Πέμπτη 5 Απριλίου 2018

Οι Σοβιετικοί


Πλατεία Ταξίμ, Μνημείο Της Πολιτείας: Πίσω από τον Μουσταφά Κεμάλ και τον Φεβζί Τσακμάκ, στη δεύτερη σειρά, ο Μιχαήλ Φρούντζε (δεξιά) και ο Κλιμέντιος Βοροσίλωφ (αριστερά)

[ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΉ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ, την περίοδο της Μικρασιατικής εκστρατείας, και την στάση της ΕΣΣΔ, που μας βοηθάει να κατανοήσουμε την σημερινή γεωπολιτική πραγματικότητα, την στάση της Ρωσίας απέναντί μας, και γιατί ποτέ οι ιδεολογικες αποκλίσεις και αντιθέσεις, δεν στάθηκαν εμπόδιο στο να συμμαχήσουν δύο κράτη όταν συνδέονται τα ζωτικα τους συμφέροντα...]

Οι μεγάλες πολιτικές ταραχές που έλαβαν πρόσφατα χώρα στην Τουρκία είχαν σαν επίκεντρο ένα χώρο ιδιαίτερου συμβολικού  βάρους για τη σύγχρονη τουρκική πολιτεία. Πρόκειται για την πλατεία Ταξίμ, στο κέντρο της οποίας υπάρχει το “Μνημείο της Πολιτείας”[i] (Cumhuriyet Anıtı), σε ανάμνηση της ίδρυσης της τουρκικής πολιτείας το 1923. Στο μνημείο που ανηγέρθη το 1928 με προσωπικές οδηγίες του Μουσταφά Κεμάλ, η νότια, δευτερεύουσα πλευρά  φιλοξενεί ανάγλυφη σύνθεση στην οποία πρωτοστατεί ο Κεμάλ ως πολεμικός ηγέτης που οδηγεί τούρκους στρατιώτες στη μάχη. Στη βόρεια πλευρά, που είναι η κύρια πλευρά του μνημείου, υπάρχει μεγάλη γλυπτή σύνθεση αφιερωμένη στην ίδρυση του κεμαλικού κράτους. Στην πρώτη σειρά της σύνθεσης υπάρχουν τρεις άντρες: στο κέντρο ο Μουσταφά Κεμάλ, πλαισιωμένος από τους δύο βασικούς στρατιωτικούς αλλά και πολιτικούς συνεργάτες του κατά τη Μικρασιατική Εκστρατεία: τον Ισμέτ Ινονού και τον Φεβζί Τσακμάκ.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον, όμως, εμφανίζει η δεύτερη σειρά, ακριβώς πίσω από τους τρεις άντρες. Σε αυτήν αναπαριστώνται δύο άντρες πίσω και αριστερά του Κεμάλ: πρόκειται για τους διάσημους σοβιετικούς πολιτικούς και στρατιωτικούς ηγέτες Μιχαήλ Φρούντζε και Κλιμέντιο Βοροσίλοφ – τοποθετημένους εκεί καθ’ υπόδειξιν του ιδίου του Κεμάλ. Η επιλογή των προσώπων ίσως φανεί αναπάντεχη σε κάποιον που δεν είναι εξοικειωμένος με την ιστορία της Μικρασιατικής Εκστρατείας.


Τι οδήγησε, όμως, στην τοποθέτηση των μπολσεβίκων ηγετών σε τόσο περίοπτη θέση σε ένα κεντρικό συμβολικό μνημείο της τουρκικής πολιτείας;

►Το Υπόβαθρο των Σοβιετο-τουρκικων Σχέσεων

Για να γίνει κατανοητή η πολιτική της Σοβιετικής Ρωσίας [ii] στη Μικρασιατική Εκστρατεία, θα πρέπει να τοποθετηθεί στο ιδεολογικό, γεωστρατηγικό και πολιτικό πλαίσιο εκείνης της εποχής.

►Η Ιδεολογική Πτυχή – Ο Λενινιστικός Ιδεολογικός Ελιγμός

Ο πρώτος τούρκος κομμουνιστής
ηγέτης Μουσταφά
Σουμπχί (Mustafa Suphi).
Με την Οκτωβριανή Επανάσταση στη Ρωσία και την αναταραχή που το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου έφερε στο εσωτερικό των ηττημένων Κεντρικών Δυνάμεων, οι κομμουνιστές ηγέτες πίστεψαν ότι βρίσκονταν κοντά στην πραγματοποίηση της κεντρικής μαρξιστικής πρόβλεψης για την κατάρρευση του καπιταλιστικού συστήματος και την παγκόσμια επικράτηση της σοσιαλιστικής επανάστασης. Η αποτυχία των Σπαρτακιστών να καταλάβουν την εξουσία στη Γερμανία τον Ιανουάριο του 1919 κατά τρόπο ανάλογο με τους Μπολσεβίκους το 1917 προκάλεσε σοκ στον Λένιν και στον ηγετικό πυρήνα των μπολσεβίκων, κατέστησε όμως σαφές ότι στο επόμενο διάστημα η Σοβιετική Ένωση θα παρέμενε η μοναδική κομμουνιστική χώρα μέσα σε ένα διεθνές σύστημα κυριαρχούμενο από μη κομμουνιστικά κράτη. Για την ηγεσία της Σοβετικής Ρωσίας αυτό δε σήμαινε, ασφαλώς, παραίτηση από τη συνέχιση και την τελική επικράτηση της Επανάστασης, σήμαινε όμως ότι η Σοβιετική Ρωσία θα έπρεπε ταυτόχρονα να πολιτεύεται με τους όρους του γεωπολιτικού παιγνιδιού που ακολουθούν όλα τα κυρίαρχα κράτη. Η πολιτική της Σοβιετικής Ρωσίας στο Ανατολικό Ζήτημα υπήρξε η πρώτη εκδήλωση της υποχώρησης του αυστηρού σοσιαλιστικού ιδεαλισμού έναντι του πολιτικού ρεαλισμού στα διεθνή πράγματα, σε μια πορεία που σταδιακά αλλά σταθερά θα επιτεινόταν τις επόμενες δεκαετίες. Η περίπτωση της Ελλάδας, και κατά μείζονα λόγο της Τουρκίας, υπήρξε μια χαρακτηριστική περίπτωση πλήρους τακτικής υποχώρησης του ιδεολογικού προτάγματος έναντι της γεωπολιτικής σκοπιμότητας και της παραδοσιακής raison d’ etat των διεθνών σχέσεων.

Η στροφή αυτή, που για τις χώρες εκτός Ευρώπης ονομάστηκε “Σοβιετική Ανατολική Πολιτική”, δικαιολογήθηκε ιδεολογικά ως αλλαγή τακτικής με προτεραιότητα στην υπονόμευση της ισχύος των κεντρικών αστικών “ιμπεριαλιστικών” καθεστώτων με την απίσχναση των ερεισμάτων τους στην “περιφέρεια” από την οποία αντλούσαν πλούτο, και άρα μέρος της εσωτερικής τους ισχύος και νομιμοποίησης. Η “πολιορκητική” αυτή τακτική σε αντικατάσταση της αποτυχημένης “μετωπικής εφόδου” υπαγόρευε ή πάντως επέτρεπε και συμμαχίες με “αστικές” εθνικές δυνάμεις των χωρών της περιφέρειας που ηγούνταν κατά τόπους της “αντι-ιμπεριαλιστικής” δράσης.

