H Ουαλία τιμά τον ποιητή που άλλαξε τα όρια των λέξεων.
«Ένα ποίημα είναι η πιο επίπονη και αχάριστη πράξη δημιουργίας»
ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Σαν σήμερα, 29 Οκτωβρίου του 1953, σε ηλικία 39 ετών, ο Ντύλαν Τόμας έκανε την τελευταία δημόσια ανάγνωση στο City College της Νέας Υόρκης. Με κλονισμένη την υγεία του από το αλκοόλ, κατέρρευσε στο ξενοδοχείο του Chelsea Hotel και πέθανε στο Νοσοκομείο του Αγίου Βικεντίου του στις 9 Νοεμβρίου. Φέτος η Ουαλία τιμά τον ποιητή της με μια σειρά εκδηλώσεων, οι οποίες «συνεχίζονται» και στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, στη Νέα Υόρκη, στην οποία διέμενε τα τελευταία 4 χρόνια της ζωής του.
Όπως έγραψε ο ίδιος «Ένα ποίημα είναι η πιο επίπονη και αχάριστη πράξη δημιουργίας». Όμως ο πιο διάσημος Ουαλός ποιητής του κόσμου, ο Ντύλαν Τόμας, έμελλε με την ποίησή του να σφραγίζει όχι μόνο την παγκόσμια δημιουργία αλλά και να επηρεάσει με την σπαρακτικότητά του ολόκληρες γενιές ποιητών στην Ευρώπη και την Αμερική. Στην ποίηση του Τόμας, κυριαρχεί το βίωμα. Λυρισμός συναισθηματική φόρτιση, η γέφυρα ή το χάσμα που χωρίζει τη ζωή και το θάνατο.
Το Boat House του Ντύλαν Τόμας, με θέα στο Taf Estuary του LaugharneΓεννήθηκε το 1914 στο Σουόνσι της Ουαλίας και παράτησε το σχολείο στα 16 του χρόνια. «Είχε γεννηθεί με την εμπειρία μέσα του». Με μεγαλειώδη τρόπο μετέτρεψε την εμπειρία αυτή σε πάθος. Παρόντες και κυρίαρχοι στην ποίησή του ο βαθύς ανθρώπινος πόνος, το πάθος, η μουσικότητα των αισθήσεων.«Μοιάζω μια ζωή να παραπονιέμαι για το ότι δεν μπορώ να ταιριάξω τη διάθεση των επιστολών μου με τη διάθεση του αποσαθρωμένου κόσμου που με περιβάλλει. Σήμερα παραπονιέμαι και πάλι γιατί μια κολασμένη ομίχλη κείται πάνω από το πορθμείο του Λάφαρν, και τα σύννεφα απλώνονται πάνω από τον μελωδό ουρανό –τι εξεζητημένη μεταφορά– σαν σεντόνια προστατευτικά πάνω σ’ ένα πιάνο»
(απόσπασμα από τις επιστολές του, μετ. Γιώργος Ίκαρος Μπαμπασάκης)
Έχει επενδύσει σχεδόν τα πάντα στην αποδοχή του έργου του από τους κριτικούς και όταν εκείνοι το απορρίπτουν, οδηγείται στην αυτοκαταστροφή του, με μια γενικευμένη παραίτηση από τα πάντα. Το αλκοόλ μετατρέπεται σε αδιαπραγμάτευτο πάθος μέχρι το τέλος.
Εργάσθηκε σαν δημοσιογράφος και η φαντασία με την οποία διαχειρίστηκε και έγραψε τα θέματά του κίνησαν αμέσως την προσοχή όλων. Ο Ντύλαν Τόμας έδωσε ξανά στην αγγλική γλώσσα το πάθος πέρα από την ακρίβεια και τον ρομαντισμό πέρα από τον μοντερνισμό. Ο Ντύλαν Τόμας είναι ερωτευμένος με τις λέξεις. Το βασικό όπλο του τιθασεύεται με πρωτοφανή τρόπο. Στις λέξεις του Ντύλαν υπάρχει χώρος για τα αισθήματα, τα πνευματικά ζητήματα, τις μεγάλες αλήθειες της ζωής και του θανάτου. Η ιδιομορφία της γραφής του τον κάνει να μη μπορεί να συγκριθεί με άλλο ποιητή.
