Άρθρο του Δημήτρη Α. Γιαννακόπουλου
Στην Ευρώπη, αναγνώστη μου, διεξάγεται ένας μεταμοντέρνος και μετανεωτερικός πόλεμος. Ξεκίνησε με τον διαμελισμό της Γιουγκοσλαβίας, τον αποκλεισμό και την απονομιμοποίηση με ηθική απομείωση (δυσφήμηση) της Ελλάδας και εξελίσσεται με την μορφή μιας βρώμικης αναμέτρησης που διαλύει την Ουκρανία και απειλεί με αποσταθεροποίηση την Ελλάδα.
Δεν υπάρχει χειρότερη «κατάρα» από τον συνδυασμό της πολιτικής επιστήμης με την πολιτική και οικονομική ιστορία, τους θεσμούς, τις διεθνείς σχέσεις και την δημοσιογραφία. Το ένα απομυθοποιεί το άλλο και οδηγεί αναπόδραστα στην διανόηση και σε μια ιδιόμορφη απομόνωση! Η μόνη ίσως σωτηρία σου από τις σοβαρές παρενέργειες της διανόησης είναι η εμπλοκή στην πρακτική πολιτική. Μόνον έτσι θα πάψεις να κοιτάς διαρκώς τον «χάρτη» των μεταμορφώσεων της Ευρώπης, εστιάζοντας στις τρείς γκρίζες ζώνες της μεταδιπολικής Ευρώπης που συμπίπτουν απολύτως με τις γκρίζες ζώνες του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου: Σερβία, Ελλάδα, Ουκρανία.
Αυτές ήταν που στην πραγματικότητα υπέστησαν και τις μεγαλύτερες συνέπειες από τον πόλεμο για διαφορετικούς λόγους και με διαφορετικό αιτιατό μηχανισμό. Ασφαλώς στην Ελλάδα ο πόλεμος αυτός δεν τέλειωσε με την άνευ όρων συνθηκολόγηση της Γερμανίας και των Ναζί, αλλά συνεχίστηκε ακόμη πιο βρώμικος και κοινωνικά διαλυτικός με τον εμφύλιο, μέχρι την συντριβή του προοδευτικού κινήματος. Μέχρι την συντριβή των αυθεντικών πατριωτών και του γνήσιου πατριωτισμού, ο οποίος κακοποιήθηκε, «ξεζουμίστηκε» και διαστράφηκε ως ιδέα, πολιτική και στάση ζωής μέσα στη μέγγενη που κατασκεύασε ο διπολισμός: το πρόστυχο, τυχοδιωκτικό παίγνιο στην Ελλάδα της αναδυόμενης ιμπεριαλιστικής-θαλάσσιας υπερδύναμης (ΗΠΑ) και της νέας ηπειρωτικής υπερδύναμης με αυτοκρατορική κουλτούρα και πρακτική (ΕΣΣΔ), με τοπικούς δορυφόρους αυτούς που και σήμερα κατασκευάζουν δύο φαντασιακά στρατόπεδα με άκρατο λαϊκισμό, έχοντας συνήθως κάποιον χορηγό.
Δεξιός ή αριστερός πατριωτισμός χωρίς χορηγό δεν γίνεται την σήμερον, σεβαστέ μου αναγνώστη! Και έτσι γίνεται δραματικά επίκαιρος εκείνος ο βέλγος υπουργός εξωτερικών (Paul-Henri Spaak), ο οποίος σχολιάζοντας τις ευρωπαϊκές πατριωτικές στάσεις που οδήγησαν στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, έλεγε πως αυτές είχαν ως βασικά χαρακτηριστικά και τελικώς κίνητρο την απάτη, την πολιτική διαστροφή της πραγματικότητας, το ψέμα, την μαύρη αγορά, την συκοφαντία των αντικειμενικών πολιτικών αντιπάλων τους, την διαβολή φίλων και ομοϊδεατών στο πλαίσιο ενός απολιτικού ηγεμονισμού, την δολιότητα, την λεηλασία, την μαγγανεία παραθεσμικών πολιτικών και οικονομικών κέντρων και την μεταφορά των πολιτικών και οικονομικών αντιπαλοτήτων των ευρωπαϊκών ελίτ από την πολιτική οικονομία στην εθνικιστική βία της ερμηνείας.