Μάλιστα, αποτελεί ενδιαφέρον στοιχείο ότι, ιδιαίτερα στην Τουρκία, ετέθη για πρώτη φορά το θέμα της διάστασης αφ’ ενός του ρόλου που οι εντόπιοι κομμουνιστές θα έπρεπε να παίζουν στο πλαίσιο του αγώνα για επαναστατική ανατροπή του κρατούντος “αστικού” καθεστώτος στη χώρα τους, αφ’ ετέρου στην υποστήριξη που θα έπρεπε να παράσχουν στη “κέντρο” της “παγκόσμιας σοσιαλιστικής επαναστάσεως”, δηλαδή την Σοβιετική Ρωσία. Το ηγετικό στέλεχος των μπολσεβίκων Καρλ Ράντεκ απευθυνόμενο στους τούρκους κομμουνιστές στο πλαίσιο της “Κομιντέρν” (της Κομμουνιστικής Διεθνούς) το 1922 έλεγε χαρακτηριστικά: 
“Γι’ αυτό λέμε στους Τούρκους κομμουνιστές σήμερα, παρά τις διώξεις που υφίστανται: «Η δουλειά σας ως υπερασπιστές της ανεξαρτησίας της Τουρκίας, που τόση σημασία έχει για την Επανάσταση, δεν έχει τελειώσει ακόμη. Διαμαρτυρηθείτε κατά των διώξεων, αλλά καταλάβετε επίσης ότι έχετε μακρύ δρόμο μπροστά σας μαζί με τους αστούς επαναστάτες»”. 
Η στρατηγική προτεραιότητα της ασφάλειας της Επανάστασης (δηλαδή της Σοβιετικής Ένωσης) ήταν τέτοια που οι σχέσεις Σοβιετικής Ρωσίας και Κεμαλικής Τουρκίας δε διαταράχθηκαν καθόλου όταν στις 28 Ιανουαρίου 1921 (ν.ημ.), ο επικεφαλής του τουρκικού κομμουνιστικού κόμματος Μουσταφά Σουμπχί, η σύζυγός του και 14 ηγετικά στελέχη του κόμματος δολοφονήθηκαν από το κεμαλικό καθεστώς πάνω σε πλοίο που απέπλευσε από την Τραπεζούντα με προορισμό το Μπατούμι, σε ένα περιστατικό που στην τουρκική ιστοριογραφία είναι γνωστό ως το “Περιστατικό της Μαύρης Θάλασσας”. Η ίδια πρακτική θα ακολουθούνταν λίγα χρόνια αργότερα στην Κίνα, με πολύ πιο τραγικές επιπτώσεις για τα στελέχη του εκεί κομμουνιστικού κόμματος.

Η Γεωπολιτική Πτυχή

Ποια ήταν η γεωπολιτική αντίληψη της Σοβιετικής Ρωσίας για το Ανατολικό Ζήτημα κατά τη περίοδο της Μικρασιατικής Εκστρατείας;

Η συνθήκη του Μπρεστ-Λιτόφσκ του Μαρτίου του 1918 έχει, κατ΄ουσίαν, θέσει τη Σοβιετική Ρωσία με το μέρος των ηττημένων δυνάμεων. Κατά την πρώτη μεταπολεμική περίοδο συνεχίζονται στο ρωσικό έδαφος οι πολεμικές επιχειρήσεις που είχαν ξεκινήσει από την Εγκάρδια Συνεννόηση στο έδαφός της κατά τη διάρκεια του Α΄ΠΠ προκειμένου να ανατρέψουν το αποτέλεσμα της συνθήκης και να διατηρήσουν τους Γερμανούς εμπλεγμένους σε αυτό το θέατρο επιχειρήσεων. Η εχθρική διάθεση της Βρετανίας και της Γαλλίας προφανώς επιτείνεται από την ανησυχία για αναταραχή στο εσωτερικό τους η οποία να ενισχύεται ενεργά από το σοβιετικό καθεστώς, καθιστώντας το έτσι ακόμη πιο επικίνδυνο.


Χάρτης που δείχνει, μαζί με τα εσωτερικά μέτωπα, τις θέσεις των ξένων δυνάμεων στη δυτική Σοβιετική Ρωσία το Μάρτιο του 1919. Δε φαίνονται άλλες δύο επεμβάσεις που εξελίσσονται στην ανατολική Σοβιετική Ρωσία

Έτσι, στη φάση αυτή η Σοβιετική Ρωσία αντιμετωπίζει άμεσες και ευθείες απειλές κατά της ασφάλειάς της. Ενώ ο εμφύλιος πόλεμος μαίνεται ακόμη, σε αυτόν έχει αναμειχθεί άμεσα η Εγκάρδια Συνεννόηση ενισχύοντας ενεργά τους αντιπάλους των μπολσεβίκων – εσωτερικούς και εξωτερικούς – και παρεμβαίνοντας στρατιωτικά υπέρ τους. 
Κατά την περίοδο που εκτυλίσσεται η Μικρασιατική Εκστρατεία, και μάλιστα κατά την αρχική της φάση, στο έδαφος της Σοβιετικής Ένωσης διεξάγεται εμφύλιος πόλεμος, με τους Μπολσεβίκους να έχουν κατά τις αρχές του 1919 (οπότε ξεκινά η Μικρασιατική Εκστρατεία) εν πολλοίς αποκτήσει μια γενική υπεροχή έναντι των αντιπάλων τους Λευκών Ρώσων, χωρίς όμως ακόμη να τους έχουν καταβάλει πλήρως και χωρίς ο κίνδυνος να έχει παρέλθει. 

Ιδιαίτερη σημασία έχει όμως το ότι στο έδαφος της Ρωσίας βρίσκονται σε εξέλιξη έξι στρατιωτικές επιχειρήσεις της Αντάντ, σε συνεργασία με Λευκούς ή με εθνικές ομάδες που επαναδιεκδικούν την ανεξαρτησία τους από τη Ρωσία. Η γεωγραφική κατανομή των επεμβάσεων αυτών έχει ιδιαίτερη σημασία: πρόκειται για τις επιχειρήσεις στη Βόρεια Ρωσία (στη Λευκή Θάλασσα – περιοχή Αρχαγγέλου), στη Βαλτική Θάλασσα, στη Νότια Ρωσία και Ουκρανία (στις ακτές της Μαύρης Θάλασσας), στη λεγόμενη “Θαλάσσια Επαρχία” (περιοχή του Βλαδιβοστόκ), στον Καύκασο και τέλος στην Κασπία Θάλασσα. Είναι σαφές ότι με εξαίρεση την Κασπία Θάλασσα, το σύνολο των εχθρικών επεμβάσεων λαμβάνουν χώρα σε παράλιες περιοχές όπου η Αντάντ μπορεί να εκμεταλλευτεί την ναυτική της ισχύ. Από τις περιοχές αυτές η πλέον κρίσιμη είναι, μαζί με τη Βαλτική, η  περιοχή της Μαύρης Θάλασσας.

Η Μαύρη Θάλασσα είναι η πλέον σημαντική από τις περιοχές αυτές γιατί είναι νότια, επηρεαζόμενη πολύ λιγότερο από τις χειμερινές συνθήκες, και, σε αντίθεση με τη Βαλτική, εκθέτει μια ευρύτατη παράλια ζώνη σε εχθρικές ενέργειες. Επιπλέον, αποτελεί την άμεση πρόσβαση (και πύλη εξόδου) τόσο για τα πλούσια ορυκτά όσο και για τα πλούσια πετρέλαια του Καυκάσου. Το ευάλωτο της ευρείας αυτής περιοχής δεν καθίστατο προφανές μόνον από την – σε εξέλιξη τότε – γαλλοβρετανική επέμβαση στη Μεσημβρινή Ρωσία, αλλά επιτείνοταν εντονότατα από τη μνήμη του Κριμαϊκού Πολέμου (που είχε χρονική απόσταση μόνον 65 ετών από την υπ’ όψιν περίοδο) κατά τον οποίον οι γαλλικές και οι βρετανικές δυνάμεις, σε συνεργασία με τις οθωμανικές, είχαν και πάλι διεξαγάγει μεγάλης κλίμακας επιχειρήσεις στην Κριμαϊκή εκμεταλλευόμενες τη ναυτική τους υπεροχή.

Ο κομισάριος (επίτροπος)
των Εξωτερικών
Υποθέσεων της Σοβιετικής
Ρωσίας Γεώργιος Τσιτσέριν.
Καθώς η Σοβιετική Ρωσία δεν διαθέτει ναυτικές δυνάμεις και γνωρίζει ότι η ικανοποιητική αντιμετώπιση της βρετανικής ναυτικής ισχύος είναι ανέφικτη, αντιλαμβάνεται χωρίς αμφιβολίες ότι το κλειδί για την ασφάλεια της Μαύρης Θάλασσας είναι η κατοχή των Στενών από μια φιλική προς αυτή δύναμη που να αποτρέπει την ελεύθερη διέλευση από τους πολεμικούς στόλους των εχθρικών ναυτικών δυνάμεων, με πρώτη απ΄όλες τη Βρετανία. Υπό το πρίσμα αυτό, η προσωρινή κατοχή των Στενών των Δαρδανελλίων από τη Βρετανία και όλες οι πιθανές προοπτικές εξέλιξης της κατοχής αυτής κατά το 1919 και το 1920 (είτε τύποις σε “Ουδέτερη Ζώνη” υπό τον βρετανικό έλεγχο, είτε μεταβίβαση της σε ελληνικό – και άρα, εμμέσως σε βρετανικό έλεγχο) είναι αντίθετες με ζωτικά συμφέροντα ασφαλείας της Σοβιετικής Ρωσίας. Συνεπώς, η υποστήριξη της προς τη μόνη δύναμη που επιδιώκει να αποτρέψει τον άμεσο ή έμμεσο βρετανικό έλεγχο επί των Στενών αποτελεί σχεδόν νομοτελειακή στρατηγική επιλογή γι΄αυτήν.