Γύρω στο 50 με τη γυναίκα και την κόρη του
Το 1934 εκδίδει την πρώτη του ποιητική συλλογή, 18 ποιήματα, ενώ ένα μόλις μήνα πριν από την έκδοσή τους μετακομίζει στο Λονδίνο. Έχει επενδύσει σχεδόν τα πάντα στην αποδοχή του έργου του από τους κριτικούς και όταν εκείνοι το απορρίπτουν, οδηγείται στην αυτοκαταστροφή του, με μια γενικευμένη παραίτηση από τα πάντα. Το αλκοόλ μετατρέπεται σε αδιαπραγμάτευτο πάθος μέχρι το τέλος.
Το 1936 κυκλοφορούν τα 25 ποιήματα, με τα οποία θα κερδίσει εν μέρει τους κριτικούς, αλλά κυρίως θα υιοθετήσει οριστικά πια και με σιγουριά ένα καθαρά προσωπικό ύφος.
Η τελευταία του φωτογραφία στο Swansea. Mια τελευταία στάση στην αγαπημένη του παμπ, λίγο πριν φύγει για το μοιραίο ταξίδι της Αμερικής
Το 1937 παντρεύεται την Caitlin Macnamara με την οποία θα κάνει τρία παιδιά, δύο γιους και μία κόρη. Στην αρχή του έγγαμου βίου περνάει μέρες ανείπωτης χαράς και δύο χρόνια μετά εκδίδει την αριστουργηματική συλλογήΟ χάρτης της αγάπης, ενώ παράλληλα κάνει δουλειές του ποδαριού και κάποιες διαφημίσεις για το ραδιόφωνο. Όμως, η μόνιμη φτώχεια γίνεται ακόμα πιο πιεστική, αφού η οικογένεια του ζευγαριού μεγαλώνει και τα τρία παιδιά επιβαρύνουν σημαντικά τα έξοδά τους. Ώσπου, ξαφνικά το 1940, του αναθέτουν μια ραδιοφωνική εκπομπή που θα τον κάνει διάσημο. Έτσι, η τέταρτη συλλογή τουΘάνατοι και Είσοδοι, που δημοσιεύεται το 1946, κερδίζει το αναγνωστικό κοινό κάνοντας τεράστιες πωλήσεις. Η επιτυχία και η απήχηση του έργου του έχουν πλέον πάρει την ανιούσα, σε αντιδιαστολή με την κλονισμένη από το αλκοόλ υγεία του, που παρουσιάζει προβλήματα. Το 1950 του προτείνουν να κάνει μια περιοδεία απαγγελιών στην Αμερική και ακολουθούν άλλες δύο, το 1952 και ’53. Πεθαίνει όμως ξαφνικά, στις 9 Νοεμβρίου 1953, στη Νέα Υόρκη, από αλκοολική τοξίνωση.
«Αλλά, όταν όντως έρχονται οι λέξεις, τις δρέπω τόσο απόλυτα από τους ζωντανούς συσχετισμούς τους ώστε μονάχα ο θάνατος μέσα στις λέξεις ν’ απομένει» (απόσπασμα από τις επιστολές του, μετ. Γιώργος Ίκαρος Μπαμπασάκης)
Η λέξη που εκφράζει την ποίησή του είναι η μαγεία. Η ένταση και η σφοδρότητα των στίχων που μετατρέπονται σε ψυχικά τοπία είναι ανυπέρβλητη. Όπως ανυπέρβλητη είναι η μοναδικότητα, το απελευθερωτικό συναίσθημα που αισθάνεται κάθε αναγνώστης μπροστά στις λέξεις του.
Εχω ποθήσει να ξεφύγω
Έχω ποθήσει να ξεφύγω από το ερπετό
της ψεύτικης ημέρας
κι απ’ τον αρχαίο τρόμων τον κατασπαραγμό,
γερνώντας πλέον φοβερά, καθώς η μέρα πέφτει
από το λόφο σε απροσμέτρητο βυθό∙
έχω ποθήσει να ξεφύγω
απ’ των χαιρετισμών
το πήγαινε-έλα. Ο άνεμος
γέμισε πνεύματα, πνευμάτων ήχους το χαρτί,
βροντάει κι αστράφτει κουδούνια και προσκλήσεις.
