Του Αλέξανδρου Παναγόπουλου
Η υπόσχεση της τεχνολογικής εξέλιξης, ιδίως στον χώρο της επικοινωνίας και της ενημέρωσης, ως διαδικασίας που συντελεί στον συνεχή εκδημοκρατισμό και άρα ως τεκμήριο προόδου παραμένει στα μέσα περίπου της δεύτερης δεκαετίας τού 21ου αι. σε εκκρεμότητα. Η εκτεταμένη και διαρκώς αυξανόμενη διεθνώς χρήση των τεχνολογιών πληροφορίας δεν δείχνει να συνοδεύεται από το αντίστοιχο βάθεμα της δημοκρατίας αλλά ούτε κι από την επέκταση των ατομικών και συλλογικών ελευθεριών.
«Οι επαναστάσεις του μέλλοντος θα είναι ηλεκτρονικές», «η κοινωνική χειραφέτηση θα προέλθει από το διαδίκτυο», «τα social media αποξενώνουν τους ανθρώπους», «το διαδίκτυο φθείρει τα παιδιά και τους εφήβους», «οι ζωές μας είναι πλέον εικονικές»… Όλες αυτές οι διατυπώσεις, εκφρασμένες ευθέως ή υπαινικτικά, δεν αποτελούν παρά ουτοπικές και δυσ-τοπικές αναγνώσεις τής εντυπωσιακής εισβολής των νέων τεχνολογικών μέσων σε όλον τον κόσμο κατά τα τελευταία 20 περίπου χρόνια. Αντανακλούν ταυτόχρονα τους τρόπους πρόσληψης των αλλαγών και των μετασχηματισμών που συνεπάγονται η είσοδος και η χρήση τους ενώ, ανεξάρτητα από το στενό τους περιεχόμενο, ενσωματώνουν μία κοινή συλλογική πεποίθηση: ότι δηλαδή η τεχνολογία ως αυτόνομος παράγοντας έχει τέτοια διαμορφωτική δύναμη που υπερβαίνει τις ανθρώπινες προσδοκίες και επιλογές και, ως εκ τούτου, οι εκβάσεις φαίνονται καθορισμένες εκ των προτέρων.
Η αντίληψη αυτή ωστόσο παραβλέπει το γεγονός ότι η τεχνολογία, ως καινοτομία αλλά και ως χρήση, δεν είναι ουδέτερη. Αντίθετα, ενσωματώνει κοινωνικές σχέσεις και σχέσεις εξουσίας και διαμεσολαβείται από αυτές σε τέτοιο βαθμό ώστε όχι μόνο να μην μπορεί να διαχωριστεί από τις κοινωνικές επιρροές αλλά να προσεγγίζεται η ίδια ως κοινωνικό φαινόμενο.
Μία κρίσιμη πτυχή απολύτως σύμφωνη με το πλέγμα προσδοκιών που καλλιεργήθηκαν από τις νέες τεχνολογίες αφορά το εύρος και το είδος των αλλαγών που θα μπορούσαν να συντελεστούν σε σχέση με τη λειτουργία της δημοκρατίας. Προσδοκίες που βασίστηκαν περισσότερο στις δυνατότητες που ανοίχτηκαν στους χώρους της επικοινωνίας και της ενημέρωσης τόσο μέσω των πολλαπλών τρόπων παραγωγής και κατανάλωσης της πληροφορίας όσο και της επιθυμίας για τον αποτελεσματικότερο έλεγχο της εξουσίας (διαφάνεια, λογοδοσία, κλπ). Πραγματικά, ο πολλαπλασιασμός των πομπών της πληροφορίας, η συνακόλουθη αποδέσμευσή τους από συγκεκριμένα μεγάλα οικονομικά και πολιτικά συμφέροντα, οι δυνατότητες διάδρασης και ο ανυπολόγιστος όγκος επιρροών από την εκτεταμένη δικτύωση που προσφέρουν τα κοινωνικά δίκτυα φάνηκε να ανταποκρίνονται σε ένα δημοκρατικό αίτημα διαμορφώνοντας νέους όρους άσκησης της πολιτικής.