Η παρουσία του Ελληνικού Στρατού στη Μικρά Ασία προκαλεί ανησυχία στη Σοβιετική Ρωσία για τους ίδιους, πρακτικά, λόγους. Η Ελλάς, ο Ελληνικός Στρατός και το Βασιλικό Ναυτικό έχουν καταχωρηθεί στη σοβιετική συνείδηση ως εξαρτήματα της βρετανικής υψηλής στρατηγικής. Ως εκ τούτου, η είσοδός τους στη Μικρά Ασία, και μάλιστα στην εγγύς περιοχή των Δαρδανελλίων, δε μπορεί να γίνει αντιληπτή παρά μόνον ως εδραίωση του βρετανικού ελέγχου επί των Στενών, κι ακόμη περισσότερο ως ένα πολύ επικίνδυνο και ισχυρό στρατιωτικό εργαλείο στα χέρια τους. Δεν πρέπει κανείς να ξεχνά ότι το 1919 και το 1920 (οπότε και κατ΄ουσίας διαμορφώνεται η σοβιετική αντίληψη για την πολιτική της), ο Ελληνικός Στρατός είναι ένας από τους λίγους (αν όχι ο μόνος) ισχυρός κι ετοιμοπόλεμος στρατός της Εγγύς Ανατολής, και ότι η Σοβιετική Ένωση ανησυχεί ακόμη και για την άμεση εδαφική της ασφάλεια. Αν σε κάποιον φαίνονται υπερβολικές οι αποστάσεις και οι κλίμακες για να δικαιολογήσουν το φόβο αυτό, δεν έχει παρά να θυμηθεί ότι οι αποστάσεις που από την Αθήνα μπορεί να φαίνονται μεγάλες, από τη Μόσχα φαίνονται πολύ μικρές, ότι όχι μόνον η Εκστρατεία στη Μεσημβρινή Ρωσία αλλά και ο Κριμαϊκός Πόλεμος, 65 έτη νωρίτερα, είχε διεξαχθεί με δυνάμεις μικρότερες σε αποστάσεις πολύ μεγαλύτερες, και ότι ο Ελληνικός Στρατός είχε ήδη επιχειρήσει με δύο μεραρχίες στη Νότια Ρωσία.

Πράγματι, με την υπογραφή της ανακωχής του Μούδρου η Πράβδα εξέφρασε στις 9 Νοεμβρίου τον φόβο ότι αυτή θα σημάνει την έναρξη μιας συμμαχικής επίθεσης εναντίον της Ρωσίας μέσω της Ανατολίας, καθοδηγούμενης από τη Βρετανία. Στις 24 Δεκεμβρίου του 1919, πριν καν την έναρξη της Διάσκεψης των Παρισίων, ο σοβιετικός κομισάριος των εξωτερικών υποθέσεων Τσιτσέριν δήλωνε ότι οι Έλληνες θα προσπαθούσαν να δημιουργήσουν ένα Μεγάλο Αρμενο-βυζαντινό κράτος στην ανατολική και βόρεια Ανατολία” που θα αποσκοπούσε στο να διατηρήσει “ένα προπύργιο με άσβεστη τη φλόγα του καπιταλισμού στα σύνορα της Σοβιετικής Ρωσίας”.

Η νεοσύστατη Δημοκρατεία της Αρμενίας, το ένα από τα τρία κράτη (μαζί με τη Γεωργία και το Αζερμπαϊζάν) που διαχώριζαν γεωγραφικά την Σοβιετική Ρωσία από την Κεμαλική Τουρκία, ήταν ένας επιπλέον κρίσιμος παράγοντας που καθόρισε τη διάθεση της Σοβιετικής Ρωσίας να ταχθεί με την Κεμαλική Τουρκία. Η Δημοκρατία της Αρμενίας είχε ιδρυθεί ως ανεξάρτητο κράτος με την έναρξη της Οκτωβριανής Επανάστασης, και παρ΄όλο που η κεντρική πολιτική δύναμη (οι «Ντασνάκ») ήταν σοσιαλιστικών αντιλήψεων, ήταν ταυτόχρονα εθνικιστική, ενώ οι πρόσφατες μαζικές σφαγές από τους τούρκους έθεταν την εθνική επιβίωση σε πολύ πιο άμεση προτεραιότητα από κοσμοθεωρητικές αναζητήσεις. Η Δημοκρατία της Αρμενίας εκλαμβανόταν ως θανάσιμη και κοινή απειλή και για τα δύο ενδιαφερόμενα μέρη. Καθώς ήταν ένας από τους ελάσσονες νικητές του Α΄Παγκοσμίου, ανέμενε εύνοια στην μεταπολεμική διευθέτηση και έμπρακτη βοήθεια από της μεγάλες νικήτριες δυνάμεις. Από την πλευρά των σοβιετικών η Αρμενία ήταν ένα εξαιρετικά επικίνδυνο δυτικό προπύργιο στον πάντα ανήσυχο Καύκασο, ενώ από την πλευρά των τούρκων ήταν ένας θανάσιμος αντίπαλος που έτρεφε εξαιρετικό μίσος εναντίον τους εξ αιτίας της γενοκτονίας που είχε μόλις προηγηθεί, είχε αρκετά μεγάλο πληθυσμό (εν πολλοίς προσφυγικό) ώστε να αποτελεί υπολογίσιμο αντίπαλο, είχε ιστορικές αξιώσεις και έμπρακτα ερείσματα σε μεγάλες εκτάσεις της Ανατολίας (την ιστορική “Δυτική Αρμενία” που έφτανε μέχρι τον Πόντο και νοτιότερα, ενώ το κράτος βρισκόταν στην ιστορική “Ανατολική Αρμενία”) και συνόρευε με μία δεύτερη, εξαιρετικά ανήσυχη κι επικίνδυνη περιοχή, τον ελληνικό Πόντο, με πληθυσμιακό στοιχείο που είχε σχετική θρησκευτική συνάφεια. Ο αρμενικός κίνδυνος επενεργούσε στρατηγικά ως βασικός παράγοντας στην τουρκοσοβιετική προσέγγιση.

Αυτό δε σημαίνει ότι οι τουρκο-σοβιετικές σχέσεις ήταν αυτομάτως φιλικές ή ανέφελες. Πέραν του κοινού γεωπολιτικού συμφέροντος έναντι των δυτικών χωρών, οι σοβιετικοί είχαν τον ιστορικό και πάντοτε παρόντα ανταγωνισμό στην περιοχή του Καυκάσου, ανταγωνισμό που αφορούσε τόσο την κατοχή εδαφών όσο και τον πολιτικό έλεγχο και επιρροή επί των λιγότερο ή περισσότερο αυτόνομων πολιτικών οντοτήτων της περιοχής. Πρέπει να επισημανθεί ότι ήδη την εποχή εκείνη ο Καύκασος είχε ιδιαίτερη οικονομική σημασία για τη Ρωσία (σημασία που διατήρησε πολύ αργότερα, και εν πολλοίς διατηρεί μέχρι σήμερα) εξ αιτίας της αφθονίας ορυκτών πρώτων υλών καθώς και του αναδυόμενου μαύρου χρυσού της εποχής, του πετρελαίου. Καθώς οι μπολσεβίκοι είχαν απόλυτη ανάγκη από τις προσόδους από την εξαγωγή των πρώτων αυτών υλών για την άμεση επιβίωση του καθεστώτος, ο Καύκασος καθίστατο γι΄αυτούς ζωτικός χώρος. 

