ΣΗΜΕΙΩΣΗ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ: Συμπληρώθηκε ένας χρόνος απο την δολοφονία του άτυχου Θανάση Καναούτη στό τρόλευ της γραμμής Περιστερίου... Ενα 18χρονο παιδί νεκρό επειδή δεν είχε εισητήριο....Ενα παιδί νεκρό για 1,40...Ενα παιδί νεκρό απο ένα Σύστημα που, κακά τα ψέματα, εμείς όλοι επιτρέψαμε να υπάρχει...Το τέρας που εκθρέψαμε με την ανοχή και την αδιαφορία μας, γυρίζει τώρα και μας "δαγκώνει"...
Οι "κεφαλοκυνηγοί" στα μέσα μαζικής μεταφοράς κυκλοφορούν ακόμα ελεύθεροι...και "κάνουν τη δουλειά τους"...Εμείς τι κάνουμε γιαυτό?
Αναδημοσιεύω με την ευκαιρία του θλιβερού γεγονότος δύο καταπληκτικά κείμενα του Γιάννη Μακριδάκη που γράφτηκαν πρίν ένα χρόνο, ...με την ελπίδα πως έστω και τώρα μπορούμε να διώξουμε απο τη ζωή μας τούς "ποντικούς" που τρώνε τη ζωή μας...
Του Γιάννη Μακριδάκη
Ένας τρόπος εξολόθρευσης των ποντικών στα χτήματα παλιότερα ήταν ο κανιβαλισμός. Πιάνανε οι περιβολάρηδες καμπόσους ποντίκαλους ζωντανούς, τους βάζαν σ’ ένα βαρέλι δίχως τροφή, το καπακώνανε κιόλας από πάνω και τους αφήνανε εκεί επί μέρες. Αυτοί για επιβιώσουν αρχίζανε να τρώνε ο ένας τον άλλον, ώσπου ο τελευταίος που απέμενε ήταν ο δυνατότερος κανίβαλος. Τον ξεκαπάκωνε τότε ο περιβολάρης και τον απελευθέρωνε να ζήσει το υπόλοιπο του βίου του μες στο χτήμα. Κι εκείνος, που είχε εθιστεί στο κρέας των ομοίων του, γινόταν πια κυνηγός κεφαλών και εξολόθρευε τις αποικίες ποντικιών που τύχαιναν στο δρόμο του. Μέχρι που γερνούσε κι αυτός και τον έτρωγε ο επόμενος κανίβαλος που είχε δημιουργήσει ο περιβολάρης. Τον περιβολάρη τον ίδιον, τον έτρωγε η ζωή μιας και κανένας δεν γλυτώνει αλλά οι αλαζόνες και όσοι νιώθουν άτρωτοι και δυνατοί, κύριοι και κυρίαρχοι το χουν αυτό ξεχάσει και πεθαίνουν έντρομοι μόλις έρθει η ώρα τους και το αντιληφθούν.
Ένα βαρέλι με ποντικούς είναι το καταναλωτικό σύστημα, οι πόλεις, ο καπιταλισμός. Οι ποντικοί δελεάζονται με το όνειρο μικροαστού για να μπούνε μέσα στο βαρέλι, τους τάζουνε χίλια δυο, δουλειές και δάνεια, σπίτια και μεζονέτες και μόλις τους καταφέρουνε να αφήσουν την γη τους, την ελευθερία τους, τον άνθρωπο που ενσαρκώνουν, μόλις τους κάνουν καταναλωτές, γρανάζια, έγκλειστους, άτομα, ποντικούς, τότε αρχίζουν σταδιακά να τους κόβουν το χρήμα και το όνειρο, να τους λένε κιόλας πως το βαρέλι τελικά ήτανε δίχως πάτο αλλά αυτοί κορόιδα δεν μπορούνε πια να το σκάσουν από μέσα, είναι εγκλωβισμένοι, και τότε είναι που αρχίζει ο κυριολεκτικός κανιβαλισμός
Σ’ αυτό ακριβώς το σημείο βρίσκεται σήμερα η δυτική καπιταλιστική “ανθρωπότητα”, με την κατάσταση να είναι οφθαλμοφανής στις μεγαλουπόλεις της νότιας Ευρώπης, όπου ήδη ο ένας τρώει τον άλλον αλλά και στον βορρά το ίδιο γίνεται, αυτό που γινόταν και στον νότο λίγο πιο πριν, όπου και πάλι ο ένας προσπαθούσε να φάει, και έτρωγε τον άλλον, μέσω του ανταγωνισμού, αφού οι καταναλωτές-ποντικοί έχουν πλέον εκπαιδευτεί να θεωρούν τον διπλανό τους ανταγωνιστή και όχι άνθρωπο, πόσω μάλλον συμπληρωματικό.
