Tου Δημήτρη Γρηγορόπουλου
Η κοινοβουλευτική δικτατορία (ολοκληρωτικός κοινοβουλευτισμός) είναι κράτος έκτακτης ανάγκης. Δηλαδή, δεν θεσπίζεται ως ανώτερη κρατική μορφή σε μιαν αντίστοιχη μορφή κοινωνικής εξέλιξης. Υπάρχει όμως η εξής σημαντική διαφορά. Το κράτος έκτακτης ανάγκης αυτορίζεται ως παροδική μορφή και επαγγέλλεται την αποκατάσταση της κοινοβουλευτικής ομαλότητας, όταν ακριβώς θεραπευτεί και παρέλθει η έκτακτη ανάγκη. Αυτή τη θέση υιοθετεί κατά κανόνα και η στρατιωτική δικτατορία που ορίζεται ως μεταβατικό καθεστώς. Απεναντίας, το κλασικό φασιστικό καθεστώς αυτορίζεται ως κρατικό μόρφωμα ανώτερο της αστικής δημοκρατίας, που την απαξιώνει σαν εκφυλισμένη πολιτική μορφή. Καταργεί επομένως τον κοινοβουλευτικό θεσμό, υποκαθιστώντας τον συχνά με ένα ελεγχόμενο και εκλεγόμενο συμβούλιο των τάξεων, φεουδαρχικού τύπου.
Το φασιστικό καθεστώς είναι ανοιχτή στρατιωτική δικτατορία, άρση κάθε αντιπροσώπευσης, κατάργηση δικαιωμάτων και ελευθεριών, απόλυτη κυριαρχία της καταστολής. Η κοινοβουλευτική δικτατορία χαρακτηρίζεται από σχετική κυριαρχία της καταστολής, με διατήρηση του κελύφους της αστικής δημοκρατίας, του αστικού πλουραλισμού, ακόμη και αριστερών κομμάτων, της ελεύθερης δράσης των συνδικάτων, υπολειμμάτων ελευθερίας της έκφρασης. Το καθεστώς έκτακτης ανάγκης συγκροτείται εντός της αστικής δημοκρατίας με μετατόπιση των μηχανισμών εξουσίας στην καταστολή.
Στη στρατιωτική και φασιστική δικτατορία η άρθρωση της εξουσίας στους μηχανισμούς καταστολής επιτελείται με την αναίρεση της αστικής δημοκρατίας. Στη στρατιωτική δικτατορία, με δηλωμένη πρόθεση αποκατάστασης της αστικής δημοκρατίας εξαγιασμένης όμως (η δημοκρατία στο γύψο, κατά τη ρήση του δικτάτορα Γ Παπαδόπουλου), ενώ απεναντίας η φασιστική δικτατορία εγκαθιδρύεται όχι ως παρενθετικό θεραπευτικό καθεστώς της αστικής δημοκρατίας αλλά ως αυτόνομο, ποιοτικά ανώτερο καθεστώς, που καταργεί και υπερβαίνει την αστική δημοκρατία και τις εκφυλιστικές (Κ. Σμιτ) παρενέργειές της.
Ειδοποιό γνώρισμα των φασιστικών καθεστώτων είναι η έδρασή τους σε μαζικά κινήματα, σε ιδεολογία «υβριδική» που συγκαλύπτει τον άκρο συστημισμό της με δάνεια απ’ την προλεταριακή ιδεολογία: Χαρακτηριστικό δείγμα ο όρος «εθνικοσοσιαλισμός», που υποτίθεται ότι εκφράζει την ισοδύναμη σύνθεση του εθνικού και του σοσιαλιστικού στοιχείου. Χρησιμοποιώντας τη φασιστική ιδεολογία και το φασιστικό κόμμα επιχειρούν μαζική διείσδυση και επίδραση στην αστική κοινωνία. Αξιοποιούν την αστική δημοκρατία για να κατακτήσουν την κρατική εξουσία, καταργώντας την, όταν εδραιωθούν. Αξιοποιούν την αστική νομιμότητα, αλλά και την τρομοκρατική και εγκληματική δράση (τάγματα εφόδου).
Έτσι, στις εκλογές της 31/7 και 6/11 του 1932 το Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα κερδίζει την πλειοψηφία (37,4% και 33,1% αντίστοιχα). Τον Ιανουάριο του 1933 διορίζεται ο Αδ. Χίτλερ καγκελάριος απ' τον πρόεδρο Π. Φ. Χίντεμπουργκ. Μετά την προβοκάτσια του εμπρησμού του Ράιχσταγκ κηρύσσει τη Γερμανία σε κατάσταση πολιορκίας. Σε καθεστώς τρομοκρατίας πραγματοποιούνται εκλογές στις 5/3/1933. Το Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα σε συνεργασία με το Εθνικό Λαϊκό Κόμμα κατακτά την απόλυτη πλειοψηφία (43,9% και 8% αντίστοιχα). Σε τρεις μήνες η αστική δημοκρατία καταργείται. Η βουλή αυτοκαταργείται, παραχωρώντας την πλήρη εξουσία στον Χίτλερ, ο οποίος πλέον μπορεί να κυβερνά χωρίς τη συναίνεση της Βουλής.