Ακόμη και η μεγάλη αντεπίθεση του Κόκκινου Στρατού, που κατέληξε στην ισοπέδωση του Βερολίνου και στην μεγάλη νίκη εναντίον του ναζισμού, ξεκίνησε με την πυροδότηση του ρωσικού εθνικισμού από τον Στάλιν! Μόνον που τόσο για τους δυτικούς, όσο και για τους σοβιετικούς το πατριωτικό καθήκον περιείχε όλα τα πιο πάνω ανήθικα πολιτισμικά χαρακτηριστικά! Μια πολιτισμική εξαχρείωση που ενδυναμώθηκε, εμπεδώθηκε και γενικεύτηκε στην Ευρώπη με την μορφή του αγώνα για κάποιο δίκαιο, μετά την τραγική για τους ευρωπαίους και όχι μόνον, ανάπτυξη του ναζισμού και του φασισμού: μιας απάνθρωπης, σχιζοφρενικής ηθικής που ενεργοποίησε τον πατριωτικό τυχοδιωκτισμό παντού στην Ευρώπη.
Όχι, η σημερινή γερμανική ελίτ, ούτε ναζιστική είναι ούτε φασιστική, είναι όμως εξίσου πολιτικώς αυτιστική με εκείνη που προκάλεσε τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και που δίχως αυτήν δεν θα είχε υπάρξει ο Πρώτος. Η τραγικά κοντόφθαλμη και εφιαλτικά βάρβαρη ιδιοσυγκρασία της κοσμοαντίληψης της γερμανικής ελίτ είναι που προκαλεί πάλι, μετά την επανένωση των Γερμανιών, τις κρίσεις στην Ευρώπη. Είναι αυτή που προκάλεσε την γιουγκοσλαβική κρίση, η οποία ακόμη ταράσσει και υπονομεύει την σταθερότητα στα Βαλκάνια, είναι αυτή που επέτρεψε να δημιουργηθεί και να εξελιχθεί η σύγχρονη ελληνική κρίση και είναι αυτή που αποσταθεροποίησε την πιο επικίνδυνη ίσως περιοχή της Ευρώπης με όρους γεωπολιτικής, γεωοικονομίας και γεωστρατηγικής: την Ουκρανία.
Οι παραπάνω αράδες αποκρυσταλλώνουν το δικό μου πατριωτικό καθήκον της συγκυρίας. Αυτή είναι η μικρή αλήθεια της προσωπικής μου διανοητικής συγκρότησης, που καταλήγει στο συμπέρασμα πως αυτήν την περίοδο στην Ελλάδα θα πρέπει να ανατείλει ένας εντελώς διαφορετικός πατριωτισμός που θα είναι το αποτέλεσμα της κριτικής στον δεξιό και αριστερό πατριωτισμό, οι οποίοι συνδέθηκαν με τον ακραίο λαϊκισμό και που σήμερα, αν ρίξεις μια ματιά στον κυριακάτικο Τύπο, θα διαπιστώσεις πως διαθέτει και έναν Κύριο Χορηγό! Μόνον η ανάπτυξη ενός πατριωτικού κινήματος χωρίς λαϊκισμό και (τραπεζικό ή άλλο) χορηγό θα μπορούσε να υποστηρίξει τα ουσιώδη συμφέροντα των φτωχοποιημένων και φτωχοποιούμενων δύο τρίτων της ελληνικής κοινωνίας, στο πλαίσιο της επερχόμενης πολιτικής λύσης στο Ελληνικό Ζήτημα!