Ο κανιβαλισμός μέσω του ανταγωνισμού έδωσε τη θέση του στον κυριολεκτικό κανιβαλισμό, ο θάνατός σου η ζωή μου και θα σε φάω ζωντανό, φαινόμενο που ολοένα θα εντείνεται όσο η χρηματοοικονομική κρίση προχωρεί και στερεύει το χρήμα από τις τσέπες των ποντικών
Δεν χρειάζεται πολύ μυαλό ούτε για να κατανοήσει κανείς ότι πράγματι έτσι είναι η κατάσταση, ούτε για να αντιληφθεί πού οδηγεί όλο αυτό βέβαια. Αλλά αν κάποιος νομίζει ότι όλα αυτά είναι υπερβολές και ότι η σύγκριση είναι άστοχη, ας σκεφτεί πόσα εκατομμύρια ποντίκια κινούνται κάτω από τη γη κάθε μέρα, λέγοντας πως επιτέλους γίνανε πολιτισμένοι και είναι και πολύ τυχεροί αφού πάνε γρήγορα στις δουλειές τους με το μετρό…
ΥΓ:
Όταν πρωτομπήκα στο μετρό της Αθήνας ήταν ήδη 5 χρόνια σε λειτουργία και οι αστοί εξοικειωμένοι πλήρως με αυτό. Εγώ τρόμαξα πολύ. Από την φασαρία που κάνει και από την αίσθηση ότι βρίσκομαι σε τούνελ κάτω από τη γη κι ας έμπαινα σε σπήλαια. Οι αστοί μου φίλοι, που μου λέγαν ότι φοβούνται να μπουν σε σπήλαια, ήτανε στο μετρό άφοβοι και με κορόιδευαν που ήμουν τρομαγμένος.
Προχτές συζητούσα με έναν γείτονά μου εδώ, που ζει τα τελευταία 20 χρόνια μέσα σε ένα όμορφο κτήμα και μου έλεγε ότι θέλει να πάει στην Αθήνα να δει το μουσείο της Ακρόπολης και το Μετρό.
Υπάρχουν ακόμα άνθρωποι αλλά στις πόλεις όλοι νομίζουν ότι αυτό το είδος έχει πλέον εκλείψει, επειδή έχουν καταπιέσει και αποξεχάσει τον άνθρωπο μέσα τους…
Ποντίκια στο τρόλει αρ. 12
Του Γιάννη Μακριδάκη
Μια ολόκληρη μέρα ανεβοκατέβαινα σε λεωφορεία και τρόλεϊ. Δίχως εισιτήριο. Γιατί να βγάλω εισιτήριο; Αφού έκανα βόλτες φαινομενικά άσκοπες, έτσι θα λεγε κάποιος νοικοκυραίος, “συγγραφέας” ίσως, αν ήταν σε θέση να με παρακολουθεί ολημερίς αλλά ποιος νοικοκυραίος, “συγγραφέας” ίσως, θα το κανε αυτό, να παρακολουθεί δηλαδή όλη μέρα άσκοπα έναν που μπαινοβγαίνει άσκοπα μες στα λεωφορεία.
