Των Nick Barnets, Νίκου Τσιραμπίδη, Νικόλα Λεοντόπουλου
Οι κοινωνικές και οικονομικές επιπτώσεις από τη δράση της παγκόσμιας εξορυκτικής βιομηχανίας έχουν τεκμηριωθεί εδώ και δεκαετίες. Οι χώρες της Λατινικής Αμερικής έγιναν ελκυστικές για τις εταιρείες εξόρυξης μετά την έλευση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και τις μεταρρυθμίσεις που επέβαλε την δεκαετία του ’80. Σε μεγάλο μέρος της Αφρικής, η εξορυκτική δραστηριότητα άφησε το αρνητικό στίγμα τις στις κοινωνίες, την οικονομία και το περιβάλλον.
Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι αυτό της Ζάμπια, μιας χώρας με τεράστια ορυκτά κοιτάσματα. Με τέτοιον φυσικό πλούτο και σε συνδυασμό με το ότι η χώρα είναι ανεξάρτητη εδώ και 50 χρόνια, με δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση και εσωτερική σταθερότητα, θα φανταζόταν κανείς ότι η Ζάμπια θα ήταν μια από τις πλουσιότερες χώρες της ηπείρου. Κι όμως οι επιπτώσεις των εξορυκτικών εταιριών που δραστηριοποιούνται εκεί είναι τρομακτικές. Παρόλο που η Ζάμπια είναι η 7η μεγαλύτερη παραγωγός χαλκού στον κόσμο, βρίσκεται στην 164η θέση στον δείκτη της ανθρώπινης ανάπτυξης. Και ενώ το 80% των εσόδων σε ξένο συνάλλαγμα πηγάζει από την εξόρυξη, το 60,5% του πληθυσμού ζει κάτω από το όριο της φτώχειας.