Καταργούνται τα γερμανικά κρατίδια, διαλύονται τα συνδικάτα, απαγορεύεται η λειτουργία των κομμάτων πλην του Εθνικοσοσιαλιστικού. Τα πογκρόμ κατά των Εβραίων και των κομμουνιστών αποκτούν μαζικό και συστηματικό χαρακτήρα. Ιδρύονται στρατόπεδα συγκέντρωσης και καταναγκαστικής εργασίας. Αν και το Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα έχει εκδηλώσει απέχθεια προς την αστική δημοκρατία, οι αστικές δυνάμεις, οικονομικές, πολιτικές, στρατιωτικές, πολιτικές, προκειμένου να διασφαλίσουν και να επεκτείνουν την οικονομική και κρατική κυριαρχία της Γερμανίας συμπράττουν και προωθούν τον Χίτλερ στην εξουσία. Όπως έλεγε ο Μαρξ στην 18η Μπρυμαίρ, παραιτούνται απ’ την εξουσία τους, για να τη σώσουν...
Παρά τον άκρως ολοκληρωτικό και βίαιο χαρακτήρα του το εθνικοσοσιαλιστικό καθεστώς έχει εδραία μαζική βάση και ηγεμονία μέχρι την αντιστροφή της έκβασης του πολέμου. Τα άλλα φασιστικά και φασίζοντα καθεστώτα του Μεσοπολέμου, με μερική εξαίρεση το φασιστικό καθεστώς της Ιταλίας, δεν κατακτούν την ηγεμονία και την ενεργό συναίνεση, ουσιαστικά στηρίζονται στον στρατιωτικό αστυνομικό κατασταλτικό μηχανισμό και στη βίαιη (όχι απλώς απαγόρευση της πολιτικής δράσης) δίωξη των αντιφρονούντων. Η δημιουργία των στρατοπέδων συγκέντρωσης αποτελεί κοινή πρακτική αυτών των καθεστώτων.
Σ’ αυτή την κατηγορία ανήκει και η δικτατορία του Ιωάννη Μεταξά (4η Αυγούστου 1936), που δεν κατακτά συναίνεση και ηγεμονία, λαϊκό έρεισμα, μαζική πολιτική βάση (κόμμα) παρά τη φίμωση της ελεύθερης έκφρασης, τη στρατικοποίηση (ΕΟΝ) της νεολαίας και των συνδικάτων και τον σοβινιστικό μεγαλοϊδεατισμό του «Τρίτου Ελληνικού Πολιτισμού», συνέχεια υποτίθεται του αρχαιοελληνικού και του βυζαντινού πολιτισμού.
Ιδιοτυπία του μεταξικού καθεστώτος αποτελεί το ότι δεν επιβάλλεται με στρατοκρατικό εγχείρημα, κινηματική τρομοκρατική δράση, αυτόνομη κοινοβουλευτική δύναμη, στοιχεία που εξασφάλιζε χαρακτηριστικά σε ενιαία ολότητα το Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα της Γερμανίας. Η εξουσία που εξασφάλισε ήταν δοτή, με τη συνενοχή και ηττοπάθεια των αστικών κομμάτων. Στη Βουλή του 1936 ο Μεταξάς διέθετε μόνο επτά βουλευτές! Εξασφάλισε όμως ψήφο εμπιστοσύνης απ’ τη Βουλή, την οποία αξιοποίησε αλά Χίτλερ, για να ανατρέψει μετά λίγους μήνες τον κοινοβουλευτισμό και να κηρύξει τη Δικτατορία της 4ης Αυγούστου με την έγκριση του βασιλιά Γεωργίου Β'.
Η αστική δημοκρατία, το φασιστικό πολιτικό καθεστώς, το κράτος έκτακτης ανάγκης και οι διάφορες παραλλαγές τους έχουν διακριτότητα πολιτικής μορφής αλλά κοινότητα πολιτικής ουσίας. Ο τύπος όλων των παραλλαγών καθορίζεται απ’ την κοινή για όλες τις μορφές ταξική δικτατορία του κεφαλαίου. Η κοινή ταξική ουσία του αστικού κράτους εξηγεί γιατί αυτές οι μορφές δεν είναι στεγανοποιημένες, αλλά αλληλεπιδρούν και αλληλοδιαπερνούν η μια την άλλη.