Εγώ είχα όμως τον σκοπό μου. Μόνο που δεν ήτανε σκοπός οικονομικός. Γι αυτό ήτανε άσκοπος για τον κάθε νοικοκυραίο, “συγγραφέα” ίσως. Διότι, δεν έφτανε που κάνοντας άσκοπες βόλτες όλη μέρα, κατεβαίνοντας από το ένα λεωφορείο και ανεβαίνοντας στο επόμενο, δεν κέρδιζα χρήματα, ούτε είχα ως σκοπό μου να κερδίσω, δεν έφτανε λέω αυτό αλλά ξόδευα κι από πάνω ασκόπως και τον χρόνο μου, και όπως είναι πασίγνωστο εδώ και πολλά χρόνια σε κάθε νοικοκυραίο, “συγγραφέα” ίσως, ο χρόνος είναι χρήμα, άρα με τις άσκοπες βόλτες μου όχι μόνο δεν κέρδιζα ή δεν στόχευα να κερδίσω χρήμα αλλά έχανα κιόλας. Σπαταλούσα τη μέρα μου διπλά άσκοπα δηλαδή, δίχως κέρδος κέρατα, κι ας μην είχα φαινομενικά οικονομική χασούρα αφού δεν είχα πληρώσει κανένα εισιτήριο όλη μέρα, ούτε και σκόπευα να πληρώσω.
Διότι το εισιτήριο το είχα φέρει μαζί μου από το χωριό, μέσα σε ένα μικρό κουτάκι που βαστούσα στα χέρια μου κι είχα σκοπό μου όχι μόνο να το δείξω αλλά και να το χαρίσω στον πρώτο ελεγκτή, “εθελοντή” ίσως, που θα τύχει να με πετύχει. Αυτός ήτανε ο σκοπός μου λοιπόν. Να πετύχω κανέναν από δαύτους τους ελεγκτές, εθελοντές ίσως, και να δω τη μούρη του. Είχα μεγάλη περιέργεια να την δω την μούρη του, διότι μόλις πριν μερικές μέρες είχα μάθει για δαύτους, πως υπάρχουνε και κυκλοφορούνε μες στα λεωφορεία. Χωρίς εισιτήριο κι αυτοί αλλά όχι άσκοπα.
Αυτοί έχουν σκοπό. Έτσι λέει ο νοικοκυραίος, συγγραφέας ίσως, ότι είναι ελεγκτές, “εθελοντές” ίσως, και κάνουν τη δουλειά τους, πιάνουν τους τζαμπατζήδες, τους εκθέτουν, τους υποχρεώνουν να πληρώσουν πρόστιμο, διότι κορόιδα είμαστε εμείς οι νομοταγείς πολίται που πληρώνουμε ανελλιπώς το εισιτήριό μας, ας κόψουν το λαιμό τους όλοι να βρουν λεφτά και να πληρώνουν, αλλιώς ας μη μπαίνουν μες στα λεωφορεία, να μην είμαστε και στριμωγμένοι σαν τις σαρδέλες, νόμιμοι και μπαταξήδες όλοι όλοι αντάμα, δεν μας φτάνει που πληρώνουμε τα ελλείμματά τους, να μας στριμώχνουνε κι από πάνω, να μη μπορούμε να αναπνεύσουμε με την ιδρωτίλα τους, έτσι θα λεγε σίγουρα ο νοικοκυραίος, συγγραφέας ίσως, άμα έπαιρνε ποτέ το λεωφορείο μαζί με το πόπολο και πετύχαινε κάποιον από δαύτους που ήθελα να πετύχω εγώ να με πετύχει, για να του βγάλω το εισιτήριό μου από το κουτάκι και να του το τρίψω στη μούρη.
Όλη μέρα λοιπόν την πέρασα τριγυρνώντας άσκοπα με τα λεωφορεία και τα τρόλει αλλά κανένας δεν έτυχε να μου κάνει έλεγχο και να με πετύχει λαθραίο. Είχα κουραστεί πολύ να σηκώνομαι και να κάθομαι, το μεσημέρι κολάτσισα προχείρως με λίγο ψωμοτύρι σε μια στάση του τρόλει 2 Κυψέλη Παγκράτι Καισαριανή κι ύστερα άλλαξα διαδρομή και συνέχισα την πορεία μου.