Έχω ποθήσει να ξεφύγω, όμως φοβάμαι∙
λίγη ζωή περισωσμένη αν ξεπηδούσε
απ’ του παλιού μου φόβου αποκαΐδι
ανάερα σκάζοντας και μ’ άφηνε τυφλό;
Από της νύχτας τον αρχαίο πανικό,
ένα καπέλο που έβγαλα,
τα χείλια μου σμιχτά στ’ ακουστικό,
δε θα με τσάκιζε αμέσως του θανάτου το φτερό;
Δεν φοβάμαι μην πεθάνω απ’ αυτά,
μισά συμβάσεις, ψέματα τ’ άλλα μισά.
Μετάφραση Γιώργος Μπλάνας, από τα “25 ποιήματα”, εκδόσεις Ερατώ 2003.
Ο ήρωάς μου γυμνώνει τα νεύρα του
Ο ήρωάς μου γυμνώνει τα νεύρα του
Που κυβερνούν απο καρπό σε ώμο
Ξεσκεπάζει το κεφάλι που σαν κοιμισμένο στοιχειό
Στηρίζει το θνητό μου κυβερνήτη
Την πε΄ρηφανη ράχη που ξεπετιέται
Όλο στροφές και συστροφές.
Κι αυτά τα δύστυχα νεύρα
Κουβάρι ν’ ανεβαίνουν στο κρανίο
Πόνος στο ερωτοστέρητο χαρτί
Πραδίδω στην αγάπη με τις άναρχες καλικατζούρες μου
Που αρθρώνουν όλη την πείνα του έρωτα
Και μιλούν για την αρρώστια του κενού στη σελίδα.
Ο ήρωάς μου γυμνώνει τα πλεύρα μου
Και βλέπει την καρδιά του
Να πατά γυμνή σαν Αφροδίτη
Της σάρκας την ακτή
Και να πνέει την αιματόχρωμη πτυχή της
Μανδύας τη νεφρική μου υπόσχεση
Υπόσχεται μια θέρμη μυστική.
Κρατά το νήμα του νευρικού κιβωτίου του
Επαινώντας την πλάνη τη θνητή
Γέννησης και θανάτου απάτες αναίσχυντων κλεφτών
Και τον άνακτα της πείνας
Τραβά την αλυσίδα κινείται η δεξαμενή.
Μετάφραση: Γιώργος Μπλάνας
Τη νύχτα ονειρεύονται
Πρώτη Φωνή
(Πολύ σιγανά)
Για ν’ αρχίσουμε απ’ την αρχή. Είναι άνοιξη. Αφέγγαρη η νύχτα στη μικρή πόλη, χωρίς αστέρια, βιβλικά μαύρη. Πέτρινοι σιωπηλοί δρόμοι και το δάσος καμπούρικο με τους ερωτευμένους, τους λαγούς, αθέατο κατεβαίνει κούτσα – κούτσα ως τη μαύρη – κορόμηλο, μαύρη – κοράκι, την ελαφροκυματούσα θάλασσα με τις ψαρόβαρκες.
Τα σπίτια είναι τυφλά σαν τους τυφλοπόντικες (αν κι αυτοί βλέπουν καλά τη νύχτα μεσ’ απ’ τις βελούδινες τρύπες τους, ξεμυτίζοντας), τυφλά σαν τον Καπετάν – Γάτο εκεί στη μέση κοντά στη βρύση και το ρολόι της πόλης, τα κατάκλειστα μαγαζιά, το Ίδρυμα Κοινής Ωφελείας μαυροφορεμένο στο σκοτάδι. Η νανουρισμένη , βουβαμένη πολιτεία με τους ανθρώπους της κοιμάται τώρα.
Σ…σ…σ… τα μωρά κοιμούνται, οι γεωργοί, οι ψαράδες, οι έμποροι, οι συνταξιούχοι, ο τσαγκάρης κοιμάται, ο δάσκαλος, ο ταχυδρόμος, ο ταβερνιάρης, ο νεκροθάφτης, και η ζωηρή του χωριού, ο μέθυσος, η ράφτρα, ο παπάς, ο αστυνόμος, η γυναίκα με τα μύδια και τα παππίσια πόδια και οι ταχτικές νοικοκυρές.