Κατά την περίοδο που εξετάζεται ο Καύκασος ήταν ταυτόχρονα εξόχως προβληματική περιοχή για τη Σοβιετική Ρωσία η οποία δίνει σφοδρές μάχες με τους – επίσης άρτι απελευθερωμένους – Πολωνούς και εναντίον του Λευκού στρατηγού Βραγκέλ, μάχες οι οποίες έχουν απορροφήσει το μεγαλύτερο μέρος των στρατιωτικών της δυνάμεων, ενώ στην περιοχή αυτή ο  στρατός της οθωμανικής αυτοκρατορίας είναι ο λιγότερο καταπονημένος, με το υψηλότερο φρόνημα (καθώς ήταν νικητής κατά την τελευταία φάση του πολέμου) και είναι ο λιγότερο εκτεθειμένος στον έλεγχο των νικητριών δυνάμεων. Στον Καύκασο εκκρεμεί ο καθορισμός του status quo και των περιοχών ελέγχου – με ιδιαίτερο έπαθλο το λιμάνι του Μπατούμι, λιμένα στον τερματικό σταθμό της σιδηροδρομικής γραμμής και του πετρελαιαγωγού του Μπακού και βασικής πύλης εξαγωγής του ορυκτού και πετρελαϊκού πλούτου του Καυκάσου – status quo που πρέπει να καθοριστεί προκειμένου να προχωρήσει η σύγκλιση των δύο πλευρών. Ο ακριβής καθορισμός των ζωνών κατοχής στον Καύκασο θα αποτελέσει ένα σημείο τριβής μεταξύ των δύο πλευρών που θα καθυστερήσει την πλήρη στρατηγική σύγκλιση. Δυστυχώς, η de facto λύση του προβλήματος αυτού θα σημειωθεί σχεδόν ταυτόχρονα με την ελληνική εξόρμηση προς τα ανατολικά, στις αρχές του 1921.

Η Πολιτική Πτυχή  
                                                
Πέραν της άμεσης γεωπολιτικής αντίληψης για την αντιμετώπιση της Μικρασιατικής Εκστρατείας, η προσέγγιση της Μόσχας στο ζήτημα επηρεάστηκε εξ ίσου από την κλασική πολιτική αντίληψη ισχύος κι εξισορροπήσεων στο διεθνές πολιτικό σύστημα που αποτελεί και την παράδοση αιώνων της διεθνούς πολιτικής.

Η ένταξη της Σοβιετικής Ρωσίας στο στρατόπεδο των “ατελώς ηττημένων” του Α’ ΠΠ την οδήγησε φυσιολογικά σε εκείνα τα μέρη που επεδίωξαν την άμβλυνση των αποτελεσμάτων της ήττας και την εξισορρόπησης της ισχύος και της επιρροής των νικητών.

Οι τρεις μεγάλοι ηττημένοι του Α’ ΠΠ υπήρξαν – με τον έναν ή άλλο τρόπο – η Γερμανική Αυτοκρατορία, η Ρωσική Αυτοκρατορία και η Οθωμανική Αυτοκρατορία. Οι δύο τελευταίες δεν κατανικήθηκαν συντριπτικά, αλλά ακόμη και στη Γερμανία, μετά την αρχική συντριπτική στρατιωτική επικράτηση, δεν επιβλήθηκε το είδος του ασφυκτικού εσωτερικού πολιτικού ελέγχου που επιβλήθηκε στους ηττημένους του επομένου παγκοσμίου πολέμου. Το αποτέλεσμα ήταν να διατηρήσουν μεταπολεμικά και οι τρεις χώρες την πολιτική τους αυτονομία. Ο συνδυασμός της σκληρής πίεσης που οι νικητές άσκησαν σε καθεμία από τις τρεις χώρες, μαζί με την αυτονομία που αυτές διατήρησαν τις οδήγησαν να επιδιώξουν:

1. να ανατρέψουν το αποτέλεσμα της πολεμικής τους ήττας στο βαθμό που αυτό ήταν δυνατόν, και

2. να επανενταχθούν στο διεθνές σύστημα ως νόμιμοι και ενισχυμένοι πόλοι του.

Η υπογραφή της 
τουρκο-σοβιετικής “Συνθήκης Ειρήνης και 
Αδερφοσύνης”
στις 16 Μαρτίου 1921
Η πρώτη επιδίωξη ήταν αυτή που ώθησε τις τρεις χώρες πολύ γρήγορα στην ανάπτυξη στενών σχέσεων μεταξύ τους, και μάλιστα, σε κάποιο βαθμό, μέσω κοινών διεργασιών.

Πράγματι, για τη Σοβιετική Ρωσία που ήταν παρίας του διεθνούς συστήματος, οι έτεροι δύο παρίες, η Γερμανία και η Κεμαλική Τουρκία, ήταν σχεδόν αυτονόητες επιλογές για τη σύμπηξη συμμαχίας παρά το πολιτικό και ιδεολογικό χάσμα που τις χώριζε. Η υπογραφή της τουρκο-σοβιετικής “Συνθήκης Φιλίας και Αδερφοσύνης” στις 16 Μαρτίου 1921 (ν.ημ.), ταυτόχρονα με την πρώτη μεγάλη επιχείρηση του Ελληνικού Στρατού εναντίον των κεμαλικών δυνάμεων στην Κιουτάχεια (και που στο προοίμιό της επαναβεβαίωνε τη δέσμευση των δύο μερών “ενάντια στον ιμπεριαλισμό”), έγινε ταυτόχρονα με τις γερμανο-σοβιετικές ζυμώσεις μεταξύ γερμανών (συντηρητικών) αξιωματικών, επιχειρηματιών και σοβιετικών στελεχών που είχαν ξεκινήσει από παλαιότερα και τη στιγμή εκείνη επιτάθηκαν ιδιαίτερα λόγω της σοβιετικής ήττας από τον κοινό αντίπαλο, τους Πολωνούς. 

Οι ζυμώσεις αυτές οδήγησαν στην υπογραφή της συμφωνίας του Ραπάλλο, τον Απρίλιο του 1922, με την ίδια ακριβώς στόχευση: την αλληλοϋποστήριξη των χωρών που είχαν τεθεί στο περιθώριο του διεθνούς συστήματος. Μάλιστα, κατά παρόμοιο τρόπο, και οι δύο συνθήκες είχαν “μυστικά” παραρτήματα τα οποία περιείχαν και τη γεωπολιτική ουσία των συμφωνιών και τα οποία όλοι οι εμπλεκόμενοι ήθελαν να αποκρύψουν προκειμένου να αποφύγουν τις πιο βίαιες κι έντονες αντιδράσεις: στη μεν τουρκο-σοβιετική συμφωνία ό,τι αφορούσε την υλική και χρηματική βοήθεια που η Σοβιετική Ρωσία θα παρείχε στην Κεμαλική Τουρκία, στη δε γερμανο-σοβιετική συμφωνία ό,τι αφορούσε τη στρατιωτική (εκπαιδευτική και τεχνολογική) συνεργασία μεταξύ Ερυθρού Στρατού και της Ράιχσβερ. Ειδικά για τη Σοβιετική Ρωσία, η διάθεση να πιέσει τους δυτικούς ώστε να εξασφαλίσει τη δική της εθνική ασφάλεια ήταν μονίμως σε μια λεπτή ισορροπία με την προσπάθεια επανενταχθεί στο διεθνές σύστημα προκειμένου να εξασφαλιστεί διεθνής νομιμοποίηση (άρα μεγαλύτερη ασφάλεια) καθώς και οικονομική ανακούφιση. Η προσοχή ώστε να μην προκληθεί ρήξη με τους Δυτικούς ήταν ο λόγος που τα πιο ευαίσθητα στοιχεία των συμφωνιών έμαναν κρυφά. Αρκεί να επισημανθεί ότι την ίδια ακριβώς στιγμή που η Σοβιετική Ένωση, συμμαχώντας με την Κεμαλική Τουρκία πίεζε άμεσα τη Βρετανία (στρεφόμενη κατ’ ουσίαν εναντίον της προστατευόμενής της στην περιοχή Ελλάδος), επεδίωκε ταυτόχρονα την υπογραφή εμπορικής συμφωνίας μαζί της, συμφωνίας που τελικά υπεγράφη ταυτόχρονα με την πρώτη, στις 16 Μαρτίου του 1921. Στις 26 Φεβρουαρίου η Κεμαλική Τουρκία είχε υπογράψει συνθήκη “Ειρήνης και Αδερφοσύνης” με την Περσία και στις 28 Φεβρουαρίου με το Αφγανιστάν, ενισχύοντας σταδιακά – αν και όχι τελεσίδικα – τη διεθνή της νομιμοποίηση.

