Πέμπτη 28 Αυγούστου 2014

Η δραστηριοποίηση των συνδικάτων σήμερα


Του Σίμου Ανδρονίδη

Ένα από τα κρίσιμα και «κρισιακά» θέματα που έχει «γεννήσει» η διαχείριση της οικονομικής κρίσης αφορά τον ρόλο και την δραστηριοποίηση των συνδικάτων και του συνδικαλιστικού κινήματος ευρύτερα. Μετά την πρώτη διετία (2010-2012), όπου υπήρξε μία έντονη δραστηριοποίηση και της συνδικαλιστικής «κορυφής» (ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ), τα συνδικάτα περιήλθαν σε μία κατάσταση πολιτικής, προγραμματικής και ιδεολογικής «αδράνειας», κατάσταση που συμπυκνώνεται σε μία προσίδια αποστοίχιση συνδικάτου-εκπροσώπησης εργατικών συμφερόντων. Μετά τις διπλές βουλευτικές εκλογές του 2012, (αν προβούμε σε μία περιοδολόγηση) το συνδικαλιστικό κίνημα, και ιδίως η ΓΣΕΕ (Γενική Συνομοσπονδία Εργατών Ελλάδος), δεν ενσωματώνουν οργανικά την εκπροσώπηση και την συνάρθρωση εργατικών συμφερόντων στην κατεύθυνση της υιοθέτησης και προβολής ενός σαφούς, συνεκτικού εργατικού αντιηγεμονικού προγράμματος και προτάγματος το οποίο θα συμπληρωνόταν από τις αναγκαίες δράσεις στο κοινωνικό πεδίο.

Έτσι, κύρια την τελευταία διετία, (2012-2014), αλλά ευρύτερα την τελευταία μνημονιακή τετραετία (2010-2014) αναδύθηκε και αποκρυσταλλώθηκε ένας συνδικαλισμός «βάσης» που ορίζεται και προσδιορίζεται σε αντιδιαστολή με την πολιτική, προγραμματική και ιδεολογική αδράνεια του «επίσημου» και «θεσμικού» συνδικαλιστικού κινήματος. Πρωτοβάθμια συνδικάτα βάσης επεδίωξαν να εκφράσουν την δρώσα και «ενεργή» εναντίωση στις πολιτικές διαχείρισης και ρύθμισης των «ροών» της οικονομικής κρίσης προς όφελος του άρχοντος συγκροτήματος εξουσίας.

Αυτός ο οργανωτικός και δομικός δυϊσμός που τέμνει κάθετα και οριζόντια το συνδικαλιστικό κίνημα υπήρξε αποτέλεσμα της πίεσης και της δραστηριοποίησης «από τα κάτω», μία πίεση που έτεινε να υπερβεί τον συνδικαλιστικό και ιδεολογικό «αφοπλισμό» των συνδικαλιστικών κορυφών. Η πίεση της βάσης, της συνδικαλιστικής βάσης ως άμεσο «κύτταρο» δραστηριοποίησης και άμεσης δημοκρατίας θέλει να ωθήσει και να μετατοπίσει δομικά το «θεσμικό» συνδικαλιστικό κίνημα προς μία κατεύθυνση άμεσης εμπλοκής του στη ρύθμιση του συσχετισμού δύναμης μεταξύ κεφαλαίου-εργασίας.

Ο συνδικαλισμός κορυφής (ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ) που νοείται και ορίζεται ως η συμπύκνωση και η αποκρυστάλλωση συνάμα του συνδικαλιστικού κινήματος στην Ελλάδα, προτάσσεις ακόμη την γραμμή και το ιδεολόγημα της κοινωνικής «ευθύνης» και των κοινωνικών «εταίρων», που, την ίδια στιγμή, ισούται με την απουσία ενός ξεκάθαρου συνδικαλιστικού-ιδεολογικού στίγματος με το οποίο το συνδικαλιστικό κίνημα θα παρεμβαίνει άμεσα στο «χώρο» παραγωγής και αναπαραγωγής του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής. Η γραμμή των κοινωνικών «εταίρων» και της διαβούλευσης με τους εργοδότες, το πρόταγμα της ανταγωνιστικότητας και της «ανάπτυξης» της εθνικής οικονομίας, που θα ωφελήσει και το εργατικό μπλοκ, αντιστρέφει το προσίδιο νόημα της συνδικαλιστικής παρέμβασης και δραστηριοποίησης καθότι πλέον ισούται, όχι με την συνάρθρωση και δομική έκφραση συγκεκριμένων ταξικών συμφερόντων, αλλά με την δομική σύγκλιση με τα προτάγματα και τις προτεραιότητες του κράτους, που είναι προτάγματα και προτεραιότητες του αστικού μπλοκ εξουσίας. Και αυτό διεξάγεται στο όνομα της αναγκαίας διατήρησης της κοινωνικής «ειρήνης».

Σε εποχές βαθιάς οικονομικής-καπιταλιστικής κρίσης, η συνδικαλιστική «κορυφή», ακόμη και αν δεν το λέει ρητά φαίνεται να εγκολπώνεται τις κρατικές αναγκαιότητες και νόρμες περί διατήρησης της κοινωνικής «ειρήνης» και σταθερότητας, ώστε να επέλθει η απρόσκοπτη «μεταμνημονιακή» οικονομική ανάπτυξη της χώρας. Η οργανική σύμφυση της συνδικαλιστικής κορυφής με το κράτος και τις προτεραιότητες του, παράγει τους όρους και τις προϋποθέσεις για την ανάδυση και αποκρυστάλλωση ενός κρατικού-περιχαρακωμένου συνδικαλιστικού καρτέλ «κορυφής».

