Ενώ αναμφίβολα, κατά τον Άλκη Ρήγο, έχουμε να κάνουμε με έναν φερέγγυο συνομιλητή που ούτε κατέχει το μισό νησί ούτε απειλεί κανέναν! Και του οποίου η μόνη έγνοια είναι πώς θα συμφωνήσει σε μια δίκαιη λύση.
Άραγε, δικαιούται ηθικά ένας υποστηρικτής του Σχεδίου Ανάν και της ενδοτικής πολιτικής των μνημονίων, να μέμφεται αυτούς που αρνούνται να αποδεχτούν στημένες «λύσεις»; Και να τους αποκαλεί «πατριδοκάπηλους επαγγελματίες του Κυπριακού»; Όταν ο ίδιος, το μόνο που θέτει, χωρίς όρους και προϋποθέσεις, είναι να υπάρξει συμφωνία με την Τουρκία; Όπως έπραξαν, χωρίς όρους, όλοι οι υπογράψαντες μνημόνια και παρέδωσαν την Ελλάδα στους ξένους τοποτηρητές;
Toυ Γιώργου Χερουβή
[…"Συγκλήθηκε στην Πάφο, με πρόσκληση του τοπικού δεσπότη και με την παρουσία του αρχιεπισκόπου των ορθόδοξων χριστιανών του νησιού, μια επονομαζόμενη «Επιτροπή των Δέκα για την Κύπρο». Η Επιτροπή αποτελείται από δύο συνταξιούχους πρεσβευτές και έναν επί τιμή, έναν απόστρατο αντιστράτηγο, δύο συνταξιούχους καθηγητές Πανεπιστημίου, δύο εν ενεργεία, έναν καθηγητή της Σχολής Ευελπίδων και έναν εκδότη. Όλοι, με εξαίρεση ίσως ενός, γνωστοί εδώ και χρόνια για την αρνητική τους θέση σε οποιαδήποτε προσπάθεια λύσης του κυπριακού προβλήματος…"]
Άλκης Ρήγος, Εφημερίδα των Συντακτών [Σημ. ιστολογίου: Το επίμαχο άρθρο δημοσιεύουμε παρακάτω]
Ασφαλώς και μπορεί ένας 70χρονος καθηγητής Πανεπιστημίου να έχει άποψη και να ασκεί κριτική. Αλλά είναι έντιμο να αποπειράται συνειδητά να μειώσει τη σημασία και την αξία εκείνων που έχουν διαφορετική θέση και άποψη, προβάλλοντάς τους ως ανώνυμους συνταξιούχους και απόστρατους; Και ειδικά όταν γνωρίζει ότι αυτοί οι «συνταξιούχοι και απόστρατοι», συνεπικουρούμενοι από «δύο εν ενεργεία» όπως αναφέρει, είναι αυτοί που έχουν διαθέσει τη ζωή τους στην υπόθεση της Κύπρου, όχι από την εύκολη θέση του σχολιαστή, ή του πολιτικού αλχημιστή, αλλά από τη δύσκολη θέση του αξιωματούχου που διαχειρίζεται τα καυτά εθνικά ζητήματα αναλαμβάνοντας με μεγάλο ρίσκο την ευθύνη των πράξεων του;
Ποια σκοπιμότητα, λοιπόν, εξυπηρετεί η αποσιώπηση των ονομάτων των δέκα μελών της Επιτροπής, μεταξύ των οποίων είναι οι πρέσβεις της Ελλάδας στην Κύπρο Χρήστος Ζαχαράκης και Θέμος Στοφορόπουλος, ο Γενικός Επιθεωρητής του Ελληνικού Στρατού – και υπερασπιστής της Λευκωσίας το 1974 – στρατηγός Δημήτρης Αλευρομάγειρoς και ο συγγραφέας και εκδότης Λουκάς Αξελός;
Οι οποίοι, μάλιστα, εμφανίζονται ούτε λίγο ούτε πολύ ως άσχετοι που «καταστροφολογούν επιστημονικοφανώς» βλέποντας ότι τάχαμου «απειλείται διαρκώς η άλωση του κυπριακού κράτους από την Τουρκία»! Ενώ αναμφίβολα, κατά τον Άλκη Ρήγο, έχουμε να κάνουμε με έναν φερέγγυο συνομιλητή που ούτε κατέχει το μισό νησί ούτε απειλεί κανέναν! Και του οποίου η μόνη έγνοια είναι πώς θα συμφωνήσει σε μια δίκαιη λύση.
