτός – ὁ πιό κοντινός, στήν οὐσία!
Στή μεγάλη κάμαρη ὃπου τόν ἒχουν, ὁ ἀφηγητής-φίλος διακρίνει ὃλο τάπητες πολύτιμους, καί σκεύη ἐξ ἀργύρου καί χρυσοῦ… (Ὂχι καί τόσο ‘πτωχοί’ καί ‘ταπεινοί’ λοιπόν, οἱ πιστοί τῆς θρησκείας τῶν ‘πτωχῶν’; Ἀλλά καί μαζί, ‘ἀρχοντόπαιδο’ ὁ φίλος του ! Ἂρα, σάν καί μᾶς, τούς ‘ἀμαρτωλούς’ ἐθνικούς !..)
στά ὣραῖα κι ἂσεμνα ξενύχτια μας νά χαίρεται καί νά γελᾶ: Ὁ ποιητής ἀρχίζει νά δομῆ τήν καθαρά παγανιστική ταυτότητα του ‘συντρόφου’ Μύρη μές στήν ἐλεύθερη παρέα. Οὒτε ‘σοβαρότητα’, οὒτε ψευτοντροπές καί προσχήματα, οὒτ’ ‘ἐγκράτειες’ καί ‘ταπεινότητες, παρ’ ἀπευθείας στά ὡραῖα κι ἂσεμνα ξενύχτια, ἂφοβα δοσμένος ὁ δ ι κ ό ς μ α ς Μύρης !
Κάτι γριές… βαστούσ’ ἓναν σταυρό: Ἢτανε ψεύτης στήν παρέα; Προδότης τοῦ μύχιου αἰσθήματος πούτρεφε γι’ αὐτόν ξεχωριστά ὁ ἀφηγητής; Ἢ μήπως τώρα, οἱ χριστιανοί ‘δικοί του’ τοῦ ‘βαλαν στό χέρι ἒνα σταυρό καί τόν ἐπιθανάτιο ρόγχο τόν ἑρμήνευσαν ὡς ἐπίκληση στόν Ἰησοῦ; (Τοῦ Σαίξπηρ ἒκλειναν τό στόμα καθώς ψυχομαχοῦσε! – Μπέρτολτ Μπρέχτ, Ἠ ἐξορία τῶν ποιητῶν.) Κανείς δέν θά το μάθη, καθώς οἱ πιστοί διεκδικοῦν αἰωνίως τήν ψυχή ὃλων – καί πιό παθιασμένα μάλιστα τῶν μή πιστῶν, ὃσων τήν ἂγρυπνη συνείδηση δέν μπόρεσαν νά σφετεριστοῦν, ὃταν ἐκεῖνοι ζοῦσαν !
(δέν ξέρω τήν θρησκεία τους καλά): Μέ τήν είρωνική-καυστική του αὐτή παρένθεση, πού οἱ χριστιανοί μελετητές του θέλουν νά τήν παραβλέπουν, Ὁ Καβάφης δείχνει τή βαθύτερη ἀδιαφορία του γιά τή χριστιανική θρησκεία, καί ἀπωτέρως γιά κάθε θρησκεία. Μπερδεύει Ἰησοῦνκαί Μαρίαν, σάν τούς Ἀθηναίους, πού ἀκούγοντας λέει, τόν Παύλο ν’ ἀναφέρει Ἀνάστασιν καί πάλι Ἀνάστασιν στό κήρυγμά του, διερωτῶνταν ἂν ἦταν θηλυκός ὁ θεός πού ἐπαγγελόταν…
Γνωρίζαμε, βεβαίως, που ὁ Μύρης ἦταν χριστιανός: Γνώριζαν μέν, ἀλλά ζούσεν ἀπολύτως σάν κι ἐμᾶς. Ζοῦσε τόν ὁλόφωτο κόσμο τῆς ἀρχαιοελληνικῆς εὐδίας, τόν ἀπροκατάληπτο, πού ἀποδεχόταν τή ζωή καί τόν ἒρωτα, τόν κόσμο πού ξερίζωσε ὁ ἀνθελληνικώτατος στήν οὐσία του ἐκκλησιαστικός χριστιανισμός τῆς κατήφειας, μέ τόν πουριτανισμό, τίς ἐσχατολογίες του, καί τίς ‘κρίσεις’ του τῆς Δευτέρας Παρουσίας, μέ τίς χαζομουρμοῦρες τῶν γριάδων καί τούς μούρτζουφλους μαυροφορεμένους πάντα παπᾶδες του, ὃλο θλίψη καί συντριβή στόν κόσμο αὐτόν τῆς ‘πτώσεως’ καί τῆς τιμωρίας ἐκδικητικοῦ θεοῦ τοῦ Ἰσμαήλ γι’ ἀμαρτήματα προπατορικά, μέ τά ὁποῖα σέ φορτώνουν προτοῦ κἂν γεννηθεῖς, γιά νάζουν τό προνόμιο νά ‘έξαγνίζουν’ τό μίσμα κατόπιν ἀπό ἂδολα παιδάκια…
