Του Γιάννη Μακριδάκη
Νέα μέρα στην κουρδική γλώσσα και παράδοση. Εαρινή ισημερία, ερχομός της άνοιξης.
Πριν χρόνια βρέθηκα στη μεγαλύτερη γιορτή του Νεουρόζ, στο Ντιάρμπακιρ της νοτιοανατολικής Τουρκίας. Στην Ούρφα και στο Μάρντιν, λίγα χιλιόμετρα από τα σύνορα με τη Συρία, όπου τότε δεν είχε αρχίσει ακόμη ο πόλεμος και όλα δούλευαν ρολόι καπιταλιστικό και το κινητό μου έπιανε σήμα συριακών εταιριών τηλεφωνίας.
Σκηνικό σαν 15.000 Ειδομένες δίχως αντίσκηνα στην ολοήμερη γιορτή του Ντιάρμπακιρ. Περί τα 2.000.000 άνθρωποι συγκεντρωμένοι σε έναν αχανή κάμπο, όπου έφτανε η ματιά έβλεπε ανθρώπους. Λιγοστές χημικές τουαλέτες για όλους. Βρώμα, βούρκος, λασπουριά, δυσωδία απέξω.
Μια στημένη με ξύλα και σίδερα σκηνή εκδηλώσεων σε ένα σημείο του πάρκου-κάμπου, επί της οποίας έβγαζαν φλογερούς επαναστατικούς λόγους διάφοροι και μετά τραγουδούσαν και χόρευαν όλοι μαζί.
Οι Κούρδοι τρώνε και χορεύουν σαν Κρητικοί, αυτό κατάλαβα τότε. Και ότι πολύ σύντομα, μετά από τον εορτασμό κάποιου Νεουρόζ θα αρχίσει η επανάσταση για ανεξαρτητοποίηση του Κουρδιστάν, παρ’ όλο που οι πλέον εκπαιδευμένοι Κούρδοι δεν την επιθυμούν, τόσο ήταν όμως το πάθος των ανθρώπων εκεί. Το ίδιο το Νεουρόζ είναι γιορτή επαναστατική άλλωστε, είναι η εξολόθρευση ενός μυθικού τυράννου και η απελευθέρωση του λαού από την καταπιεστική εξουσία του. Το ίδιο το Ντιάρμπακιρ ήταν πόλη αμιγώς κουρδική άλλωστε, οι μόνοι Τούρκοι που κυκλοφορούσαν και μιλούσαν τη γλώσσα τους ήταν οι στραιωτικοί και οι αστυνομικοί. Όλοι οι άλλοι μιλούσαν κουρδικά, έβλεπαν κουρδικό κανάλι στην τηλεόραση το σήμα του οποίου λάμβαναν από την Δανία μέσω δορυφόρου, είχες γενικά την αίσθηση ότι δεν βρίσκεσαι στην Τουρκία. Η ατμόσφαιρα της καθημερινότητας ήταν πολεμική άλλωστε, τα μαχητικά αεροπλάνα από τη βάση του Ντιάρμπακιρ δεν σταματούσαν λεπτό να πετούν πάνω από την πόλη, ιδίως τα απογεύματα.
Από το αεροδρόμιο Μεντερές της Σμύρνης άρχισαν οι διπλοί και τρίδιπλοι έλεγχοι σε όσους επιβιβαζόμασταν για Ντιάρμπακιρ. Εκατομμύρια Κούρδοι από όλα τα μήκη και πλάτη της αχανούς όμορφης χώρας έσπευδαν για εκεί, να γιορτάσουν τη Νέα Μέρα μαζί με τους συγγενείς και τους φίλους τους. Το Ντιάρμπακιρ ζούσε στον ρυθμό του Νεουρόζ. Όλα τα αυτοκίνητα, φορτηγά, λεωφορεία, κάθε λογής όχημα αλλά και μυριάδες άνθρωποι παζή κατευθύνονταν κορνάροντας και κραυγάζοντας προς τον κάμπο λίγο έξω από την πόλη όπου ήταν στημένο το πανηγύρι. Ξημέρωνε από τις 4 εκεί, λόγω που είναι πολύ ανατολικά αλλά έχει την ίδια ώρα με μας για λόγους προφανώς πολιτικούς και νύχτωνε νωρίς. Έμενα με μια οικογένεια Κούρδων σε ένα διαμέρισμα κάποιου από τα ομοιόμορφα μπλοκ πολυκατοικιών που χτίστηκαν στο κέντρο της πόλης για να στεγάσουν όσους “έφυγαν” από τα χωριά οικειοθελώς αλλά και μη. Στρωματσάδα κοιμόμασταν 14 άνθρωποι σε ένα τριάρι και τρώγαμε στο πάτωμα σταυροπόδι τις πίτες και τα λαχματζούν, τις ομελέτες και τα κοκκινιστά καυτερά