Του Αρη Οικονόμου
Οι χώρες της ΕΕ που δεν συμμετέχουν στο ευρώ απομακρύνονται όλο και πιο πολύ από την ιδέα της υιοθέτησης του, ενώ η Πορτογαλία επιβεβαιώνει το τέλος της Δημοκρατίας – όπως συνέβη στην Ελλάδα, με το ΟΧΙ που μετατράπηκε σε ΝΑΙ
Σημαντικές ειδήσεις φαίνεται να είναι η νίκη του δεξιού κόμματος στην Πολωνία, το οποίο δεν ανήκει στους υποστηρικτές της υιοθέτησης του ευρώ, καθώς επίσης η απαγόρευση ουσιαστικά στην αριστερά, εκ μέρους του προέδρου της Πορτογαλίας, να σχηματίσει κυβέρνηση συνεργασίας, παρά το ότι η δεξιά δεν φαίνεται να μπορεί να το επιτύχει – με την αιτιολογία πως κάτι τέτοιο θα δυσκόλευε την παραμονή της χώρας στην Ευρωζώνη και στο ΝΑΤΟ, οπότε θα προκαλούσε την κλιμάκωση των οικονομικών της προβλημάτων.
Εύλογα λοιπόν αναρωτούνται οι Πολίτες της δύστυχης χώρας γιατί καλούνται να ψηφίσουν, αφού έχουν πάψει να ισχύουν οι δημοκρατικοί κανόνες – κάτι που έχει συμβεί και στην Ελλάδα στο παρελθόν, όπου το ΟΧΙ που επέλεξαν μεταφράσθηκε ως ΝΑΙ, «επιβραβεύοντας» τους με ένα τρίτο μνημόνιο, οδυνηρότερο από όλα τα προηγούμενα.
Επίσης ενδιαφέρουσες είναι οι εξελίξεις στη Δανία, στην οποία έχει δημιουργηθεί μία μεγάλη φούσκα ακινήτων που θα μπορούσε ανά πάσα στιγμή να εκραγεί – παρασύροντας στην καταστροφή το τραπεζικό σύστημα της χώρας.
Παρά το ότι δε τα σήματα κινδύνου είναι ολοκάθαρα, αφού οι τιμές των ακινήτων αυξήθηκαν στην Κοπεγχάγη κατά 40-60% συγκριτικά με το 2012, σχεδόν κατά 11% από την αρχή του έτους, τα αρνητικά επιτόκια συνεχίζονται – με στόχο τη διατήρηση της χαμηλής ισοτιμίας της κορώνας, απέναντι στο ευρώ, παρά το ότι πυροδοτούν μία ακόμη μεγαλύτερη αύξηση της φούσκας. Την ίδια στιγμή το μεγαλύτερο συνταξιοδοτικό ταμείο της Δανίας (PFA) δήλωσε ότι, θα επενδύσει 670 εκ. € σε ακίνητη περιουσία – όταν στο παρελθόν, το 2006, είχε πουλήσει έγκαιρα όλο του το χαρτοφυλάκιο ακινήτων.
Στην Αυστρία τώρα οι αρνητικές ειδήσεις, όσον αφορά τον προβληματικό της τραπεζικό τομέα, συνεχίζονται – ενώ ο όμιλος της Raiffeisen (άρθρο) τοποθέτησε ως στόχο του τη μείωση των εξόδων του κατά 25%,σχεδιάζοντας να πουλήσει τη θυγατρική του στην Πολωνία, παράλληλα με τη μη έγκριση της παροχής μερισμάτων στους μετόχους του.
Τις ίδιες δυσκολίες φαίνεται να έχει και η Bank Austria, στόχος της οποίας είναι η μερική της πώληση στο αμερικανικό κερδοσκοπικό κεφάλαιο Cerberus – έχοντας όμως πρόβλημα, όσον αφορά την απαιτούμενη μείωση του προσωπικού της, επειδή το ένα τρίτο των 9.400 υπαλλήλων της δεν επιτρέπεται να απολυθεί. Οι απαιτήσεις που θα μπορούσαν να προκύψουν από την καταγγελία αυτού του είδους των συμβάσεων εργασίας υπολογίζονται μεταξύ 3 και 4 δις € – τις οποίες φυσικά δεν θέλει να πληρώσει η Cerberus.
Οι ειδικοί πάντως της χώρας υπολογίζουν πως θα χαθούν περίπου 25.000 θέσεις εργασίας από τον τραπεζικό κλάδο, στον οποίο απασχολούνται συνολικά 75.000 άτομα – λόγω κυρίως της διενέργειας όλο και περισσότερων συναλλαγών διαδικτυακά, από τις μεγάλες τράπεζες του χώρου.
Περαιτέρω, γενικότερα στην Ευρωζώνη φαίνεται να καλυτερεύει ο δανεισμός εκ μέρους των τραπεζών – αφού αυξάνεται η ζήτηση για νέα δάνεια, παρά τις αντίθετες εξελίξεις στον υπόλοιπο πλανήτη. Αν και μειώθηκε λοιπόν το τελευταίο τρίμηνο, η τάση συνεχίζει να είναι θετική (γράφημα) – κυρίως εκ μέρους της Ιταλίας και της Ισπανίας, από τις οποίες αναμένεται μία μεγαλύτερη στήριξη της οικονομίας της ζώνης του ευρώ.
