Παρασκευή 30 Δεκεμβρίου 2016

Η αμερικανική αντεπίθεση...


Τα σχέδια της νέας κυβέρνησης έχουν τρομοκρατήσει τόσο την Κίνα, όσο και τη Γερμανία – ειδικά την πρωσική ηγεσία της χώρας, η οποία προβλέπει πως μετά από τόσες επιτυχημένες μάχες, θα χάσει τον πόλεμο, όπως συνήθως συμβαίνει.

Άρθρο

Η καινούργια εμπορική πολιτική της υπερδύναμης δεν στρέφεται μόνο εναντίον της Κίνας ή της NAFTA, δηλαδή στις συμφωνίες με το Μεξικό και τον Καναδά – αλλά έχει ως επί πλέον στόχο της τη Γερμανία, εμποδίζοντας την να εξελιχθεί στον ηγεμόνα της Ευρώπης. Η πιθανότητα δε μίας νέας συμφωνίας τύπου Γιάλτας, όπου θα διαμοιραζόταν η Ευρώπη σε αμερικανικές και ρωσικές ζώνες επιρροής, δημιουργεί τρόμο στην πρωσική ηγεσία – στη χώρα που ανέκαθεν κερδίζει όλες τις μάχες, αλλά χάνει τον πόλεμο.

Πόσο μάλλον όταν η Γερμανία αντιλαμβάνεται ότι, η υπερδύναμη έχει στόχο να ακολουθήσει τη δική της επεκτατική στρατηγική – το μερκαντιλισμό, μέσω του οποίου επιβάλλει την ειρηνική της διείσδυση στους εταίρους της, μετατρέποντας τη μία χώρα μετά την άλλη σε δικό της σκλάβο χρέους.

Ειδικότερα, η νέα κυβέρνηση των Η.Π.Α. σχεδιάζει να στηρίξει την αμερικανική βιομηχανία με την υιοθέτηση εισαγωγικών δασμών σε ευρεία κλίμακα – ενώ πριν από κάθε τι άλλο έχει τοποθετήσει στο στόχο της το ΦΠΑ, θεωρώντας πως πρόκειται για μία μορφή αθέμιτης επιδότησης των εξαγωγών των άλλων κρατών στην αγορά της.
Ως εκ τούτου προγραμματίζει να επιβάλλει ΦΠΑ στα εισαγόμενα προϊόντα, σε μία τάξη μεγέθους από 15% έως 25% – επειδή πολλά κράτη δεν υποχρεώνουν τις εξαγωγικές επιχειρήσεις τους να πληρώνουν ΦΠΑ ή/και όταν πληρώνουν τους επιστρέφεται, οπότε η υπερδύναμη θεωρεί πως ουσιαστικά επιδοτούν τις εξαγωγές τους σε σχέση με τις εγχώριες πωλήσεις.

Επειδή τώρα οι Η.Π.Α. δεν έχουν ένα ανάλογο σύστημα, όσον αφορά το ΦΠΑ, με βάση τους κανονισμούς του Παγκοσμίου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ) οι αμερικανικές εταιρείες έχουν μεγάλα μειονεκτήματα: αφού πληρώνουν ΦΠΑ στις χώρες που εξάγουν, όταν οι ξένες εισαγωγές στις Η.Π.Α. δεν αντιμετωπίζονται ανάλογα, ενώ επιβαρύνονται επί πλέον με τους πολύ υψηλούς αμερικανικούς εταιρικούς φόρους, στους οποίους δεν έχουν καμία έκπτωση.

Ως εκ τούτου, (α) εκτός από τις αθέμιτες και ανέντιμες εμπορικές πρακτικές της Κίνας, καθώς επίσης (β) από τις κακές συμφωνίες που έχουν διαπραγματευθεί οι προηγούμενες κυβερνήσεις της χώρας στα πλαίσια της NAFTA, (γ) τα παραπάνω αποτελούν το τρίτο κακό, από το οποίο πλήττεται το εξαγωγικό εμπόριο των Η.Π.Α. – με αποτέλεσμα να έχει καταρρεύσει η βιομηχανική τους παραγωγή.