αρνιά που ετοίμαζε κάθε πρωί η μάνα που ήτανε χαρούμενη από την οικογενειακή αυτή σύναξη. Ο Μαχμούτ, ο γιος της, μόλις είχε λάβει άδεια ορκωμοσίας από τον τουρκικό στρατό και είχαν διπλή γιορτή στο σπίτι τους με την έλευσή του. Είχαν να τον δουν πολύν καιρό διότι έκανε φυλακή στην Άγκυρα επειδή υπήρξε λιποτάκτης, λόγω που δεν ήθελε να καταταγεί στον τουρκικό στρατό. Τον είχαν συλλάβει κάποτε όμως, τον δίκασαν, τον φυλάκισαν και κατόπιν τον έστειλαν να υπηρετήσει. Πήρε λοιπόν την άδειά του ταυτόχρονα με το Νεουρόζ και ήρθε στο σπίτι. Είχα στην τσέπη του και ένα φύλλο πορείας δυσμενούς μετάθεσης για Κύπρο, όπου έπρεπε να παρουσιαστεί την μεθεπομένη της γιορτής. Κοιμόμασταν εγώ και αυτός, ως τιμώμενα πρόσωπα, ο φιλοξενούμενος και ο στρατιώτης, σε μια κουκέτα, πάνω ο Μαχμούτ και από κάτω εγώ. Σκεφτόμουν όλη νύχτα προτού με πάρει ο ύπνος ότι κοιμάμαι παρέα με έναν Τούρκο στρατιώτη της Κύπρου και κατεδαφίζονταν μέσα μου όλα τα στερεότυπα που είχε ως τότε προσπαθήσει να μου οικοδομήσει το κοινονικοπολιτικό κατεστημένο στο οποίο μεγάλωσα και ζούσα.
Να μην τα πολυλογώ. Μπαίνει και η άνοιξη και δεν χρειάζεται να την χάνουμε με γραψίματα εγώ και με διαβάσματα εσείς. Η φύση έξω μάς καλεί πιο δυναμικά από κάθε άλλη εποχή, να γίνουμε ένα μαζί της. Περάσαμε πολύ ωραία στο Ντιάρμπακιρ εκείνες τις μέρες όλοι, φάγαμε, ήπιαμε, πήγαμε βόλτα στον καημένο τον Τίγρη ποταμό που τον κατάντησαν ρύακα από τα φράγματα, δεθήκαμε μεταξύ μας, συγκινηθήκαμε, γιορτάσαμε, χορέψαμε, βγάλαμε οικογενειακές φωτογραφίες χαμογελαστοί αλλά μόλις το αεροπλάνο μου προσγειώθηκε στην Σμύρνη και λίγο πριν το αεροπλάνο του Μαχμούτ απογειωθεί από τα Άδανα για Κύπρο, ο ίδιος, κατευθυνόμενος προς το αεροδρόμιο και λόγω προφανώς που η ψυχή του δεν ήθελε ακόμη με κανέναν τρόπο να υπηρετήσει τη θητεια του στον τουρκικό στρατό, τράκαρε με το αυτοκίνητο και σκοτώθηκε ακαριαία.
Το μαντάτο του με βρήκε μόλις έφτασα πίσω στο νησί και με συγκλόνισε. Την τελευταία πλήρη μελών οικογενειακή φωτογραφία των ανθρώπων που με φιλοξένησαν στο Ντιάρμπακιρ την είχα ακόμη μέσα στη μνήμη της μηχανής μου, δεν είχα προλάβει να την ξεφορτώσω στον υπολογιστή. Νομίζω ότι από τότε, πάνε οχτώ χρόνια, δεν την ξανάπιασα τη φωτογραφική μηχανή, ίσως να είναι ακόμη μέσα στην κάρτα της ο Μαχμούτ και το Νεουρόζ στο Ντιάρμπακιρ.
Καλή μας άνοιξη λοιπόν και να χαιρόμαστε κάθε μέρα μας σαν να είναι η τελευταία. Μόνον έτσι ζούμε ρουφώντας τις στιγμές και γινόμαστε ένα με το Θαύμα, μόνον έτσι εκτιμούμε την ύπαρξη τη δική μας και των άλλων πλασμάτων, μόνον έτσι νιώθουμε σε όλο του το μεγαλείο τον μοναδικό λόγο για τον οποίον ήρθαμε σε αυτή τη ζωή και δεν είναι άλλος κανένας από το να μετέχουμε και να συμμετέχουμε του Θαύματος που λαμβάνει χώρα κάθε στιγμή γύρω μας και μέσα μας και λέγεται Οικοσύστημα.
Πηγή:http://yiannismakridakis.gr/?p=7626
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.