Σεράπιον: Τό πιό φημισμένο ἀρχαῖο ἱερό στήν Ἀλεξάνδρεια, τοῦ ὁποίου ἐρείπια σώζονται καί σήμερα στή λεγόμενη “κολώνα τοῦ Πομπήιου”. Ὑπῆρξε ἓνα ἀπ’ τά ὓστατα προπύργια τοῦ θνήσκοντος παγανισμοῦ, κ’ ἐκεῖ εἶχαν μάλιστα ταμπουρωθῆ οἱ τελευταῖοι ὀπαδοί τῆς παλιᾶς θρησκείας, ἀμυνόμενοι ἒναντι τῶν χριστιανῶν διωκτῶν τους. Τό 391, λεηλατήθηκε καί καταστράφηκε, μέ διαταγή τοῦ ἐμπαθοῦς Θεοδοσίου, ἀπό τόν “λιθομανῆ καί χρυσολάτρη” πατριάρχη Θεόφιλο, ἐπικεφαλῆς ὂχλου φανατισμένων μοναχῶν, πού τσάκισαν μέ τσεκούρια τό ἂγαλμα τοῦ θεοῦ, ἀπέσπασαν τό κεφάλι του καί τό ‘συραν πρός διαπόμπευση σ’ ὃλη τήν πόλη.
Ὁ Σέραπις, θεότητα δημιουργημένη ἀπ’ τόν Πτολεμαῖο Α’, ἀπετέλεσε τό ἒμβλημα τῆς γενικώτερης μικτικῆς του πολιτικῆς, πού ἀποσκοποῦσε στή σύγκραση τῶν διαφορετικῶν ἐθνικῶν στοιχεῖων μέσα στήν ἐπικράτειά του.
τῆ ἐξαιρέσει ἐμοῦ: Ἡ φράση, μ’ ὃλη τή δύναμη τῆς προσωπικῆς ἀνεξαρτησίας ἀπ’ ὃλα, πέρασε κατεξοχήν ἀπ’ τόν Καβάφη σάν παροιμιακή σφραγῖδα κάθε σύγχρονου ἐλεύθερου προσώπου, στίς πιό κοινές συνομιλίες τῶν μορφωμένων.
Ἀλλά ὁ Μύρης δέν τόλμησε ε ὐ θ έ ω ς νά διαχωρίσει τή θέση του, τήν ψ ι θ ύ ρ ι σ ε ν, ἁπλῶς. Συνεπῶς, μολονότι χριστιανός, δ ι κ ό ς τ ο υ ς, τ ῆ ς σ υ ν τ ρ ο φ ι ᾶ ς παραμένει!
Οἱ χριστιανοί ἱερεῖς μ ε γ α λ ο φ ώ ν ω ς: Ἐνῶ ὁ Μύρης ἐκεῖ ψιθύριζε, ἐδῶ οἱ ἀδίστακτοι παπᾶδες παλεύουν ν’ ἀποσπάσουν, ἒστω καί τήν ἒσχατη στιγμή, μιά ψυχή πούναι πολύ ἀμφίβολο ἂν ἀλήθεια τούς ἀνῆκε…
Καί ἐξαίφνης… ἡ θύμηση τοῦ Μύρη: Ἡ κοινωνία, βλοσυρή παραστέκει, γιά νά πάρει πίσω τό λείψανο αὐτουνοῦ πού τῆς ξέφυγε κ’ ἒζησε αὐτόνομος, σάν πρόσωπο, ὃπως ἒκεῖνος ἢθελε, νεκρόν ὃμως τώρα, σπεύδει νά τόν οἰκειοποιηθεῖ, αὐθαίρετα προσδίδοντάς του τά ἐπίκοινα χαρακτηριστικά τῶν “μελῶν” της. Τόν ἀποσπᾶ βίαια ἀπ’ τόν ἀληθινό του φίλο, καί γίνεται ὃτι ἒγραφε ἡ ἐπίσημη “ταυτότητά” του: τυπικά ἐνάρετος χριστιανός.