Η Βρετανία ως Κεντρικός Αντίπαλος

Στην κατανόηση της σοβιετικής πολιτικής κατά τη Μικρασιατική Εκστρατεία θα πρέπει κανείς να λάβει υπ’ όψιν ότι η Σοβιετική Ρωσία θεωρούσε τη Βρετανία ως τον κυριότερο αντίπαλό της στο διεθνές σύστημα, κι αυτό για δύο βασικούς λόγους: αφ΄ενός γιατί η Βρετανία θεωρούταν το προπύργιο και ο πυρήνας του καπιταλισμού, αφ΄ετέρου γιατί ήταν ο πιο επιθετικός και επικίνδυνος αντίπαλος της Ρωσίας. Η κεντρική θέση της Βρετανίας στο οικονομικό σύστημα των αρχών του 20ου αιώνα δε χρειάζεται ιδιαίτερη ανάλυση. Η αντίληψη των σοβιετικών για την επικινδυνότητα και η επιθετικότητα της, όμως, βασιζόταν επιπλέον στους εξής παράγοντες:

Ήδη, πριν από την πτώση του Τσαρικού καθεστώτος, και κατά μείζονα λόγο μετά από αυτήν, οι βρετανικές υπηρεσίες ήταν αυτές που είχαν τη μεγαλύτερη διείσδυση στη Ρωσία και αυτές που περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη επεδίωκαν ενεργό (κι εχθρική) παρέμβαση στο εσωτερικό της χώρας
Η Βρετανία αποτελούσε για τη Ρωσία την πιο ενεργητική κι επικίνδυνη (αν και υπερτιμημένη) στρατιωτική δύναμη, ακριβώς λόγω της σύνθεσης των δυνάμεών της: μεγάλη ναυτική δύναμη η οποία είχε τη δυνατότητα να μεταφέρει το θέατρο των επιχειρήσεων σε όποιο σημείο της ρωσικής περιμέτρου επιθυμούσε, βασιζόμενη στο ισχυρό ναυτικό, σε ένα πυρήνα σκληρών και αξιόπιστων μητροπολιτικών μονάδων καθώς και σε μια μικρότερης μαχητικής αξίας αλλά σημαντικής μάζας αποικιακών δυνάμεων
Η Βρετανία είχε, κατά την περίοδο εκείνη, άμεση πρόσβαση τόσο στο “μαλακό υπογάστριο” της Ρωσίας, τα παράλια της Μαύρης Θάλασσας, όσο και σε όλο το νότιο μέρης της Ρωσίας που βρίσκεται στην Κεντρική Ασία. Σε αυτή την τελευταία περιοχή διεξαγόταν για έναν αιώνα το “Μεγάλο Παιγνίδι”, ο στρατηγικός ανταγωνισμός (και σύγκρουση) μεταξύ Τσαρικής Ρωσίας και Μεγάλης Βρετανίας για τον έλεγχο της περιοχής. Στην περιοχή αυτή η Βρετανία διατηρούσε ισχυρά ερείσματα, ευχέρεια κίνησης, διαθέσιμες δυνάμεις και σημαντικότατη επιρροή. Η ευχέρεια με την οποία περί το τέλος του Α’ ΠΠ έφτασε στην περιοχή του Καυκάσου σημαντική βρετανική δύναμη (η “Δύναμη Ντάνστερ” – Dunsterforce [iii]) προερχόμενη όχι από τη Μαύρη Θάλασσα αλλά από την Περσία, με σκοπό να πολεμήσει τους τούρκους και τους γερμανούς αλλά και να υποστηρίξει τα βρετανικά συμφέροντα (εξ αφορμής των αρμενικών διεκδικήσεων) είναι ενδεικτική των βρετανικών δυνατοτήτων στην περιοχή. Η Δύναμη Ντάνστερ, που περί τα τέλη του 1918 αντιμετώπισε τόσο τουρκικές δυνάμεις όσο και δυνάμεις Μπολσεβίκων και που παρέμεινε στην περιοχή μέχρι το τέλος του 1918 οπότε κι επαναπατρίστηκε, δεν επαρκούσε για να αποτελέσει αποφασιστική απειλή κατά της σοβιετικής κυριαρχίας στον Καύκασο. Υπενθύμιζε, όμως, στους Σοβιετικούς πόσο εύκολο ήταν για τους Βρετανούς να προσεγγίσουν την περιοχή του Καυκάσου. Η παρουσία από τα μέσα του 1919 των κατά πολύ ισχυρότερων και πιο αξιόμαχων ελληνικών δυνάμεων στη Σμύρνη, δηλαδή σε απόσταση παρόμοια με αυτή που διέσχισαν τα βρετανικά στρατεύματα για να βρεθούν στην περιοχή, ασφαλώς και δεν ενέπνεε ασφάλεια στη σοβιετική ηγεσία, παρά το ρεαλιστικά ανέφικτο μιας τέτοιας απειλής.

Λαμβάνοντας υπ΄όψιν ότι ο Βενιζέλος είχε υιοθετήσει ως βασική πολιτική στρατηγική του, ήδη πριν από τον Α΄ΠΠ, τη σύμπλευση με τη Μεγάλη Βρετανία και την εξυπηρέτηση των στρατηγικών της επιδιώξεων προκειμένου να εξυπηρετηθούν τα ελληνικά, είναι εύκολο να κατανοήσει κανείς την αποφασιστικότητα με την οποία οι σοβιετικοί στράφηκαν προς τους Τούρκους προκειμένου να εξουδετερώσουν μια πραγματική ή εικαζόμενη απειλή στην ασφάλειά τους.

Τα Γεγονότα

Οι Επαφές και η Συνεννόηση

Η αρχική διάθεση της Σοβιετικής Ένωσης για συνεργασία και υποστήριξη της αρχόμενης τουρκικής αντίστασης το 1919 εκφράστηκε μέσα από δύο διαφορετικούς διαύλους.

Ο πρώτος δίαυλος υπήρξαν οι τούρκοι κομμουνιστές του Μουσταφά Σουμπχί που είχαν φτάσει στη Μικρασία από την Κριμαία τον Μάιο του ’19. Οι κομμουνιστές αυτοί, μόλις αφιχθέντες από τη Σοβιετική Ρωσία και απολύτως ελεγχόμενοι από τους Ρώσους Μπολσεβίκους έχουν συναντήσεις με τον Κεμάλ αμέσως μετά την αποβίβασή του στη Σαμψούντα, στις 19 Μαΐου, και την έναρξη της εθνικιστικής του εκστρατείας. Η διάθεση της τουρκικής κομμουνιστικής οργάνωσης για συνεργασία με τον Κεμάλ είναι υψηλή και εκφράζεται ενεργά καθ΄όλο του 1919, εν αναμονή των ζυμώσεων στο εσωτερικό της τουρκικής εθνικιστικής μερίδας, καθώς και της αποκρυστάλλωσης της κεμαλικής στάσης απέναντί τους.

Ο δεύτερος, λιγότερο γνωστός αλλά εξ ίσου σημαντικός δίαυλος επικοινωνίας υπήρξε ο αυτοεξόριστος Εμβέρ Πασάς. Ο πρώην ντε φάκτο ηγέτης της Οθωμανικής Τουρκίας κατά τον Α΄ΠΠ με τη λήξη του είχε διαφύγει από την Κωνσταντινούπολη μαζί με επτά άλλα κορυφαία στελέχη του Κομιτάτου επιβιβαζόμενος σε γερμανικό υποβρύχιο που τον μετέφερε στην Οδησσό και πριν το τέλος του 1918 είχε φτάσει στο Βερολίνο. Ο Εμβέρ πασάς, που κατά την πρώτη μεταπολεμική φάση παρέμενε άνθρωπος εξαιρετικής επιρροής στο χώρο του Κομιτάτου, ξεκίνησε συνομιλίες στη Γερμανία με το φυλακισμένο σοβιετικό μπολσεβίκο Καρλ Ράντεκ [iv] (που λίγο μετά την συντριβή των Σπαρτακιστών είχε αναγνωριστεί από τους γερμανούς ως ο ντε φάκτο εκπρόσωπος της Σοβιετικής Ρωσίας στη Γερμανία)  καθώς και υψηλόβαθμους γερμανούς αξιωματικούς σχετικά με τη σύμπηξη Γερμανο-σοβιετο-τουρκικής συμμαχίας εναντίον της νικήτριας Εγκάρδιας Συνεννόησης. Η ανάθεση της ηγεσίας του μεταπολεμικού γερμανικού στρατού στον φον Σέεκτ, που από το 1917 μέχρι το τέλος του πολέμου εκτελούσε χρέη επιτελάρχη του οθωμανικού στρατού (και του Εμβέρ) και ο οποίος ήταν θιασώτης της γερμανοσοβιετικής προσέγγισης, έδωσε ακόμη μεγαλύτερη ώθηση στην προσπάθειά του. Τον Ιούλιο του 1920  ο Εμβέρ βρεθηκε στη Μόσχα ως απεσταλμένος του Σέεκτ, όπου συνέχισε τις επαφές με την ίδια επιδίωξη. Τον Οκτώβριο του ιδίου έτους επιστρέφει από τη Μόσχα εφοδιασμένος με σημαντικό χρηματικό ποσό προκειμένου να ενισχύσει την τουρκική αντίσταση.

