«…η βλακεία, η εγωπάθεια, η μωρία και η γενική αναπηρία της ηγετικής τάξης στη σημερινή Ελλάδα σε φέρνει στην ανάγκη να ξεράσεις, είμαι βέβαιος πως τούτοι οι ελεεινοί δεν αντιπροσωπεύουν τη ζωντανή Ελλάδα, δεν αντιπροσωπεύουν τίποτε και υπάρχουν άγνωστοι πολλοί που δεν ξέρουν, αλλά που αξίζουν…».
Γιώργος Σεφέρης, στο ημερολόγιό του στα τέλη του 1945.
Όσα συμβαίνουν σήμερα κάνουν τα λόγια του Σεφέρη να μοιάζουν, εβδομήντα χρόνια μετά, απολύτως επίκαιρα. Η αποστροφή για όσους (και σήμερα) κυβερνούν, ανακατεύεται με τη διαπίστωση του «τίποτα» που αντιπροσωπεύουν. Όλα παρουσιάζονται στην αρχή σαν επιτυχίες, στη συνέχεια σαν αναγκαία συνθηκολόγηση και στο τέλος ως επιταγή ρεαλισμού. Στην τελική, με Βούτσειο ή Δρίτσειο ύφος, θα αναφωνήσουν: «Τι θέλετε; Παραδεχτήκαμε ότι ηττηθήκαμε και συμβιβαστήκαμε. Έχετε κάτι καλύτερο να προτείνετε;».
Ο ζαμανφουτισμός του κυβερνητικού επιτελείου, που φαντάζει σαν να μην καταλαβαίνει τι κάνει, φορά συνήθως τη λεοντή του κεντροαριστερού και κοινωνικά ευαίσθητου λόγου. Τώρα, προσπαθεί να καπελώσει την απλόχερη ανθρωπιά που δείχνει ο λαός μας απέναντι στους πρόσφυγες.
Η κυβέρνηση λέει σε όλα «ναι»: Στην τρόικα, στον «φίλο Αχμέτ» και τον σουλτάνο Ερντογάν, στο ΝΑΤΟ, στις κυρώσεις για τη Ρωσία, στη μετατροπή της χώρας σε απέραντο στρατόπεδο. Το καλοκαίρι, μετέτρεψε το «όχι» του λαού σε «ναι» και ήττα. Τώρα, με την πολιτική της αποδέχεται να γίνει ο φράκτης της Ευρώπης, θέλει να ντύσει αυτήν την πολιτική με μια ελεγεία στον ανθρωπισμό και τις αρετές του λαού.