Μόνον ένας σύγχρονος ελληνικός πατριωτισμός χωρίς λαϊκισμό και χορηγό, θα μπορούσε να υπερασπιστεί ένα σχέδιο θεσμικής και παραγωγικής ανασυγκρότησης της Ελλάδας με πραγματιστικούς, δηλαδή σοσιαλ-δημοκρατικούς όρους, σαν αυτούς που δόμησαν την μεταμαοϊκή Κίνα, αλλά ασφαλώς σε ένα εντελώς διαφορετικό πλαίσιο πολιτικού πνεύματος. Εδώ θα πρέπει να κυριαρχήσει η κληρονομιά του δημοκρατικού ευρωπαϊσμού, που καλλιεργεί την αμφισβήτηση και την υψηλού επιπέδου κριτική για κοινωνική σύγκληση και οικονομική ανάπτυξη, στην θέση του αυταρχισμού και του γραφειοκρατικού συγκεντρωτισμού. Άλλη είναι η πολιτική παράδοση στην Κίνα και άλλη στην Ευρώπη. Εντελώς διαφορετικές οι συνθήκες και εντελώς διαφορετικές οι εμπειρίες. Αλλά ο κινεζικός πραγματισμός δείχνει τουλάχιστον τον χαρακτήρα που θα μπορούσε να έχει ένας σύγχρονος πατριωτισμός για τους έλληνες.
Ο Αλέξης Τσίπρας πέτυχε σε κάποιο βαθμό προεκλογικά να εκφράσει αυτήν την μορφή πατριωτισμού με συγκρατημένο λαϊκισμό και χωρίς χορηγό, αν και υποστηρίχθηκε από ένα τμήμα της δυτικής και της ευρωπαϊκής ελίτ. Ήταν η προοδευτική ελίτ, αλλά ταυτόχρονα και ένα κομμάτι της πλέον δόλιας, παρασιτικής οικονομικής ελίτ. Σήμερα, ωστόσο, φαίνεται η κυβέρνηση του να διέρχεται μία λανθάνουσα κρίση, όχι τόσο εξαιτίας της επίθεσης ελληνικών και ξένων οικονομικών κέντρων, όσο εξαιτίας της «πατριωτικής ασάφειας», με όρους ασφαλώς πραγματισμού, που την διακρίνει.
Η κυβέρνηση αυτή κέρδισε την λαϊκή εντολή για να προσφέρει μία πολιτικού χαρακτήρα λύση στην ελληνική οικονομική κρίση και ενώπιον αυτής της πιθανότητας βρισκόμαστε πλέον μετά από τρεις μήνες. Αυτό το κρίσιμο τρίμηνο η κυβέρνηση Τσίπρα απέτυχε να διαπραγματευθεί πολιτικά, καθώς δεν ήταν έτοιμη στο πλαίσιο ενός λεπτομερούς σοσιαλ-δημοκρατικού σχεδίου που θα περιείχε ασφαλώς και εναλλακτικά σενάρια. Ξεκίνησε διερευνητικά και έχασε το πολιτικό μομέντουμ. Τώρα πια είναι αδύνατον να εκμεταλλευτεί την πολιτική δυναμική που όρισε την υπόστασή της. Έχει χάσει σημαντικό μέρος του πολιτικού της κεφαλαίου, παρότι διατηρεί και ίσως αυξάνει την εκλογική της επιρροή. Για να επανακτήσει τουλάχιστον ένα μέρος από το απαραίτητο πολιτικό δυναμικό που θα της επιτρέψει να υποστηρίξει ένα ισχυρό διαπραγματευτικό προφίλ στην κρίσιμη πολιτική διαπραγμάτευση που ουσιαστικά έχει αρχίσει μετά το eurogroup στην Ρίγα, θα πρέπει δίχως την παραμικρή καθυστέρηση, να απευθυνθεί στον ελληνικό λαό με αντιλαϊκιστικούς και αυτοκριτικούς όρους, αποφεύγοντας τον πειρασμό του χορηγού!