Τα νέα κορίτσια στα μαλακά κρεβάτια γλιστρούν στ’ όνειρό τους ως το δάσος που αντηχεί σαν εκκλησιαστικό όργανο, γλιστρούν με δαχτυλίδια και προικιά κι είναι οι πυγολαμπίδες που κρατούν την ουρά της νυφης. Τ’ αγόρια κάνουν πονηρά όνειρα, καβαλικεύουν τ’ αδάμαστα άτια της νύχτας ή αλωνίζουν κουρσεμένες θάλασσες. Ανθρακίτης τα σώματα των αλόγων κοιμισμένα στα λιβάδια, οι αγελάδες στους σταύλους, οι σκύλοι στις αυλές μ’ υγρές μουσούδες. Κι οι γάτες λαγοκοιμούνται στις γωνιές ή με πονηρές δρασκελιές, σαν αστραπή χώνονται στο σύννεφο το μοναδικό της στέγης.
Μπορείς ν’ ακούσεις τη δροσούλα να πέφτει και την πόλη σε σιγή ν’ ανασαίνει. Μόνο τα δικά σου μάτια μένουν ανοιχτά και βλέπουν τη μαύρη πολιτεία βυθισμένη, τυλιγμένη σε ύπνο αργό. Και μόνο εσύ μπορείς ν’ ακούσεις την αόρατη πτώση των άστρων, τη θάλασσα στην πιο σκοτεινή της στιγμή, την πριν απ’ την αυγή·
(Απόσπασμα)
“Κάτω απο το γαλατόδασος” (ένα έργο για φωνές)
Μτφρ. Κατερίνα Αγγελάκη Ρουκ
Κι ο Θάνατος δε θάχει πια εξουσία
Κι ο θάνατος δεν θάχει πια εξουσία..
Γυμνοί οι νεκροί θα γίνουν ένα
Με τον άνθρωπο του ανέμου και του δυτικού φεγγαριού
Όταν ασπρίσουν τα κόκκαλά τους και τριφτούν τ’ άσπρα κόκκαλα
θάχουν αστέρια στον αγκώνα και στο πόδι
Αν τρελλάθηκαν η γνώση τους θα ξαναρθεί,
Αν βούλιαξαν στο πέλαγος θ’ αναδυθούν
Αν χάθηκαν οι εραστές δεν θα χαθεί η αγάπη
Κι ο θάνατος δεν θαχει πια εξουσία..
Κι ο θάνατος δεν θάχει πια εξουσία
Όσους βαθειά σκεπάζουν οι στροφάδες των νερών
Δεν θ’ αφανίσει ανεμοστρόβιλος
Κι αν στρίβει ο τροχαλίας κι οι κλειδώσεις ξεφτίζουν
Στον τροχό αν τους παιδεύουν δεν θα τους συντρίψουν
Στα σπασμένα τα χέρια τους θαναι η πίστη διπλή
Κι οι μονόκεροι δαίμονες ας τρυπούν το κορμί
Χίλια κομμάτια θρύψαλα κι αράγιστοι θα μείνουν
Κι ο θάνατος δεν θάχει πια εξουσία..
Κι ο θάνατος δεν θάχει πια εξουσία
Ας μη φωνάζουν πια στο αυτί τους γλάροι
Ας μην σπάζει μ’ ορμή στο γιαλό τους το κύμα
Εκεί που εν’ άνθι φούντωνε δεν έχει τώρα ανθό
Να υψώσει την κορφή του στης βροχής το φούντωμα
Τρελλοί, μπορεί, και ξόδια, ψόφια καρφιά, μα ιδές
Φύτρα των σημαδιών τους, να, σφυριές οι μαργαρίτες
Ορμούν στον ήλιο ωσότου ο ήλιος να καταλυθεί,
Κι ο θάνατος δεν θάχει πια εξουσία..
Μετάφραση: Λύντια Στεφάνου
Πηγή:http://aixmi.wordpress.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.