Άραγε, δικαιούται ηθικά ένας υποστηρικτής του Σχεδίου Ανάν και της ενδοτικής πολιτικής των μνημονίων, να μέμφεται αυτούς που αρνούνται να αποδεχτούν στημένες «λύσεις»; Και να τους αποκαλεί «πατριδοκάπηλους επαγγελματίες του Κυπριακού»; Όταν ο ίδιος, το μόνο που θέτει, χωρίς όρους και προϋποθέσεις, είναι να υπάρξει συμφωνία με την Τουρκία; Όπως έπραξαν, χωρίς όρους, όλοι οι υπογράψαντες μνημόνια και παρέδωσαν την Ελλάδα στους ξένους τοποτηρητές;
Κι όταν ο ίδιος κατάπιε με μεγάλη ευκολία τη συνεργασία με τον Καμμένο και την επίδειξη με τη Χρυσή Αυγή στο Καστελόριζο;
Η αυξημένη επιθετικότητα, εκτός Τουρκίας, του καθεστώτος Ερντογάν, που έχει ήδη θέσει σε αμφισβήτηση ακόμα και τις συμφωνίες της Λωζάννης, αλλά και η μετατροπή της τουρκικής δημοκρατίας σε ένα πελώριο στρατόπεδο συγκέντρωσης, με την Ελλάδα υπό επιτήρηση και την Κύπρο σε όχι πολύ καλύτερη κατάσταση, θεωρείται καλή στιγμή από τους «ρεαλιστές» για να επιλυθεί το Κυπριακό! Και το μόνο εμπόδιο είναι οι «Δέκα» που δεν μας είπαν ούτε από πού πήραν άδεια για να συστήσουν την Επιτροπή τους. Και των οποίων οι ενέργειες θα οδηγήσουν, «στην καλύτερη περίπτωση», στην «οριστική λύση με δύο κράτη στο νησί και συνέχιση της παρουσίας σε αυτό των τουρκικών στρατευμάτων».
Το ενιαίο της Κυπριακής Δημοκρατίας, η άμεση αποχώρηση των στρατευμάτων κατοχής, οι συγκεκριμένες εγγυήσεις που ζητούν όσοι πραγματικά πονάνε το Κυπριακό, δεν απασχολούν τον συντάκτη του άρθρου στην Εφημερίδα των Συντακτών. Αυτό που χρειάζεται είναι «να εκλογικεύσουμε τα εθνικά μας θέματα». Όπως και στο μνημόνιο, η πιο συνετή πολιτική είναι να βάζουμε την υπογραφή μας χωρίς πολλές ερωτήσεις και αντιρρήσεις. Οι μεγάλοι ξέρουν…
Πηγή: e-dromos.gr-μέσω
https://seisaxthia.wordpress.com/2016/12/21
****
«Ενδοτικοί» και «αδιάλλακτοι», ο νέος διχασμός
Συντάκτης:
Αλκης Ρήγος *
…η μνήμη όπου και να την αγγίξεις πονεί…
Γ. Σεφέρης, Μνήμη Α’
Τούτος ο στίχος, γραμμένος ειδικά γι’ αυτό το νησί της νοτιοανατολικής Μεσογείου, εδώ και εξήντα τόσα χρόνια, θαρρείς πως συμπυκνώνει προφητικά, με μια εκπλήσσουσα πληρότητα, εικόνες, πράξεις, λόγους, χρόνους και ανθρώπους.
Κι ίσως και να εξηγεί τον βαθύτερο λόγο που η πλειονότητα των συμπολιτών απωθεί τούτη την ανοιχτή πληγή της ιστορίας μας ή σε στιγμές εξάρσεων την περιτυλίγει με έναν ανορθολογικό εθνικιστικό λόγο, λησμονώντας την αμέσως μετά, αφήνοντάς την χωρίς οριστική υπέρβαση να κακοφορμίζει.
Αυτή «η πολλά συγχυσμένη ιστορία» -όπως μονολογεί ένας από τους δυο Τουρκοκύπριους και Ελληνοκύπριους δημιουργούς του λησμονημένου προδρομικού και για σήμερα ντοκιμαντέρ «Ο τοίχος μας» της δεκαετίας του 1990- επανέρχεται στην επικαιρότητα κάθε φορά που ένας νέος κύκλος συνομιλιών για λύση του Κυπριακού ξεκινά.