Συνεχίζοντας, όσον αφορά το ευρώ ως παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα, η υποχώρηση του δεν σταματάει – επειδή η ΕΚΤ αποδυναμώνει την ισοτιμία του, διατηρώντας μηδενικά τα επιτόκια και αυξάνοντας το τύπωμα νέων χρημάτων. Επομένως, για εκείνο το χρονικό διάστημα που συνεχίζει να ακολουθεί τη συγκεκριμένη στρατηγική, έτσι ώστε αφενός μεν να αντιμετωπίσει την κρίση χρέους του νότου, αφετέρου να αποφύγει τον κίνδυνο του αποπληθωρισμού, το ευρώ θα χάνει συνεχώς έδαφος.
Παρά το ότι λοιπόν οι κεντρικές τράπεζες αύξαναν συνεχώς τα συναλλαγματικά τους αποθέματα σε ευρώ, τα πρώτα δέκα χρόνια της εισαγωγής του, σήμερα τα μειώνουν – με αποτέλεσμα, συγκριτικά με το τρίτο τρίμηνο του 2009, όπου το μερίδιο του ανερχόταν στο 28% των αποθεμάτων των κεντρικών τραπεζών παγκοσμίως,να έχει μειωθεί πλέον στο 20,5% στο τέλος του δευτέρου τριμήνου του 2015 (γράφημα).
Ως εκ τούτου, η απόσταση του από το δολάριο, το μερίδιο του οποίου στα παγκόσμια συναλλαγματικά αποθέματα τοποθετείται στο 64%, είναι αδύνατον να καλυφθεί – οπότε οι Η.Π.Α. θα μπορούν να τυπώνουν συνεχώς νέα χαρτιά, για να εξυπηρετούν τα τεράστια χρέη τους, χωρίς να προβληματίζονται από τυχόν μείωση της ισοτιμίας τους.
Παρά το ότι τώρα αρκετοί θεωρούν πως η Fed δεν αυξάνει τα βασικά επιτόκια, επειδή φοβάται τους κινδύνους της εξ αυτής ανατίμησης του δολαρίου για τις υπερχρεωμένες στο αμερικανικό νόμισμα αναπτυσσόμενες οικονομίες, η αιτία φαίνεται να είναι εντελώς διαφορετική: ο φόβος της να μη βυθιστεί η αμερικανική οικονομία σε ύφεση.
Το γεγονός αυτό συμπεραίνεται από τα κέρδη των επιχειρήσεων, τα οποία προηγούνται των κύκλων της ανάπτυξης, όταν αυξάνονται και της ύφεσης, όταν περιορίζονται – έχοντας μειωθεί στο τρίτο τρίμηνο κατά -5%, συνεχίζοντας την αρνητική τους τάση και στο τέταρτο. Επομένως, προειδοποιούν για ύφεση, οπότε δεν φαίνεται να προσφέρουν τη δυνατότητα για μείωση των επιτοκίων στη Fed – η οποία δεν το επιχείρησε ούτε την άνοιξη, όταν δημιουργούνταν σχεδόν 300.000 νέες θέσεις εργασίας μηνιαία.
Την ίδια στιγμή βέβαια η φούσκα του χρηματιστηρίου συνεχίζει να διογκώνεται, αφού το 2010 οι αμερικανικές εταιρείες αγόρασαν δικές τους μετοχές αξίας 500 δις $, ενώ σήμερα αγοράζουν τις διπλάσιες –χρησιμοποιώντας ξένα χρήματα, λόγω του εύκολου δανεισμού τους με χαμηλά επιτόκια, όταν για πρώτη φορά στην ιστορία, ο όγκος των επαναγορών μετοχών υπερβαίνει τα ταμειακά διαθέσιμα των επιχειρήσεων.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα εδώ είναι η ΙΒΜ, η οποία αγόρασε δικές της μετοχές αξίας 40 δις $ τα προηγούμενα 3,5 χρόνια, παρά το ότι έκτοτε ο τζίρος της μειώνεται συνεχώς – αντί να επενδύσει στη λειτουργία της, έτσι ώστε να αυξήσει την ανταγωνιστικότητα της, κάτι που συμβαίνει επίσης με πολλές άλλες εταιρείες των Η.Π.Α.
Λογικά λοιπόν προβλέπεται να δημιουργηθεί μία φούσκα τεραστίων διαστάσεων, εάν η Fed συνεχίσει την ίδια πολιτική και δεν αυξήσει τα βασικά επιτόκια έως τις αμερικανικές εκλογές (2017) – όπως αρκετοί υποθέτουν, χωρίς φυσικά να είναι σε θέση να το προβλέψουν.
Τέλος, όσον αφορά την οικονομική κατάσταση της Κίνας, από την οποία περιμένει να εξασφαλίσει την ανάπτυξη της η Δύση, η ερώτηση που έθεσε το Reuters (πηγή), η απορία του δηλαδή σχετικά με το πώς είναι δυνατόν να αναπτύσσεται όπως δηλώνει η κυβέρνηση της, όταν τα πολυκαταστήματα της είναι άδεια και δεν καταναλώνει κανείς, δίνει την πραγματική εικόνα – πόσο μάλλον όταν πολλές επιχειρήσεις κλείνουν, εντείνοντας ακόμη περισσότερο τα τεράστια τραπεζικά της προβλήματα.
.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.