(Σ’εκείνους που τον Μύθο μου απαισιόδοξο τον βρήκαν και είπαν πρέπει πάντα να ελπίζουμε σε θαύματα αναστάσεων, πως ως λαος επιβιώσαμε και χειροτέρων καταστάσεων, θα αντέτεινα πως συντελούνται θαύματα μόνο με θέληση και πίστη των ανθρώπων, όταν το μέγεθος της απειλής νοήσουν βρίσκουν τρόπο να νικήσουν ραστώνη και μικροψυχία. Είπερ ποτέ και άλλοτε, θέλει αρετή και τόλμη η ελευθερία.)
Του Ιωσήφ Σηφάκη*
Όλα πια έδειχναν ότι η Επάρατη Φάρα εξάντλησε τα περιθώρια, ότι νομοτελειακά της πληρωμής σήμανε η ώρα, και πέσαμε ανυπεράσπιστοι στα χέρια της μισητής Τριανδρίας: του Ενεχυροδανειστή, του Τραπεζίτη και του Μεγάλου Αδερφού. Τότε μες σε βαθειά απόγνωση καλέσαμε την Σπείρα, τον θίασο των περιθωριακών που χρόνια σάρκαζαν στα σκαλοπάτια του Βουλευτηρίου.
Υπόσχονταν ότι αν ποτέ ανέβαιναν στα πράγματα, γρήγορα θα αποκαθιστούσαν την πληγωμένη μας αξιοπρέπεια, και η χώρα δε θα ήταν πια το ξέφραγο αμπέλι που ξέραμε. Nα μπαίνουν οι ξένοι και να αποφασίζουν ασύδοτα ακόμα, άκουσον-άκουσον, και για το πόσους φόρους θα πληρώνουμε, αν δεν μας έλεγαν και πότε θα κατουρούμε.
Τους ένωνε έχθρα σφοδρή για την Επάρατη Φάρα, που ήταν προφανώς υπεύθυνη για την τραγική μας κατάντια. Της καταλόγιζαν όχι άδικα, από ελαφρότητα έως εγκληματικότητα, ακόμη και προδοσία στην διαχείριση των κοινών.