Αυτό συμβαίνει και τώρα με την ανακοίνωση επανέναρξης των συνομιλιών για το Κυπριακό, αν και ομολογουμένως με μικρότερη εθνικιστική ρητορεία και ένταση μέχρις στιγμής. Και πάλι σαν να μην έχει μεσολαβήσει τίποτε, βρισκόμαστε μπροστά στις ίδιες ακριβώς ενστάσεις από το ίδιο ετερόκλητο μπλοκ, και εδώ και στην Κύπρο, των λεγόμενων «απορριπτικών» απέναντι σε κάθε προσπάθεια λύσης του προβλήματος που ταλανίζει την Κυπριακή Δημοκρατία σχεδόν από τον καιρό της ίδρυσής της στα 1960.
Στο πλαίσιο αυτό, στις 26 Νοεμβρίου, συγκλήθηκε στην Πάφο, με πρόσκληση του τοπικού δεσπότη και με την παρουσία του αρχιεπισκόπου των ορθόδοξων χριστιανών του νησιού, μια επονομαζόμενη «Επιτροπή των Δέκα για την Κύπρο».
Η Επιτροπή αποτελείται από δύο συνταξιούχους πρεσβευτές και έναν επί τιμή, έναν απόστρατο αντιστράτηγο, δύο συνταξιούχους καθηγητές Πανεπιστημίου, δύο εν ενεργεία, έναν καθηγητή της Σχολής Ευελπίδων και έναν εκδότη. Ολοι, με εξαίρεση ίσως ενός, γνωστοί εδώ και χρόνια για την αρνητική τους θέση σε οποιαδήποτε προσπάθεια λύσης του κυπριακού προβλήματος.
Το σχεδόν είκοσι σελίδων πόρισμα της… «Διασκεπτικής», όπως ονόμασαν την ημερήσιας διάρκειας συνάντησή τους (όρος που παραπέμπει στη συνώνυμη επί αγγλοκρατίας του 1948) ήταν όπως αναμενόταν απορριπτικό κάθε προσπάθειας για λύση, θεωρώντας επίσης την επανέναρξη των συνομιλιών ως απαράδεκτη ενέργεια και καταλήγοντας να καλεί τον κυπριακό λαό -προφανώς εννοεί τους Ελληνοκύπριους- να «προτάξει την ίδια αντίσταση που προέβαλε στο σχέδιο Ανάν»!
Βέβαια, στις είκοσι αυτές σελίδες, εκτός της επιστημονικοφανούς καταστροφολογίας και της επαπειλούμενης διαρκώς άλωσης του κυπριακού κράτους από την Τουρκία, υπάρχουν σημεία που περιέχουν ενδιαφέροντα στοιχεία τα οποία θα μπορούσαν να αποτελέσουν αντικείμενο ενός γόνιμου και νηφάλιου διαλόγου για μια «δίκαιη λύση», όπως αναφέρεται ως στόχος του πορίσματος.
Πολύ φοβάμαι όμως πως, για ακόμη μια φορά, όπως αποδεικνύει η σύνθεση της εν λόγω Επιτροπής -αλήθεια, ποιος και με ποια κριτήρια τη συγκρότησε;-, ο πραγματικός διάλογος φαίνεται να αντικαθίσταται από έναν «πολυφωνικό» μονόλογο του ίδιου πάντα επιχειρήματος: μιας επιλεκτικής αντίληψης της ιστορικής διαδρομής του Κυπριακού και αγνόησης των συνεπειών που αυτή επέφερε, αρχίζοντας από τις ευθύνες της ελληνοκυπριακής πλευράς ήδη από τη δεκαετία του 1950, και η οποία οδήγησε σχεδόν αμέσως μετά την ανεξαρτησία το 1964 στην αποστολή ειρηνευτικής δύναμης του ΟΗΕ και στη χάραξη της διαχωριστικής «πράσινης γραμμής» μεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων, πολύ πριν δηλαδή από τη δραματική όξυνση που επέφερε το πραξικόπημα των «υπερπατριωτών» της χούντας εναντίον του Μακαρίου, που είχε ως συνέπεια την κατάληψη του 38% του εδάφους της Κύπρου από τα στρατεύματα της Τουρκίας.