Συνοψίζοντας, οι αμερικανικές επιχειρήσεις στα πλαίσια των κανόνων του ΠΟΕ, έχουν σύμφωνα με τη νέα κυβέρνηση ένα φορολογικό μειονέκτημα συγκριτικά με πολλές άλλες χώρες της τάξης του 15% έως 25% – κάτι που θέλει να εξαλείψει ο κ. Trump, με την υιοθέτηση μίας αντίστοιχης φορολογίας στις εισαγωγές, έτσι ώστε κατά τον ίδιο να αποκατασταθεί η ανταγωνιστικότητα των εταιρειών της χώρας του.

Φυσικά υπάρχουν αντίθετες, σωστά τεκμηριωμένες απόψεις για το ΦΠΑ, σύμφωνα με τις οποίες οι Η.Π.Α. έχουν άδικο σχετικά με τον ισχυρισμό τους ότι, διαστρεβλώνει την ανταγωνιστικότητα – αφού ο ΦΠΑ πληρώνεται από τους τελικούς καταναλωτές της κάθε χώρας, οπότε όλα τα προϊόντα, εισαγόμενα ή εγχώρια παραγόμενα, επιβαρύνονται το ίδιο. Εν τούτοις, το θέμα δεν είναι ποιός έχει δίκιο ή ποιός άδικο – αλλά ποιός έχει τη δύναμη να αποφασίζει, καθώς επίσης να επιβάλλει τους κανόνες του.

Συνεχίζοντας, ένας εισαγωγικός δασμός της τάξης του 10% θα περιόριζε το έλλειμμα του αμερικανικού προϋπολογισμού περισσότερο από 1% του ΑΕΠ – αφού οι εισαγωγές αποτελούν το 12% του ΑΕΠ. Επομένως, θα έδινε τη δυνατότητα στην κυβέρνηση να αυξήσει τις δαπάνες της κατά το αντίστοιχο ποσόν – το οποίο δεν είναι καθόλου ευκαταφρόνητο.

Από την άλλη πλευρά, η αμερικανική ηγεσία θεωρεί πως έχει τη δυνατότητα να επιβάλλει αυτόν τον εισαγωγικό φόρο – αφού τόσο η Κίνα, όσο και η Ευρώπη, διατηρούν χαμηλές τις ισοτιμίες των νομισμάτων τους απέναντι στο δολάριο, οπότε δεν είναι σε θέση να διαμαρτυρηθούν απέναντι στα παραπάνω σχέδια της υπερδύναμης.

Βέβαια, το πρόβλημα των Η.Π.Α. δεν είναι τόσο το ύψος των εισαγωγών (12%), όσο οι χαμηλές εξαγωγές – οι οποίες δεν υπερβαίνουν το 8% του ΑΕΠ τους, όταν της Γερμανίας πλησιάζουν στο 50% (γράφημα).


Επεξήγηση γραφήματος: Αμερικανικές εισαγωγές ως ποσοστό επί του ΑΕΠ (γαλάζια καμπύλη), έναντι εξαγωγών (κόκκινη καμπύλη).


Εν προκειμένω, η ευθύνη βαρύνει κυρίως τις πολιτικές τους ηγεσίες, επειδή έχουν υιοθετήσει ένα φορολογικό σύστημα που ευνοεί τη μεταφορά των επιχειρήσεων και της βιομηχανικής παραγωγής στο εξωτερικό. Ειδικότερα, μία αμερικανική επιχείρηση επιβαρύνεται με τον ίδιο φορολογικό συντελεστή (35%) όχι μόνο για τα εισοδήματα της από τις πωλήσεις στο εσωτερικό της χώρας, αλλά για το σύνολο τους εντός και εκτός των Η.Π.Α. – αφαιρώντας φυσικά τους φόρους που πληρώνονται σε άλλα κράτη, στα οποία έχει υποκαταστήματα.

Εν τούτοις, χωρίς να επεκταθούμε σε λεπτομέρειες, η ιδιαιτερότητα είναι το ότι, τα κέρδη από το εξωτερικό φορολογούνται στις Η.Π.Α. μόνο εφόσον επαναπατρίζονται – γεγονός που σημαίνει πως εάν παραμένουν σε άλλες χώρες, τότε οι επιχειρήσεις δεν πληρώνουν το 35% που ισχύει στις Η.Π.Α. αλλά, για παράδειγμα, το 12,5% της Ιρλανδίας.

