Του Νίκου Καράβελου*
Λακκόπλουτους ονόμαζαν οι αρχαίοι εκείνους που, με εγκληματικές πράξεις, ανίερα πλούτιζαν εις βάρος των άλλων. Ο όρος προήλθε ως εξής: Αμέσως μετά τη μάχη του Μαραθώνα (490 π.Χ.), κάποιος Αθηναίος αξιωματούχος, ονομαζόμενος Καλλίας ο Δαδούχος, έπιασε έναν αιχμάλωτο που έπεσε στα πόδια του ζητώντας έλεος.
Ως αντάλλαγμα για τη ζωή του υπέδειξε στον Καλλία ένα λάκκο, μέσα στον οποίο οι Πέρσες είχαν θάψει μεγάλη ποσότητα χρυσού. Ο φιλοχρήματος Αθηναίος πήρε το χρυσάφι και σκότωσε τον αιχμάλωτο. Αυτή η ανίερη συμπεριφορά στιγμάτισε τη γενιά του Καλλία και έκτοτε οι καταγόμενοι από αυτήν ονομάζονταν λακκόπλουτοι (Πλούταρχος, Παράλληλοι Βίοι Αριστείδης - Κάτων).
Λακκόπλουτος, λοιπόν, ονομάζεται κάθε ασεβής, ωμός και άπληστος, όταν πλουτίζει εις βάρος των δυστυχούντων, διαπράττοντας εγκλήματα. Οταν ο ίδιος ευτυχεί εις βάρος των πολλών, όταν αυξάνει τα κέρδη του εις βάρος της ανεργίας και της απόγνωσης των άλλων. Οταν προσπορίζεται παράνομα οφέλη, αφαιρώντας από τους πολίτες ακόμη και τα στοιχειώδη. Οταν ο ίδιος περνάει καλά, ενώ οι άλλοι εξαιτίας του δυστυχούν. Κι ακόμα λακκόπλουτος είναι εκείνος που συναυτουργεί ή παρέχει συνδρομή στους παραπάνω, προκειμένου αυτοί να μεγιστοποιούν τα κέρδη τους αρπάζοντας δημόσιες και ιδιωτικές περιουσίες, οδηγώντας τους πολίτες σε κοινωνικό και συχνά φυσικό θάνατο.