Πρόκειται για μια αντίληψη η οποία ευθύνεται, με πράξεις και παραλείψεις, για τα εγκλήματα που έχουν διαπραχθεί σε βάρος Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων. Μια αντίληψη η οποία αρνείται να προσεγγίσει τις πραγματικότητες που έχουν συντελεστεί στο πλαίσιο της τουρκοκυπριακής κοινότητας, την οποία επιμένει να θεωρεί μονοδιάστατα ως προέκταση της πολιτικής της Τουρκίας - χαρακτηριστικό δείγμα ότι αναφέρεται σ’ αυτήν ως απλά… τουρκική.
Μια αντίληψη που επιμένει επίσης να αγνοεί τα βήματα προσέγγισης των δύο μεγαλύτερων κοινοτήτων του νησιού, τις συνεργασίες δημάρχων και συλλογικοτήτων, τα ανοίγματα διόδων επικοινωνίας και η οποία, με πρόφαση… τη δημοκρατική αρχή ισότητας της ψήφου, παρακάμπτει τις πρόνοιες του ομοσπονδιακού συστήματος των δύο συνιδρυτικών μερών του κυπριακού κράτους από την ίδρυσή του.
Του ομοσπονδιακού συστήματος που επαναβεβαίωσαν όλες οι από τότε συμφωνίες, Μακαρίου - Ντενκτάς του 1977, Κυπριανού - Ντενκτάς του 1979 και έχουν αποδεχθεί όλες οι πολιτικές δυνάμεις της Κύπρου, του προέδρου Τάσσου Παπαδόπουλου συμπεριλαμβανομένου, όπως και οι αντίστοιχες αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ. Η συγκεκριμένη αυτή πρόταση υποκρύπτει την αντίληψη της τουρκοκυπριακής πολιτικής οντότητας ως απλής μειονότητας, γεγονός το οποίο οδηγεί προφανώς σε αδιέξοδο και άρα… σε μη λύση!
Αν αυτό θέλουν τα μέλη της «Επιτροπής των Δέκα για την Κύπρο», ας το πουν καθαρά αναλαμβάνοντας και τις ευθύνες, στην καλύτερη περίπτωση της οριστικής λύσης με δύο κράτη στο νησί και τη συνέχιση της παρουσίας σε αυτό των τουρκικών στρατευμάτων. Ας μην ξεχνούν βέβαια ότι αυτό ήταν πάντα το όνειρο των εθνικιστικών κύκλων της Τουρκίας…
Και είναι εντυπωσιακή για ακόμη μια φορά η σύμπλευση των «απορριπτικών» λογικών και από τις δύο πλευρές του de facto διαχωρισμένου βίαια νησιού. Αποδεικνύοντας την αλληλονομιμοποίηση των πατριδοκάπηλων επαγγελματιών του Κυπριακού και από τις δύο μεριές του Αιγαίου.
Απέναντι σ’ αυτή την επανάκαμψη της έστω και κεκαλυμμένα διατυπωμένης εθνικιστικής ρητορείας, κινδυνεύουμε να ξαναχωριστούμε σε «ενδοτικούς» και «αδιάλλακτους». Οι καιροί όμως έχουν αλλάξει, οι πολώσεις τού χθες δεν περνούν σε μια τελείως διαφορετική κοινωνική πραγματικότητα, σε μεγάλο βαθμό πιο κριτική και αναστοχαστική για όσα βιώνει σε όλα τα επίπεδα. Προς αυτή τη νέα, πιο ώριμη κοινωνική πραγματικότητα, νιώθω την ανάγκη ως αριστερός πολίτης και ως πανεπιστημιακός να πω ξεκάθαρα και εγώ τον δικό μου λόγο, όσο πιο νηφάλια μπορώ.