Την εποχή της βαθιάς οικονομικής κρίσης, το συνδικαλιστικό κίνημα γνώρισε ρήξεις και διασπάσεις, που σχετίζονται και με τις εγκάρσιες τομές που προκάλεσε η διαχείριση της οικονομικής κρίσης. Η αποχώρηση συνδικαλιστών και συνδικαλιστικών συσσωματώσεων από την ΠΑΣΚΕ (και την ΔΑΚΕ σε μικρότερο όμως βαθμό), η μείωση της επιρροής και των δυνάμεων της ΠΑΣΚΕ, όχι σε σημείο ώστε να απολέσει οριστικά την κυριαρχία της, προσδιορίζουν την κρίση στην οποία εισήλθαν οι σχέσεις πολιτικού κόμματος (ΠΑΣΟΚ)-συνδικάτου (ΠΑΣΚΕ) την περίοδο της οικονομικής κρίσης.

Αυτή η «ημι-ολική» κρίση και η διάρρηξη των οργανικών δεσμών κόμματος-συνδικαλιστικής συσσωμάτωσης που έλαβε χώρα σε συγκεκριμένους εργασιακούς κλάδους, (Συγκοινωνίες), σηματοδοτεί το πέρασμα σε μία «νέα» εποχή, εκεί όπου οι σχέσεις κόμματος-συνδικάτου δεν ορίζονται με βάση τις προτεραιότητες και τις ιεραρχήσεις του κόμματος, εντός ενός ευρύτερου περιβάλλοντος κυριαρχίας του κόμματος, αλλά από την προσίδια «συνδικαλιστική» αυτονομία η οποία διατηρώντας τους τύποις προγραμματικούς και ιδεολογικούς δεσμούς με το κόμμα, θα φθάνει στο σημείο της απόσχισης και της αποστοίχισης από το κόμμα, όπως παρατηρήθηκε σε συγκεκριμένους εργασιακούς χώρους (αποχώρηση από την ΠΑΣΚΕ).

Αυτή η μετατόπιση, που τείνει να λάβει τα χαρακτηριστικά της δομικής μετατόπισης και αφορά κύρια την ΠΑΣΚΕ και την ΔΑΚΕ, «γεννιέται» και προέρχεται από την επιθυμία υπέρβασης του μοντέλου του «σφιχτού» εναγκαλισμού κόμματος-συνδικάτου, που χάνοντας την αρχική του προοδευτική σημασία, (πρώιμη δεκαετία του 1980), μετέτρεψε τα συνδικάτα σε ιμάντες μεταβίβασης των κομματικών-κρατικών προτεραιοτήτων στο εσωτερικό του εργατικού μπλοκ, ενώ επίσης παρήγαγε το φαινόμενο της εργατικής «αριστοκρατίας», η οποία κινούμενη στο μεταίχμιο κόμματος-συνδικάτου μεταπηδά με άνεση σε κομματικές-κρατικές θέσεις απεμπολώντας τα συνδικαλιστικά της καθήκοντα.

«Το ζήτημα της «εργατικής» αριστοκρατίας» είναι απολύτως πολιτικό και ιδεολογικό». Η εργατική αριστοκρατία είναι το στρώμα εκείνο της εργατικής τάξης από το οποίο περνά, σε σημαντικό βαθμό, η αστική πολιτική και η ιδεολογία μέσα στην τάξη. Οι συνθήκες ζωής που δημιουργούνται από διανομή ψυχίων των ιμπεριαλιστικών υπερκερδών σε ορισμένους τομείς της παραγωγής παίζουν ένα ρόλο που δεν είναι, όμως, ο αποφασιστικός, και που, κυρίως, δεν τέμνεται με τα αντίστοιχα στρώματα της εργατικής τάξης. Μ’ αυτό το νόημα: α) πρέπει να συμπεριλάβουμε στην εργατική αριστοκρατία τις συνδικαλιστικές και πολιτικές (δημοτικές αρχές κ.λ.π) «γραφειοκρατίες» των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων και συνδικάτων. β) Δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι ανήκουν στην «εργατική αριστοκρατία» οι ειδικευμένοι εργάτες, οι καλοπληρωμένοι κ.λ.π., που έχουν επαναστατική ταξική συνείδηση».[1]

Το συνδικαλιστικό κίνημα πρέπει να ανασυγκροτηθεί σε νέες βάσεις, με άξονα την δράση των ταξικών συνδικάτων. Πρέπει να λάβει υπόψη του τις ανάγκες και τα προβλήματα των εργαζομένων, και να «ανοιχθεί» εκεί όπου η έννοια του συνδικάτου και της συνδικαλιστικής-συλλογικής πάλης ακόμη και τώρα φορτίζεται αρνητικά, (νέοι και επισφαλώς εργαζόμενοι, γυναίκες). Πρέπει να απευθυνθεί στους πολυάριθμους μετανάστες οι οποίες αποτελούν οργανικό κομμάτι της πληττόμενης εργατικής τάξης με στόχο να μπορέσει να ανασυνθέσει και να εκφράσει πραγματικά τα συμφέροντα της εργατικής σφαίρας.

[1] Βλ.σχετικά, Πουλαντζάς Νίκος, ‘Φασισμός και Δικτατορία. Η Τρίτη Διεθνής απέναντι στον Φασισμό.’ Μετάφραση: Αγριαντώνη Χριστίνα, Ινστιτούτο Νίκος Πουλαντζάς-Εκδόσεις Θεμέλιο, Αθήνα, 2006, σελ.207-208

Πηγή:http://www.toportal.gr/?i=toportal.el.politikh&id=5301

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.