Να μην σας τα πολυλογώ, το βράδυ κατά τις 10, πάνω που είχα απελπιστεί, έτυχε να με πετύχει ένας από δαύτους, “εθελοντής” ίσως! Μέσα στο 12 τρόλει ήμουνα, Ζάππειο Περιστέρι, κι εκεί στον Άγιο Ιερόθεο νατος και μπαίνει μέσα! Ο οδηγός μπλοκάρει τα ακυρωτικά μηχανήματα, μπλοκάρει και τις πόρτες. Κι αρχίζει το πατιρντί. Εγώ στέκομαι ακριβώς στην μεσαία πόρτα και βαστάω το κουτάκι μου, μπροστά, στο ύψος του προσώπου μου, με έναν τρόπο σαν που κρατάει ο παπάς τα δισκοπότηρα. Αφού έχει τσεκάρει ο ελεγκτής, “εθελοντής” ίσως, τα εισιτήρια όλων των επιβατών, πλησιάζει και μένα και μου ζητάει το δικό μου. Ευχαρίστως, του απαντώ, και δίχως κουβέντα δεύτερη κάνω να ανοίξω το κουτί να βγάλω, και καλά, από μέσα το εισιτήριο αλλά με μια δήθεν απότομη κίνηση που κάνει το τρόλει και χάνω την ισορροπία μου, μου φεύγει το κουτί από τα χέρια όπως είναι ανοιχτό και πέφτει ακριβώς στη μούρη του ελεγκτή, εθελοντή ίσως, πετάγεται από μέσα τσιρίζοντας ο ποντικός και πηδώντας πάνω στο κεφάλι του πέφτουν κι οι δυο στο δάπεδο. Ο ένας ποντικός, ο κανίβαλος, “εθελοντής” ίσως, λιπόθυμος από την τρομάρα κι ο άλλος, ο δικός μου, αλαφιασμένος στριγκλώντας.
Και γίνεται το έλα να δεις μες στο τρόλει. Τσιρίδες, στριγκλιές από παντού, ο λιπόθυμος ποντικοκανίβαλος ελεγκτής, εθελοντής ίσως, έχει πέσει φαρδύς πλατύς πάνω στην μεσαία πόρτα, ο άλλος ποντικός όσο η φασαρία δυναμώνει, τόσο τρέχει και κάνει κύκλους τρομαγμένος, ανεβοκατεβαίνει πάνω στο λιγοθυμισμένο σαρκίο του κανίβαλου, “εθελοντή” ίσως, σαν που ανεβοκατεβαίναμε μαζί όλη μέρα στα λεωφορεία, οι επιβάτες έχουν γραπωθεί από τις χειρολαβές και κάνουν ακροβατικά με τα πόδια στον αέρα, φωνάζουν στον οδηγό να σταματήσει το όχημα, να ανοίξει τις πόρτες να φύγουν τα ποντίκια, ο οδηγός υπακούει, ανοίγει την μεσαία πόρτα, σταματάει το τρόλει, πρώτος πρώτος πέφτει στον δρόμο ο λιπόθυμος κανίβαλος, εθελοντής ίσως, κι από πίσω ο άλλος ποντικός, ο δικός μου, τρέχει κι αυτός και χώνεται μέσα σε έναν υπόνομο.
Καθάρισε το τρόλει. Η ηρεμία επανέρχεται σταδιακά, κανένας επιβάτης δεν ασχολείται πια με τα ποντίκια, οι πόρτες ξανακλείνουν και φεύγουμε. Εγώ συνεχίζω την άσκοπη περιπλάνησή μου μέχρι το τέρμα της διαδρομής.
http://yiannismakridakis.gr/?p=3356
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.