Σε επίπεδο χρήσης οι προσδοκίες μετατράπηκαν σύντομα σε υποσχέσεις καθώς οι πολιτικές ελίτ ευαγγελίζονταν τα σπουδαία για τη δημοκρατία οφέλη της «ηλεκτρονικής διακυβέρνησης» την ώρα που οι από τα κάτω ζυμώσεις αναδείκνυαν τις ευκαιρίες για την αναδιοργάνωση των κοινωνικών κινημάτων και του διαδικτυακού ακτιβισμού. Ωστόσο, η εμπειρία των τελευταίων ετών δείχνει ότι οι σχετικές πρωτοβουλίες και δράσεις είτε προέρχονται από τα πάνω (e-governance, opengov, κλπ.) είτε έχουν καθαρά κινηματικό-χειραφετητικό χαρακτήρα (π.χ. Anonymous, Αραβική Άνοιξη, Occupy Wall Street) είτε ακόμη αναφέρονται στα νέα χαρακτηριστικά της δημοσιογραφίας (π.χ. προσωπικά ιστολόγια, συμμετοχική δημοσιογραφία, κλπ.) ανοίγουν μία μεγάλη συζήτηση αναφορικά με την ουσία του εκδημοκρατισμού.
Είναι σαφές ότι στο επίπεδο διακίνησης της πληροφορίας τα οφέλη είναι ανυπολόγιστα, αναμφισβήτητα και προφανή. Από μόνο του το γεγονός ότι κυβερνήσεις, σε χώρες με φτωχή πάντως δημοκρατική παράδοση και με πιο πρόσφατο το παράδειγμα της Τουρκίας του Ερντογάν, αποφάσισαν την απαγόρευση λειτουργίας συγκεκριμένων μέσων (twitter) καταδεικνύει τον ρόλο και τη σημασία των κοινωνικών δικτύων ως φορέων μαζικών επιρροών. Από την άλλη πλευρά δεν μπορεί να αγνοηθεί το γεγονός ότι αυτός ο εκδημοκρατισμός της πληροφορίας συντελείται σε ένα περιβάλλον ήδη προσδιορισμένο από σχέσεις εξουσίας και κοινωνικές ιεραρχήσεις. Ως εκ τούτου οι προσβάσεις στις δυνατότητες των νέων μέσων περιέχουν εξαρχής και τους περιορισμούς τους. Οι εκβάσεις των μαχών που δίνονται είτε για να διατηρηθούν είτε για να καμφθούν αυτοί οι περιορισμοί κρίνονται στο πεδίο των ασύμμετρων επιδράσεων που προκύπτουν από τη δραστηριότητα των φορέων τους. Και σ’ αυτή τη διαδικασία ένα μεγάλο μέρος του ασύγκριτα διευρυμένου δημόσιου χώρου καταλαμβάνεται και ελέγχεται από τις ελίτ (οικονομικές, κοινωνικές, πολιτικές, μιντιακές-εκδοτικές) καθώς αξιοποιούν το πλεόνασμα εξουσίας ως ανάχωμα στην απειλή των συμφερόντων τους. Επομένως, και παρά τις αυξημένες δυνατότητες ελέγχου της πληροφορίας, η προπαγάνδα κι η λογοκρισία είναι διαρκώς παρούσες (οι υποθέσεις Ασάνζ και Σνόουντεν είναι χαρακτηριστικές).
Όλα αυτά δεν συνεπάγονται ότι η σχέση τεχνολογιών πληροφορίας-δημοκρατίας καταλήγει εις βάρος της δεύτερης. Εξάλλου οι πρώτες αναπτύχθηκαν και επεκτάθηκαν σε δημοκρατικό έδαφος. Επισημαίνουν όμως το παράδοξο γεγονός της αφθονίας της πληροφορίας και των πολιτικών για τον έλεγχο και τη διαχείρισή της όπως και της θεαματικής πολυφωνίας και της ταυτόχρονης παρεμπόδισης στην πληροφόρηση από οργανωμένα συμφέροντα. Με άλλα λόγια, όσα συμβαίνουν στην επικοινωνία και την ενημέρωση ενώ δεν είναι αντιδημοκρατικά είναι σαφώς μεταδημοκρατικά. Δεν υπάρχει άλλωστε κάτι εγγενές στην τεχνολογία που να εγγυάται την πολιτική και κοινωνική κινητοποίηση των πολιτών. Αλλά και κοιτώντας κανείς τη μεγάλη εικόνα, για τι είδους βάθεμα δημοκρατίας μπορεί να μιλήσει τη στιγμή που οι κατακτήσεις της ψηφιακής εποχής συμπίπτουν, τουλάχιστον στην Ευρώπη, με τις καταστροφικές συνέπειες της οικονομικής κρίσης, την ανεργία και τη φτώχεια, την αύξηση των ανισοτήτων, την άνοδο της ακροδεξιάς και την εμφάνιση του νεοναζιστικού και νεοφασιστικού ακτιβισμού;
Πηγή:http://fractalart.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.