«Η δομική συγκέντρωση της αμερικανικής βιομηχανίας έχει συνεχιστεί τα τελευταία τριάντα χρόνια. Ταυτόχρονα, η οικονομική ισχύς των Η.Π.Α. έχει επίσης γίνει πιο συγκεντρωμένη στο ατομικό επίπεδο, με έναν μικρό αριθμό οικογενειών να κατέχουν το μεγαλύτερο μέρος του πλούτου – παρέχοντας ένα υψηλό ποσοστό των χρημάτων τους σε πολιτικές εκλογικές εκστρατείες.
Το συνδυασμένο αποτέλεσμα αυτών των συνθηκών είναι το ότι, οι Η.Π.Α. ελέγχονται σε όλο και μεγαλύτερο βαθμό από μία αμοραλιστική ολιγαρχία, η οποία διέφθειρε βαθμιαία την ομοσπονδιακή κυβέρνηση και το πολιτικό σύστημα – συμπεριλαμβανομένων των δύο μεγάλων κομμάτων εξουσίας.
Αυτή η πολιτική διαφθορά αύξησε με τη σειρά της την ισχύ των πλουσίων, ειδικά του χρηματοοικονομικού τομέα – με αποτέλεσμα να έχει μετατραπεί στον κύριο συντελεστή της οικονομικής και κοινωνικής παρακμής της υπερδύναμης (όπως ακριβώς στην Ελλάδα, αφού αυτό αποτελεί τη βασική αιτία της χρεοκοπίας, καθώς επίσης της κατάρρευσης της ανταγωνιστικότητας της).
Οι πλούσιοι δεν είναι μόνο ασφαλείς μέχρι στιγμής από τις επιπτώσεις αυτής της παρακμής, αλλά έχουν επί πλέον ωφεληθεί – επειδή διαθέτουν τις δεξιότητες, την περιουσία, την κινητικότητα, καθώς επίσης την πολιτική δύναμη. Ταυτόχρονα, εν μέρει ως αποτέλεσμα αυτών των αλλαγών, τα φτωχότερα δύο τρίτα του αμερικανικού πληθυσμού, είναι πλέον λιγότερο μορφωμένα, λιγότερο ενημερωμένα, λιγότερο εύπορα, πιο θυμωμένα και ακόμη πιο κυνικά για την πολιτική τους ηγεσία – χωρίς όμως να αντιδρούν, αποδεχόμενα την αδυναμία τους.
Ο κυνισμός τους βέβαια είναι απολύτως δικαιολογημένος, επειδή ενστικτωδώς οι περισσότεροι Αμερικανοί γνωρίζουν πως οι ηγέτες τους λένε ψέματα και ότι το σύστημα είναι σάπιο. Οι Η.Π.Α. είναι μία υπέροχη χώρα για 30-40 εκ. άτομα, αλλά για τα φτωχότερα 100 εκ. δεν είναι καθόλου ευχάριστο μέρος – ειδικά μετά το ξεκίνημα της παρακμής το 1970, όπου η πρώτη αντίδραση της πλειοψηφίας ήταν να εργάζεται πιο πολλές ώρες και να δανείζεται περισσότερο.
Στο μεγαλύτερο μέρος της αμερικανικής ιστορίας, ο λαός ανταποκρινόταν καλά στις προκλήσεις – ακόμη και αν είχε επικίνδυνη ή διεφθαρμένη ηγεσία. Εν τούτοις, αυτή είναι η πρώτη φορά που οι Η.Π.Α. αντιμετωπίζουν έναν συνδυασμό δομικής πολιτικής διαφθοράς, αυξανόμενης ανισότητας και μακροπρόθεσμης οικονομικής παρακμής – ενώ μέχρι σήμερα η αμερικανική πολιτική παράγει αποφάσεις που στο μεγαλύτερο μέρος τους επιδεινώνουν τις συνθήκες, δεν τις βελτιώνουν, ενώ ταυτόχρονα είναι οικονομικά και πολιτικά μη βιώσιμες.
Η χώρα εισέρχεται λοιπόν σε μία πολύ επικίνδυνη ζώνη, με την πολιτική να στρέφεται όλο και περισσότερο στη δημαγωγία και στη διαφθορά – ενώ η υπερβολική συγκέντρωση ισχύος τείνει να δημιουργήσει ένα στεγανό χώρο, στον οποίο εκείνοι που βρίσκονται στην κορυφή είναι υποχρεωμένοι να συναλλάσσονται μόνο μεταξύ τους. Από την άλλη πλευρά η συντριπτική πλειοψηφία νοιώθει όλο και περισσότερο φόβο, ανασφάλεια, απογοήτευση, θυμό και κυνισμό – οπότε επηρεάζεται από εξτρεμιστικές πολιτικές και θρησκείες, καθώς επίσης από ψεύτικες υποσχέσεις εύκολου πλουτισμού, οι οποίες μπορεί να προέρχονται από ιερείς, πολιτικούς ή τραπεζίτες.
Αρκετοί βέβαια έχουν παραιτηθεί εντελώς, χωρίς να κάνουν τον κόπο να ψηφίζουν ή να παρακολουθούν την πολιτική – οπότε η κατάσταση επιδεινώνεται διαρκώς, έως εκείνη τη στιγμή που το σύστημα θα εκραγεί εκκωφαντικά, ξαφνικά και απότομα. Με δεδομένο όμως το ότι, η χώρα αυτή ηγείται σε ολόκληρο τον πλανήτη, πολιτιστικά, οικονομικά και στρατιωτικά, τα επακόλουθα δεν θα είναι καθόλου ευχάριστα – ειδικά για τη μεγάλη δυτική αποικία της, για την Ευρώπη» (C. Ferguson, με παρεμβάσεις).