Τρίτη 29 Νοεμβρίου 2016

46 ΜΚΟ στον εισαγγελέα


Συντάκτες: Νικόλας Ζηργάνος, Κώστας Ζαφειρόπουλος

Εχουν περάσει πάνω από 15 χρόνια από την ίδρυση της Υπηρεσίας Διεθνούς Αναπτυξιακής Συνεργασίας (ΥΔΑΣ) του υπουργείου Εξωτερικών (με πρώτο επικεφαλής τον υπόδικο σήμερα και τότε πρέσβη εκ προσωπικοτήτων, Αλεξ Ρόντο) και έξι χρόνια από το «τέλος της μουσικής» (2010), οπότε και σταμάτησαν λόγω κρίσης να επιχορηγούνται απίθανες ΜΚΟ για εφευρετικά, πλην όμως χρυσοφόρα, προγράμματα και οι αρμόδιοι υπάλληλοι στο υπουργείο συνεχίζουν να ερευνούν και να ανακαλύπτουν «σκελετούς στις ντουλάπες».

Οταν, πριν από 20 μήνες, ο υπουργός Εξωτερικών, Νίκος Κοτζιάς, επανέφερε και τοποθέτησε επικεφαλής στην ΥΔΑΣ τον πρέσβη ε.τ. Νικόλαο Βαμβουνάκη, δεν περίμενε πως η εντολή του για πλήρη κάθαρση και διαφάνεια θα αναδείκνυε μέχρι σήμερα (και έπεται συνέχεια) 46 υποθέσεις διαφθοράς, που σχετίζονται με προγράμματα της ΥΔΑΣ της περιόδου 2000-2010 και διασπάθιση δεκάδων, αν όχι εκατοντάδων, εκατομμυρίων ευρώ, χρήματα των Ελλήνων φορολογουμένων.

Ηταν η περίοδος που η Ελλάδα δαπανούσε το 0,2% του ΑΕΠ της σε αναπτυξιακή (σε ποσοστό 80%) και ανθρωπιστική (20%) βοήθεια προς τρίτες χώρες, την οποία καρπώθηκαν σε μεγάλο βαθμό κομματικοί και προσωπικοί φίλοι των κρατούντων. Την περίοδο 2000-2010 ιδρύθηκαν σχεδόν 10.000 ΜΚΟ, αν και δεν έτυχαν όλες της ίδιας εύνοιας για χρηματοδότηση.

Η υπαρξιακή αμφισβήτηση του ελληνισμού και η ανοιγόμενη άβυσσος

Του Σωτήρη Δημόπουλου

Στρέφοντας το βλέμμα στο πρόσφατο παρελθόν, σ’ αυτήν την μακρά μεταπολιτευτική περίοδο, η οποία ψυχορραγεί εδώ και έξι-επτά χρόνια, παρατηρούμε δύο  βασικές μεταλλάξεις που συνέβησαν στην Ελλάδα: 

Η μία αφορούσε στον ανθρωπολογικό τύπο του Έλληνα, ο οποίος μεταμορφώθηκε σχεδόν ως τον πυρήνα του. Ο γενικά εργατικός, λιτοδίαιτος άνθρωπος, αντικαταστάθηκε από τον ατομιστή, αμοραλιστή κι άπληστο νεοέλληνα. Ο Έλληνας της μεταπολίτευσης εμφανίζεται περισσότερο μορφωμένος, πολύ πιο πλούσιος, πολυταξιδεμένος, αλλά, ταυτοχρόνως, «κενός περιεχόμενου». Κι αυτό γιατί επιδόθηκε στην πρόσληψη δάνειων στοιχείων εκ δυσμάς, τα οποία ουδέποτε αφομοίωσε, καθώς διαμόρφωσαν μόνον την εξωτερική του εικόνα, επιβάλλοντας τη βασιλεία του «δήθεν». Για να πετύχει τη μεταπήδησή του στην νέα εποχή, ο Έλληνας της μεταπολίτευσης «ξεφορτωνόταν» γοργά την περιττή πραμάτεια της βαριάς παράδοσης, με αντίτιμο το «πινάκιο φακής» μιας τυφλής προοδευτικότητας. Έτσι, έφτασε στην ώρα της κρίσης να χάσκει τον νέο άγριο κόσμο που ανατέλλει, περίτρομος, απαράσκευος και άστεγος, κλαυθμηρίζοντας ως νήπιο για τον παράδεισο που εχάθη δια παντός.

Παράλληλα, με την εσωτερική, ψυχοπνευματική του αλλαγή, και συνδεόμενη στενά με αυτήν, έλαβε χώρα και η μετάλλαξη της σχέσης του Έλληνα της μεταπολίτευσης προς την πατρίδα και το κράτος του. 
Μετά το 1974, και ως αποτέλεσμα της επταετούς δικτατορίας, το πολιτικό και ιδεολογικό εκκρεμές κινήθηκε γοργά αριστερά. Οι ηττημένοι στο πολιτικό πεδίο κυριάρχησαν σταδιακά στο ιδεολογικό, και κατέλαβαν όλους σχεδόν τους μηχανισμούς παραγωγής σκέψης. Αυτό επηρέασε καταλυτικά την πρόσληψη του ιστορικού παρελθόντος, καθώς αμφισβήτησε την έως τότε παγιωμένη «εθνική αντίληψη» για τη συνέχεια του ελληνισμού.