Πολύ περισσότερο όταν η πρώτη μου εικόνα -όπως τόσων και τόσων άλλωστε της γενιάς μου- συμμετοχικής αγωνιστικής διαδικασίας στην εφηβεία πλάστηκε μέσα στις διαδηλώσεις για την Ενωση της Κύπρου, από τότε που το Κυπριακό, με τις ηρωικές του πράξεις, αλλά και τα λάθη, τα εγκλήματα, τις προδοσίες, λειτούργησε καταλυτικά στη διάπλασή μου ως αριστερού, που στα πρώτα χρόνια της ευφορίας της μεταπολίτευσης επέμενα, πολλές φορές με ελάχιστους, όπως ο διευθυντής τούτης της εφημερίδας, Νικόλας Βουλέλης, να θυμάμαι τους λόγους -όλους τους λόγους- που οδήγησαν στην τουρκική εισβολή και κατοχή κι ότι τελικά η Κύπρος απετέλεσε την τραγική διέξοδο από το έγκλημα της δικτατορίας των «πατριωτών» εθνικοφρόνων αξιωματικών ή ακόμα κι όταν το θέμα «δεν πούλαγε» στη μικροαστική μας καθημερινότητα, αγωνιζόμαστε κόντρα στο ρεύμα για να μην ξεχαστεί μέσα από το Σωματείο «Συμπαράσταση Αγώνα Κύπρου» και αργότερα μαζί με τους αείμνηστους Αλέξανδρο Ξύδη, Βαγγέλη Οικονομίδη και Αντρέα Μπίστη, στο πλαίσιο μιας επιτροπής εκλογίκευσης των λεγόμενων «εθνικών μας θεμάτων». Προσπάθειες που βέβαια η λαίλαπα της εθνικής υστερίας και το συλλογικό συντηρητικό πολιτιστικό πισωγύρισμα του «Μακεδονικού» άφησαν μετέωρες και ατελέσφορες.
Με βάση όλα αυτά και όσα συντελέστηκαν στην πορεία και τις πραγματικότητες που έχει δημιουργήσει ο χρόνος, το ερώτημα παραμένει: Θέλουμε λύση χωρίς νικητές και ηττημένους ή όχι;
Το όποιο σχέδιο λύσης άλλωστε θα είναι στο πλαίσιο των αποφάσεων του ΟΗΕ, που η δική μας πλευρά κατά τα άλλα επικαλείται για μια διζωνική ομοσπονδία ενός ενιαίου κράτους, με μία ιθαγένεια, χωρίς ξένα στρατεύματα και εγγυήτριες δυνάμεις, μέλους της Ε.Ε., στην οποία έχει άλλωστε ολόκληρη η Κυπριακή Δημοκρατία ενταχθεί.
Βέβαια, η όποια λύση, όσο καλή ή μη καλή κι αν είναι, βιώσιμη και λειτουργική γίνεται όχι μόνο από τις πρόνοιες που περιέχει, όσο σημαντικές και αν είναι, αλλά και από το αν θέλουμε να τη ζήσουμε και να τη λειτουργήσουμε. Κανένα σχέδιο άλλωστε δεν μπορεί να υπερβεί τις ανθρώπινες θελήσεις, πολύ περισσότερο όταν πρόκειται για συμβιβαστικό σχέδιο - και μόνο τέτοιο μπορεί να υπάρξει.
Αν λοιπόν επιθυμούμε μια δίκαιη και βιώσιμη ειρηνική λύση, οφείλουμε να ενισχύσουμε τις φωνές και να πολλαπλασιάσουμε τις ενέργειες αμοιβαίων δράσεων και επικοινωνίας των δύο μεγαλύτερων σύνοικων στοιχείων, αλλά και των μικρότερων που συγκροτούν την ενιαία Κύπρο Αρμενίων και Μαρωνιτών, ως κοινή πατρίδα όλων των κατοίκων της, γέφυρα φιλίας μεταξύ των λαών μας, που η γεωγραφία έφερε να ζουν εδώ και αιώνες στον ίδιο χώρο.
Αποκρούοντας κάθε στείρο και φανατικό εθνικιστικό λόγο, χωρίς να ξεχνάμε πού αυτός οδηγεί, όπως και πάλι ο Σεφέρης μάς εγκαλεί από τη Σαλαμίνα της Κύπρου από τότε…
Κύριε, βοήθα να θυμόμαστε
πώς έγινε τούτο το φονικό,
την αρπαγή, το δόλο, την ιδιοτέλεια,
το στέγνωμα της αγάπης΄
Κύριε, βοήθα να τα ξεριζώσουμε!
* Ομότιμος καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης [ΣΗΜ. ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ: !!!!!!!!!!!]
Πηγή:http://www.efsyn.gr/arthro/endotikoi-kai-adiallaktoi-o-neos-dihasmos
ΑΚΟΥΣΤΕ: Π. Νεάρχου: Αυτοκτονία η διαδικασία για την Κύπρο
ΔΙΑΒΑΣΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.