Σε συνθήκες κρίσης, οικονομικής και πολιτικής, εντείνεται η ανάγκη του κεφαλαίου για ισχυρό κράτος και καταστολή. Μ’ αυτή την έννοια, η κρίση του καπιταλισμού στον ελεύθερο ανταγωνισμό, σε συνθήκες ασταθούς ισορροπίας των ταξικών δυνάμεων, οδηγεί στη βοναπαρτική αστική δικτατορία. Η αντίστοιχη ταξική κατάσταση στη Γερμανία ωθεί τον Μπίσμαρκ σ’ ένα πρώιμο καθεστώς έκτακτης ανάγκης με εστίαση στο νόμο εναντίον των σοσιαλιστών. Στην κρίση του μονοπωλιακού αστικού κράτους το κεφάλαιο αντιδρά αφενός με την εκτροπή της αστικής δημοκρατίας σε φασιστικό καθεστώς, αφετέρου στο κορπορατιστικό ρυθμιστικό κράτος. Κοινό τόπο και στις δύο εκδοχές αποτελεί το ισχυρό παρεμβατικό στην οικονομία και την κοινωνία κράτος.
Στον ολοκληρωτικό καπιταλισμό με τη διαρθρωτική και δομική κρίση, αν και στον τύπο και τη μορφή κράτους δεσπόζει η καταστολή, διατηρείται η εξωτερική μορφή του αστικού δημοκρατικού συστήματος. Ο κοινοβουλευτικός ολοκληρωτισμός συγκροτείται με την εκτεταμένη απορρόφηση της νομοθετικής εξουσίας απ’ την εκτελεστική εξουσία και την κρατική γραφειοκρατία.
Η γραφειοκρατία, ισχυρή σ’ όλες τις αστικές κρατικές μορφές, ενισχύεται με την απορρόφηση εξουσιών απ’ τα υπουργεία (κατάρτιση νόμων, θεσμός μόνιμων υφυπουργών μη αιρετών με θητεία υπερβαίνουσα την κυβερνητική θητεία). Όλες οι μορφές αστικού κράτους διαθέτουν σχετική αυτονομία έναντι της κυρίαρχης τάξης. Οι αυταρχικές μορφές αστικού κράτους διαμορφώνουν αντιφατική αυτονομία: Μειώνεται η αυτοτέλειά τους ως προς τα κυρίαρχα ταξικά συμφέροντα, τα οποία υπηρετούν πιστότερα αυξάνοντας το βαθμό εκμετάλλευσης των υποτελών. Αποκτούν όμως ισχυρότερη λειτουργική αυτονομία λόγω ενίσχυσης του ρόλου τους (παράδειγμα η ρυθμιστική παρέμβαση της κυβέρνησης των ΗΠΑ αλλά και της ΕΕ στην κρίση των τραπεζών). Η δικαιοσύνη χειραγωγείται χωρίς απώλεια της αυτονομίας. Το δικαιίκό σύστημα (πολιτικά, κοινωνικά, εργατικά δικαιώματα) κολοβώνεται αλλά δεν καταργείται στο σύνολό του και ως σύστημα. Τα συστημικά κόμματα, αστικά και μικροαστικά, απεμπολούν τη σχετική αυτοτέλειά τους ως προς το κράτος, εξασφαλίζουν τη συνέχεια του κράτους και της πολιτικής του, περιορίζουν σε οριακό βαθμό τις διαφορές τους. Ενδεικτική είναι η μετάλλαξη των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων σε σοσιαλφιλελεύθερα.
Αν και οι κατασταλτικοί μηχανισμοί κυριαρχούν στο αυταρχικό κράτος, ενισχύονται και οι ιδεολογικοί μηχανισμοί και ως προς την ποσοτική λειτουργία τους και ως προς τη δύναμη της επιρροής του. Πολλαπλασιάζονται οι ιδιωτικοί και κρατικοί ιδεολογικοί μηχανισμοί, ενισχύεται η νομιμοποιητική ιδεολογική λειτουργία θεσμών, αν και περιστέλλονται, όπως το κοινοβούλιο, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, η Δικαιοσύνη. Η λειτουργία της ιδεολογίας αποποιείται τη μέχρι πριν από λίγα χρόνια προνομιακή μεγάλη αφήγηση του νεοφιλελευθερισμού και επιδίδεται στη διάχυση της κινδυνολογίας και του δέους, στον εθισμό του κοινού στις μειωμένες προσδοκίες μιας κοινωνίας με υψηλή ανεργία και χαμηλούς μισθούς...
Χαρακτηριστικό δείγμα της αυταρχικότητας του αστικού κράτους εν γένει, παρά τη διακριτότητα των μορφών του, αποτελεί η διάταξη στα αστικά συντάγματα περί κατάστασης πολιορκίας που νομιμοποιεί λόγω «έκτακτης ανάγκης» την αναστολή της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας αλλά και η θεσμική παγίωση πρακτικών έκτακτης ανάγκης, όπως η διακυβέρνηση με Πράξεις Νομοθετικού Περιεχομένου, προεδρικά διατάγματα, υπουργικές αποφάσεις, νόμους-πλαίσια και πλήθος κανονιστικές κι όχι «ερμηνευτικές» εγκύκλιους, που σχεδόν ακυρώνουν την κοινοβουλευτική διαδικασία.
από το «Πριν» μέσω του «Βαθύ Κόκκινο»
Πηγή:http://seisaxthia-epam.blogspot.gr/2014/11/blog-post_96.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.