Ἡ κοινωνία “καπελώνει” -κυριολεκτικά-, τό πρόσωπο μέ τό ἂτομο !
Κ’ ἐκεῖνος, ὁ πραγματικά “δικός του”, νιώθει πιά νά γίνεται ξένος – καί τόν κυκλώνει ἀπό πάνω ἡ βασανιστική ὑποψία μήπως καἰ π ά ν τ α τοῦ ἦταν ξένος…
Σέ ποιόν π ρ ά γ μ α τ ι ἀνήκει ὁ Μύρης; Σέ ποιόν ἀνήκουν τά πρόσωπα πού ἀγαπήσαμε άποσπῶντας τα ἀπ’ τό γύρω κόσμο, ὃταν πιά πεθάνουν;
Ὁ Καβάφης δέν ἀπαντάει σ’ αὐτήν κρίσιμη ἐρώτηση.
(Φυσικά, στήν ἀλληγορία τοῦ ποιήματος, ποικίλες καί πολύ εὐρύτερες θεωρητικές προεκτάσεις μποροῦν νά δοθοῦν, ὃπως λ.χ. τό μεγάλο ζήτημα τῆς μετά θάνατον τοῦ δημιουργοῦ καπηλείας ἐνός πνευματικοῦ ἢ καλλιτεχνικοῦ ἒργου, ἀπό ἐντελῶς ἂσχετους κύκλους, πού το παρερμηνεύουν ἢ τό χρωματίζουν κατά τά συμφέροντά τους, ἐνίοτε δέ καταφέρνουν καί νά συσκοτίσουν πλήρως τήν ἀρχική του ὑφή…
Καί όσον ἀφορᾶ τόν ἲδο τόν Καβάφη, οἱ ἐνοχλούμενοι ἀπό τήν ἀθρησκεία του καί τή μή στράτευσή του σέ δόγματα γενικῶς, δέ δίστασαν νά τόν παραστήσουν ἀπό πιστό χριστιανό τάχα, ὣς κοινωνικό ἀγωνιστή κατά τοῦ ἀγγλικοῦ ἰμπεριαλισμοῦ !..)
Πέρυσι, διαβάζαμε στά τρόλεϋ τῆς Ἀθήνας στίχους ἀποσπασμένους ἀπό τά ποιήματά του καί παρουσιασμένους σάν συνθήματα –Εἶναι κακόν πρᾶγμα ἡ βια!– ὡς φαεινή ἰδέα τῆς Στέγης Γραμμάτων καί Τεχνῶν τοῦ Ἰδρύματος Ὡνάση !, προσθέτω ἐγώ
Εἲκοσι λαμπρές σελίδες –μέ ἐξαντλητική τεκμηρίωση, ἐντελή ἱστορική πλαισίωση καί ἀξιοθαύμαστη πνευματική ἐλευθερία, πού ὀδηγεῖ καί στήν ἀντίστοιχη κριτική τόλμη–, ἀφιερώνουν οἱ Ἀποστολίδηδες στό κύκνειο ἆσμα τοῦ ποιητῆ καί στή “θρησκεία” του.
Ἡ ποιότητα τοῦ λόγου τους εἶναι μ ο ν α δ ι κ ή καί βάλσαμο ἐναντίον τοῦ καθημερινοῦ γλωσσικοῦ ἐφιάλτη (ἐπί ἂλτης, αὐτός πού ὀρμάει πάνω σου) τῶν βαρβαρικῶν ἑλληνικῶν τῶν νεο-“ελλήνων”, πού εἲμαστε ὑποχρεωμένοι νά ἀκοῦμε ἢ νά διαβάζουμε.
Εὖγε !
ΑΝΑΛΟΓΟ ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΑ:
* Ο ΚΑΒΑΦΗΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΑΒΑΦΗ Ἠ Η ΑΥΤΟΓΝΩΣΙΑ ΤΩΝ ΚΟΡΥΦΑΙΩΝ
* Ο ΚΑΒΑΦΗΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΑΒΑΦΗ Ἠ Η ΑΥΤΟΓΝΩΣΙΑ ΤΩΝ ΚΟΡΥΦΑΙΩΝ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.