Ο Εμβέρ Πασάς 
(İsmail Enver Paşa), ηγετικό στέλεχος
των Νεοτούρκων και ντε φάκτο 
ηγέτης της
Οθωμανικής Αυτοκρατορίας 
κατά τον Α΄ΠΠ
Στο σημείο αυτό πρέπει να σημειωθεί ότι ειδικά κατά την αρχική φάση της της τουρκικής αντίστασης, η γερμανική βοήθεια – προερχόμενη πάντα δια μέσου σοβιετικών διαύλων – φαίνεται ότι έπαιξε ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο στην ενίσχυσή της. Τα απομνημονεύματα τούρκων πολιτικών πρωταγωνιστών της εποχής κάνουν επίμονες, αν και ασαφείς και συχνά αντιφατικές, αναφορές σε αυτήν, τονίζοντας την κεντρική της σημασία (ακόμη και ψυχολογική) κατά την πρώτη φάση της τουρκικής αντίστασης. Στα μέσα του Ιουλίου του 1920 φαίνεται ότι οι Γερμανοί είναι έτοιμοι να ξεκινήσουν την αποστολή πολεμικού υλικού στην Τουρκία μέσω Σοβιετικής Ρωσίας, και θέτουν ως λιμένα διεκπεραίωσης του υλικού αυτόν της Τραπεζούντας. Την ίδια περίοδο οι Βρετανοί φαίνεται να έχουν ισχυρές υποψίες αλλά καμία συγκεκριμένη πληροφορία σχετικά με τον αποκαθιστάμενο σύνδεσμο μεταξύ των τριών χωρών.

Η πρώτη επίσημη επαφή μεταξύ των δύο μερών έγινε με την επιστολή που απήυθυνε ο Μουσταφά Κεμάλ στις 26 Απριλίου του 1920 με την οποία καλούσε τη Σοβιετική Ρωσία να αναγνωρίσει την κυβέρνησή του και να τον βοηθήσει να εκδιώξει τις δυτικές δυνάμεις από την τουρκική επικράτειά. Εξειδίκευε ζητώντας εξοπλισμό, εφόδια και χρήματα, καθώς και βοήθεια προκειμένου να σπάσει το φράγμα της Αρμενίας και της Γεωργίας που η Εγκάρδια Συμμαχία είχε υψώσει μεταξύ των δύο χωρών. Η επιστολή έφτασε στη Μόσχα την 1η Ιουνίου. Η απάντηση του Τσιτσέριν, κατόπιν υποδείξεως του Λένιν, δόθηκε δύο ημέρες αργότερα. Η σοβιετική πλευρά καλωσόριζε θερμά το νέο τουρκικό κράτος, καλώντας σε αποκατάστση διπλωματικών σχέσεων και συμφωνώντας επί της αρχής σε συναργασία αλλά αποφεύγοντας προσεκτικά να απαντήσει στα συγκεκριμένα θέματα που είχε θέσει ο Κεμάλ. Στην απάντησή του ο Κεμάλ έκανε πάλι νύξη για τη διευθέτηση των συνόρων και ταυτόχρονα ενημέρωνε ότι ο υπουργός εξωτερικών είχε ήδη αναχωρήσει για τη Μόσχα.


Μπεκίρ Σαμί
Ο τούρκος υπουργός εξωτερικών Μπεκίρ Σαμί αφίχθη στη Μόσχα στις 19 Ιουλίου του 1920, συνοδευόμενος από τον υπουργό οικονομικών Γιουσούφ Κεμάλ. Οι διαφορές για το εδαφικό καθεστώς στον Καύκασο καθιστούν αρχικά τις διαπραγματεύσεις ψυχρές, με βασική διαφωνία την τύχη της Αρμενίας, ενώ οι σοβιετικοί, για λόγους τακτικής παγώνουν διπλωματικά τις συζητήσεις μέχρι να υπογραφεί η Συνθήκη των Σεβρών προκειμένου η τουρκική πλευρά να αισθανθεί πιο αδύνατη. Η τουρκική πλευρά ζήτησε αρχικά μία επιθετική-αμυντική στρατιωτική συμμαχία. Ο Τσιτσέριν το απέρριψε άμεσα και κατηγορηματικά λέγοντας ότι η Σ.Ρ μπορεί να παράσχει περιορισμένη πολιτική, στρατιωτική και οικονομική υποστήριξη αλλά δε μπορεί να δεσμευτεί σε στρατιωτική συμμαχία με ό,τι αυτό σημαίνει. Χαρακτηριστική της αρχικής δυσπιστίας ήταν ότι ο Μπεκίρ Σαμί εξέφρασε ευθέως την υποψία ότι η Μόσχα ήταν έτοιμη να θυσιάσει την Τουρκία προκειμένου να επιτύχει την υπογραφή συνθήκης με τη Βρετανία, σημείο στο οποίο ο Τσιτσέριν ανταπάντησε διατυπώνοντας την υποψία ότι η Τουρκία είναι διατεθειμένη να θυσιάσει τη Ρωσία προκειμένου να επιτύχει την υπογραφή συνθήκης με τη Γαλλία. Οι υποψίες και των δύο πλευρών βασίζονταν στις πληροφορίες τους για τις εξελισσόμενες παράλληλες διαπραγματεύσεις τους. Τελικώς οι συνομιλίες απέδωσαν κάποιους καρπούς που στις 20 Αυγούστου οδήγησαν στη μονογραφή (αλλά όχι υπογραφή) του σχεδίου συνθήκης φιλίας μεταξύ των δύο χωρών. Το σχέδιο προέβλεπε την αμοιβαία αναγνώριση, την ακύρωση παρωχημένων διμερών συμφωνιών, τη μη αναγνώριση τετελεσμένων που επιχειρείτο να επιβληθούν βιαίως στα δύο μέρη από τρίτους, την αποδοχή εκ μέρους των σοβιετικών των τουρκικών συνόρων όπως τα καθόριζε το Εθνικό Σύμφωνο, τη μελλοντική διευθέτηση του καθεστώτος των Στενών με μέριμνα για τα συμφέροντα ασφαλείας των δύο πλευρών καθώς και την αμοιβαία ενημέρωση σχετικά με διαπραγματεύσεις που κάθε μέρος θα έκανε μελλοντικά με τρίτους. Η συμφωνία αυτή όμως δεν υπεγράφη γιατί τα δύο μέρη εξακολουθούσαν να διαφωνούν εντονότατα σχετικά με την Αρμενία.