Αυτός ακριβώς είναι ο λόγος, για τον οποίο οι αμερικανικές εταιρείες διατηρούν τεράστιες ποσότητες μετρητών χρημάτων σε φορολογικές οάσεις κοκ. – κάτι που θέλει να αλλάξει ο νέος πρόεδρος, μεταξύ άλλων μειώνοντας το συντελεστή στο 15% ή 20% ή/και φορολογώντας τα χρήματα που θα επαναπατρισθούν μόλις με 10%.

Περαιτέρω, το σημαντικότερο όσον αφορά τον παγκόσμιο εμπορικό πόλεμο είναι το ότι, η νέα κυβέρνηση σχεδιάζει μελλοντικά να μη φορολογεί καθόλου τα κέρδη των εξαγωγικών επιχειρήσεων – ένα ενδεχόμενο που εύλογα θα σήμαινε ότι, η χώρα θα μετατρεπόταν σε ένα εξαγωγικό Eldorado, μοναδικό στον πλανήτη (κάτι που αποτελεί ασφαλώς μία λύση για την Ελλάδα, η οποία οφείλει με κάθε θυσία να αυξήσει τις εξαγωγές της, για να στηρίξει την αναβίωση του παραγωγικού της ιστού).

Συμπερασματικά λοιπόν, αυξάνοντας τους εισαγωγικούς δασμούς και επιδοτώντας τις εξαγωγές, οι Η.Π.Α. θα εξελίσσονταν σε ένα πλεονασματικό κράτος όπως η Γερμανία, η Κίνα, η Ολλανδία κοκ. – από ελλειμματικό σήμερα. Επειδή όμως τα πλεονάσματα του ενός κράτους ισούνται με τα ελλείμματα του άλλου, οπότε είναι αδύνατον να υπάρχουν πλεονασματικές χώρες χωρίς αντίστοιχες ελλειμματικές, εύλογα αναρωτιέται κανείς ποιές θα είναι αυτές στο μέλλον – οπότε σωστά τρομοκρατείται η Γερμανία, αφού το 50% του ΑΕΠ της στηρίζεται στις εξαγωγές, ενώ είναι η νούμερο ένα πλεονασματική χώρα του πλανήτη.

Εάν τώρα οι Η.Π.Α. μετατραπούν σε πλεονασματική χώρα, το δολάριο θα γίνει πολύ πιο ισχυρό – οπότε η υπερδύναμη δεν θα απορροφάει μόνο τα εμπορικά της κέρδη από τον πλανήτη αλλά, επίσης, τις παγκόσμιες αποταμιεύσεις. Εκτός αυτού, όλες οι αναπτυσσόμενες οικονομίες, οι οποίες είναι υπερδανεισμένες σε δολάρια, μεταξύ των οποίων και η Κίνα, θα αντιμετώπιζαν τεράστια προβλήματα, από πολλές κατευθύνσεις – με αποτέλεσμα αρκετές από αυτές να καταρρεύσουν.

Παράλληλα, η Ευρώπη θα τοποθετούταν στο στόχαστρο της Κίνας, με την έννοια πως θα προσπαθούσε να αυξήσει στην ΕΕ τις εξαγωγές της – αφενός μεν για να καλύψει τη μείωση τους στις Η.Π.Α., αφετέρου επειδή δεν θα είναι υποχρεωμένη να πληρώνει τόσο υψηλούς δασμούς. Το ενδεχόμενο αυτό αποτελεί μία ακόμη απειλή για την ήπειρο μας και ειδικά για τη Γερμανία – η οποία κατανοεί ότι, το μέλλον της είναι πολύ σκοτεινό, εάν πράγματι η νέα κυβέρνηση των Η.Π.Α. ακολουθήσει το δρόμο που έχει ήδη αναγγείλει, προς όφελος των Αμερικανών Πολιτών.

Πηγή:http://www.analyst.gr/2016/12/29/i-amerikaniki-antepithesi/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.