Αν δεν μπορεί να το πράξει ο Αλέξης Τσίπρας, ή αν θεωρεί ότι δεν μπορεί να παρακινήσει για την συγκρότηση ενός σύγχρονου, μη-λαϊκιστικού πατριωτικού κινήματος, ας καταφύγει σε εκλογές. Η νομιμοποίηση αποφάσεων σε αντίθεση με τις προεκλογικές δεσμεύσεις του ΣΥΡΙΖΑ, ή η πολιτική νομιμοποίηση εκλογών διά ενός δημοψηφίσματος που θα θέτει υπόψιν του ελληνικού λαού μία συνολική συμφωνία με τους εταίρους μας στην ευρωζώνη για ένα «ναι» ή ένα «όχι» - στο πνεύμα του Σχεδίου Ανάν που τέθηκε για έγκριση και απορρίφθηκε από τον κυπριακό λαό - θα ήταν μία καταστροφική διαδικασία τόσο για την ελληνική αριστερά, όσο και για την πιθανότητα ανάπτυξης ενός σύγχρονου πατριωτισμού, όπως τον όρισα. Μία τέτοια κίνηση θα ανατροφοδοτούσε τον πατριωτισμό με την έννοια που τον κατήγγειλε ο Paul-Henri Spaak και στον οποίο αναφέρθηκα στην εισαγωγή αυτού του σημειώματος.
Η πρακτική του δημοψηφίσματος στην συγκεκριμένη περίπτωση θα εγκλωβίσει και θα διαστρέψει τις ελληνικές πολιτικές, όπως το κοινωνικό και το εθνικό συμφέρον, για πολλές δεκαετίες στην συνέχεια. Και τέτοιο πολιτικό ατόπημα δεν θα μπορούσε να επωμιστεί η Ευρωπαϊκή Αριστερά της Ελλάδας. Αντίθετα δεν θα είχε κανένα πρόβλημα η δεξιά γενικότερα και ειδικά ο δεξιός κυβερνητικός εταίρος του ΣΥΡΙΖΑ. Ένα τέτοιο δημοψήφισμα θα ενεργοποιούσε τον πατριωτισμό και τους πατριώτες του λαϊκισμού και του χορηγού. Αντίθετα ο δικός μου πατριωτισμός στον οποίο αναφέρθηκα, απορρίπτει σε κάθε περίπτωση το δημοψήφισμα και θεωρεί πως μόνον οι εθνικές εκλογές θα μπορούσαν να καταστήσουν με πραγματιστικούς όρους υπεύθυνο το εκλογικό σώμα πριν από την τελική συμφωνία με τους εταίρους – πιστωτές της Ελλάδας.
Αν, ωστόσο, οι εκλογές γίνουν αφού έχει ολοκληρωθεί η πολιτική συμφωνία, τότε θα είναι έκφραση πολιτικής δολιότητας, μια και θα λειτουργούσαν ως οιονεί δημοψήφισμα, πυροδοτώντας τον λαϊκιστικό πατριωτισμό, σε αντίθεση με τον ευρωπαϊσμό εκείνων που συγχέουν την έννοιά του με τον νενεκισμό. Ένα πιθανό δημοψήφισμα θα χώριζε την Ελλάδα σε δύο στρατόπεδα με λαϊκιστικούς όρους, ενώ νέες εθνικές εκλογές θα μπορούσαν να εκφράσουν την πλουραλιστική βούληση του ελληνικού λαού για μια νέα κοινοβουλευτική σύνθεση που θα υπηρετούσε τον ελληνικό πατριωτισμό χωρίς λαϊκισμό και χορηγό, στην αντιπαράθεσή του με τον αυταρχικό νεοφιλελευθερισμό που υπό την γερμανική ηγεσία μασκαρεύεται τον ευρωπαϊσμό.
Πηγή:http://kafeneio-gr.blogspot.gr/2015/04/blog-post_874.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.