Πέραν του καθεστώτος της Αρμενίας, εκ μέρους της τουρκικής πλευράς η διαφαινόμενη συνεργασία ως ένα βαθμό καθυστέρησε εξ αιτίας της δυσπιστίας και της ανησυχίας που δημιούργησε στην κεμαλική ηγεσία τη δραστηριότητα των τούρκων κομμουνιστών στην Ανατολία. 
Για τη δράση τους χρησιμοποίησαν δύο οργανωτικά σχήματα. Το πρώτο σχήμα ήταν, προφανώς, το Κομμουνιστικό Κόμμα Τουρκίας, μέλος της Τρίτης Διεθνούς. Όμως ιδιαίτερα ανησυχητική στάθηκε η δημιουργία της “Ένωσης του Πράσινου Στρατού” (Yeşil Ordu Cemiyeti), μιας οργάνωσης που ιδρύθηκε την άνοιξη του 1920 και κατευθυνόταν από στελέχη του τουρκικού κομμουνιστικού κόμματος προκειμένου να επιτύχουν μεγαλύτερη διείσδυση στο συντηρητικό μουσουλμανικό πληθυσμό της Ανατολίας. Η “Ένωση του Πράσινου Στρατού”, η οποία ίδρυσε πολιτική πτέρυγα με το όνομα “Λαϊκή Ομάδα” η οποία συμμετείχε στη “Μεγάλη Τουρκική Εθνοσυνέλευση” της Άγκυρας, υιοθέτησε μια ισλαμιστική και ταυτόχρονα αντι-καπιταλιστική, αντι-αποικιοκρατική και αντι-μιλιταριστική ρητορική. Οι αρχικά φιλικές σχέσεις με το κεμαλικό καθεστώς άλλαξαν άρδην όταν το θέρος του 1920 στην Ένωση προσχώρησε ο Κιρκάσιος Ετέμ, που μέχρι τότε έφερε το κύριο βάρος των ανταρτικών επιχειρήσεων εναντίον των ελληνικών δυνάμεων. Ο Κεμάλ, που ήταν ήδη εξαιρετικά ανήσυχος έναντι του Ετέμ εξ αιτίας της ισχύος που είχε και της φήμης που έχαιρε, ανησύχησε ακόμη περισσότερο από την ένταξη του σε έναν πολιτικό χώρο και τις πιθανές προεκτάσεις που θα μπορούσε να έχει μία τέτοια εξέλιξη.

Το πρόβλημα της Αρμενίας ουσιαστικά επιλύθηκε από τα γεγονότα του φθινοπώρου του ’20. Οι Αρμένιοι, εμπνεόμενοι από την Συνθήκη των Σεβρών εισέβαλαν στην (κατεχόμενη) δυτική Αρμενία. Οι τούρκοι άδραξαν την ευκαιρία και εκμεταλλεύομενοι τη στρατιωτική τους ισχύ στην περιοχή αντεπετέθησαν αποφασιστικά, εκδιώκοντας τους Αρμένιους από την περιοχή και προχωρώντας απειλητικά προς τα ανατολικά. Οι σοβιετικοί – που τη στιγμή εκείνη είχαν εξαιρετικά αδύναμες στρατιωτικές δυνάμεις στον Καύκασο – προσφέρθηκαν να διαμεσολαβήσουν, πρόταση που οι Αρμένιοι, εγκαταλελειμένοι τόσο από τη Δύση όσο και από τους σοβιετικούς, αποδέχτηκαν. Μετά από μια διαδοχή πολύπλοκων εξελίξεων, το αποτέλεσμα ήταν οι Τούρκοι να καταλάβουν το μεγαλύτερο μέρος της Αρμενίας, οι σοβιετικοί το υπόλοιπο, η άμεση εδαφική επικοινωνία των δύο μερών να αποκατασταθεί και το φθινόπωρο του ’20 το θέμα της Αρμενίας ως αιτία τριβής τουρκο-σοβιετικής τριβής να εκλείψει.

Έχοντας εξασφαλίσει την επαφή με τη Σοβιετική Ρωσία, ο Κεμάλ απαλλάχτηκε και από τις δύο ενοχλητικές παρουσίες στο εσωτερικό της Τουρκίας. Αφ΄ενός προς το τέλος του 1920 συγκρούστηκε ανοικτά με τον Ετέμ που αρνήθηκε να προσχωρήσει στις τακτικές κεμαλικές στρατιωτικές δυνάμεις, αφ’ ετέρου στις αρχές του 1921 δολοφόνησε – με “διακριτικότητα” όλη την ηγεσία του ΤΚΚ, τερματίζοντας την απειλή που μπορεί να συνιστούσαν. Ενδιαφέρον είναι το σκεπτικό του Κεμάλ, που διατυπώθηκε σε επιστολή του προς τον Καραμπεκίρ, ότι η εξουδετέρωση του ΤΚΚ ήταν κρίσιμη προϋπόθεση για την εξασφάλιση της σοβιετικής συμμαχίας, αφού οι σοβιετικοί θα υποστήριζαν τους κεμαλικούς κατ΄ αποκλειστικότητα μόνον εάν ήταν πεπεισμένοι ότι δεν υπήρχε προοπτική για το ΤΚΚ.


Διαπραγματεύσεις στη Μόσχα: αριστερά οι αντιπρόσωποι της τουρκικής πλευράς, όπου στην κεντρική τριάδα διακρίνονται (απο 
αριστερά προς τα δεξιά) οι Ριζά Νουρ, υπουργός Παιδείας και ειδικός απεσταλμένος για τη διαπραγμάτευση, Γιουσούφ 
Κεμάλ, υπουργός Οικονομικών και Αλί Φουάτ, ειδικός απεσταλμένος και πρέσβυς της Τουρκιας στη Μόσχα. 
Η φωτογραφία είναι τραβηγμένη την ημέρα της υπογραφής, 16 Μαρτιου 1921.


Με την εσωτερική κομμουνιστική δραστηριότητα κατεσταλμένη χωρίς ιδιαίτερη αντίδραση από τη Μόσχα, κυρίως όμως με το ζήτημα του Καυκάσου λυμένο, οι δύο πλευρές είχαν πλέον σχεδόν μόνον κοινά συμφέροντα. Μετά την δολοφονία του Σουμπχί και των συνεργατών του, αναχώρησε πολυμελής τουρκική αντιπροσωπεία για τη Μόσχα. Στις 20 Ιανουαρίου του 1921 αναχώρησε από την Άγκυρα για τη Μόσχα μεγάλη τουρκική αντιπροσωπεία, αποτελούμενη από τέσσερεις διακριτές επιτροπές και με αποστολή να ολοκληρώσει την υπογραφή της συνθήκης που πέντε μήνες πριν είχε παραμείνει στις μονογραφές. Οι διαπραγματεύσεις άρχισαν στις 26 Φεβρουαρίου και ολοκληρώθηκαν με την υπογραφή της Συνθήκης Ειρήνης και Αδερφοσύνης στις 16 Μαρτίου. Η συνθήκη ουσιαστικά επικύρωνε τα όσα είχαν συμφωνηθεί κατά την προηγούμενη φάση ενώ αναγνώριζε το εδαφικό καθεστώς του Καυκάσου όπως είχε, πλέον, διαμορφωθεί. Ενδιαφέρον είναι ότι ένας από τους όρους της συνθήκης αφορούσε την υποχρέωση της κάθε πλευράς να εμποδίσει τη “διάδοση της δικής της προπαγάνδας στο έδαφος της άλλης χώρας”

Ο σοβετικός πολιτικός και
στρατιωτικός ηγέτης
Μιχαήλ Φρούντζε. 
H σοβιετική και αργότερα
η ρωσική Σχολή Πολέμου έφερε 
μέχρι το 1998
το όνομά του

Η Σοβιετική πλευρά ζήτησε τα σχετικά με την οικονομική και υλική βοήθεια προς την κεμαλική Τουρκία που θα συνόδευε τη συνθήκη και τα οποία θα καθορίζονταν στη συνέχεια, με τη συνέχιση των συνομιλιών, να παραμείνουν απόρρητα προκειμένου να μην προκαλέσει τη Μεγάλη Βρετανία. Πράγματι, την εποχή εκείνη η Σοβετική Ρωσία ακροβατούσε προκειμένου να αντιμετωπίσει τη βρετανική απειλή στην Ανατολική Μεσόγειο χωρίς όμως να έρθει σε άμεση σύγκρουση με τη Γηραιά Αλβιώνα, κι αυτό για δύο λόγους: Αφ΄ενός προκειμένου να αποφύγει την άμεση βρετανική δυναμική αντίδραση, αφ΄ετέρου προκειμένου να επιτύχει την υπογραφή της εμπορικής συμφωνίας μαζί της, συμφωνία που ήταν ήδη υπό διαπραγμάτευση. Οι σοβιετικοί απέδιδαν ιδιαίτερη σημασία στην υπογραφή της συμφωνίας γιατί αυτή αφ΄ενός αποτελούσε μια ντε φάκτο νομική αναγνώριση του νέου κράτους το οποίο τη στιγμή εκείνη παρέμενε παρίας της διεθνούς κοινότητας – και άρα υποκείμενος συνεχώς στον κινδυνο επεμβάσεων προκειμένου να “επαναφερθεί” στη νομιμότητα, αφ΄ετέρου γιατί το οικονομικό σκέλος της συμφωνίας θα αποτελούσε μια απολύτως απαραίτητη εκείνη τη στιγμή ανακούφιση της σοβιετικής οικονομίας. Το ότι η σοβιετική πλευρά ισορροπούσε ανάμεσα στους δύο αυτούς στόχους ήταν και ο λόγος που απέφυγε εξ αρχής συστηματικά το  θέμα της ανοικτής συμμαχίας ή εμφανούς συνεργασίας στην αντιμετώπιση των ελληνικών δυνάμεων στη Μικρασία.

Στις 13 Δεκεμβρίου 1921 αφίχθη στην Άγκυρα ο Μιχαήλ Φρούντζε επικεφαλής “Ουκρανικής” αντιπροσωπείας. Η επίσκεψη αυτή έδωσε ιδιαίτερη ώθηση στις ήδη στενές τουρκο-σοβιετικές σχέσεις. Ο Φρούντζε απηύθυνε χαιρετισμό στη Μεγάλη Τουρκική Εθνοσυνέλευση, ενώ επισκέφθηκε τουρκικά στρατεύματα και παρακολούθησε ασκήσεις. Κυρίως, όμως, ο Κεμάλ επεδίωξε και αποκατέστησε σχέση ιδιαίτερης προσωπικής εμπιστοσύνης και φιλίας με τον Φρούντζε, όπως αποτυπώνεται στις υπηρεσιακές αναφορές του τελευταίου. Στις αναφορές του προς τον Τσιτσέριν ο Φρούντζε τονίζει τις ελλείψεις του τουρκικού στρατού και εισηγείται ένθερμα τη χορήγηση υλικής βοήθειας καθώς και την καταβολή της εκκρεμούς δόσης 3,5 εκ. ρουβλίων (βλ. παρακάτω). Είναι αυτή η επίσκεψη που εξασφαλίζει στον Φρούντζε τη θέση στο Μνημείο της Πολιτείας. Η επίσκεψή του λήγει στις 5 Ιανουαρίου του ’22, αφού στις 3 Ιανουαρίου έχει υπογραφεί “τουρκο-ουκρανική” συμφωνία ειρήνης.

Συμεών Αραλώφ.
Κατά την αναχώρησή του ο Φρούντζε συναντά τον προσερχόμενο νέο ρώσο πρέσβυ στην Άγκυρα Συμεών Αραλώφ. Ο Αραλώφ δεν είναι ένας απλός διπλωμάτης ή επαναστάτης. Ο Αραλώφ ήταν αξιωματικός πληροφοριών του τσαρικού στρατού που είχε μεταπηδήσει στους μπολσεβίκους κατά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο και ήταν κεντρικό πρόσωπο των νέο-ιδρυθεισών μυστικών υπηρεσιών. Ήταν από τα ιδρυτικά στελέχη της Τσέκα, ενώ τον Οκτώβριο του 1918 ορίστηκε οργανωτής και επικεφαλής της νέας στρατιωτικής υπηρεσίας πληροφοριών, της GRU. Από τη θέση αυτή αποχώρησε το 1920 προκειμένου να αναλάβει κρίσιμες πολιτικο-στρατιωτικές αποστολές στο εξωτερικό. Μία από τις κυριότερες ήταν η τοποθέτησή του στην Άγκυρα, όπου δεν ήταν απλώς πρέσβυς αλλά ταυτόχρονα και οργανωτής και επικεφαλής του ισχυρότατου δικτύου πληροφοριών της GRU στη χώρα.


Το Ύψος της Σοβιετικής Βοήθειας


Σύμμαχοι: Στην επάνω φωτογραφία ο Κεμάλ και οι επιτελείς του συνοδεύουν σοβιετική αντιπροσωπεία  στο Τσάι, στις 31 Μαρτίου 1921. Δίπλα στον Κεμάλ διακρίνεται ο ρώσος πρέσβυς Συμεών Αραλώφ  (με την τραγιάσκα). Στην κάτω φωτογραφία, την επομένη ημέρα, η σοβιετική αντιπροσωπεία παρακολουθεί στρατιωτική παρέλαση στο γειτονικό Ιλγκίν μαζί με τους τούρκους επιτελείς μετάτη λήξη άσκησης του κεμαλικου στρατού. Πίσω από τον Κεμάλ και τον Ινονού διακρίνεταιμε την τραγιάσκα ο Αραλώφ.


Σχετικά με το ακριβές ύψος και περιεχόμενο της σοβιετικής βοήθειας υπάρχουν αρκετές διαφορετικές εκδοχές που όμως αποτελούν παραλλαγές μίας βασικής εικόνας. Καθώς δεν υπάρχει ένα μοναδικό επίσημο σοβιετικό ή τουρκικό έγγραφο που να συνοψίζει τη βοήθεια, η εικόνα σχετικά με αυτήν συντίθεται από τις διάφορες αναφορές σε αυτήν που συχνά είναι αποσπασματικές, χωρίς πάντως να υπάρχουν  αντιφάσεις ή σημαντικές διαφοροποιήσεις.

Η σοβιετική βοήθεια παρασχέθηκε σε δύο βασικές φάσεις. Η πρώτη φάση ξεκίνησε με την αρχική μονογραφή της τουρκο-σοβιετικής συμφωνίας του Αυγούστου του 1920, η οποία οδήγησε στη σύσφιξη των σχέσεων αλλά όχι και στην υπογραφή συμφωνίας εξ αιτίας του θέματος της Αρμενίας. Παρ’ όλα αυτά, οι συνομιλίες για την οικονομική και στρατιωτική ενίσχυση των κεμαλικών είχε σαν αποτέλεσμα την έναρξη της βοήθειας: τον Σεπτέμβριο του 1920 ο σοβιετικός πρόξενος στη Θεοδοσιούπολη (Ερζερούμ) Ούπμαλ-Ανγκάρσκυ μεταβίβασε στους κεμαλικούς 1 εκατομμύριο χρυσά ρούβλια και 200,6 κιλά χρυσού. Η πρώτη αυτή βοήθεια αναφέρεται και σε απομνημονεύματα τούρκων πολιτικών, πιθανόν χωρίς πρωτογενή γνώση της μεταβίβασης. Η εφεκτική στάση των σοβιετικών εξ αιτίας του θέματος της Αρμενίας κατά την αμέσως επόμενη περίοδο οδήγησε στη διακοπή της βοήθειας μέχρι τη συμφωνία του Μαρτίου του ’21.

Όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, η συμφωνία για τη χρηματική και υλική βοήθεια που θα παραχωρούσε η Σοβιετική Ρωσία στην Τουρκία δεν συμπεριελήφθη στη βασική “Συνθήκη Ειρήνης και Αδερφοσύνης” του Μαρτίου του 1921 αλλά συμφωνήθηκε να καθοριστεί στις συνομιλίες που ακολούθησαν τη σύναψη της συνθήκης ώστε να παραμείνουν απόρρητες.

Είναι χαρακτηριστικό ότι εξ αρχής, ρητώς και από τις δύο πλευρές η παροχή της βοήθειας προς την Τουρκία είχε ως σκοπό τη συνέχιση του πολέμου κατά της Ελλάδος. Το αρχικό αίτημα της τουρκικής αντιπροσωπείας αφορούσε την παροχή 150 εκατομμυρίων χρυσών ρουβλίων ως χρηματική ενίσχυση. Το Υπουργείο Εξωτερικών της Σοβιετικής Ρωσίας (για την ακρίβεια, η “Λαϊκή Επιτροπή Εξωτερικών Υποθέσεων” όπως ήταν η επίσημη ονομασία, η περίφημη “Ναρκομιντέλ”) χαρακτήρισε σε εσωτερικό της έγγραφο το αίτημα ως “καθαρή υπερβολή ανατολίτικης νοοτροπίας”. Το ποσόν που συμφωνήθηκε ήταν ύψους 10 εκ. χρυσών ρουβλίων. Σύμφωνα με τα τα σοβιετικά, επίσης, αρχεία, η βοήθεια αυτή φαίνεται να άρχισε να παρέχεται αμέσως. Τα 5,4 εκ. χρυσά ρούβλια μεταφέρθηκαν σε τρείς δόσεις τον Απρίλιο, το Μάιο και τον Ιούνιο του ’21, ενώ προς το τέλος του 1921 μεταφέρθηκαν ακόμη 1,1 εκ. χρυσά ρούβλια. Στις 3 Μαΐου του 1922 φαίνεται να μεταφέρθηκαν ακόμη 3,5 εκ. χρυσά ρούβλια που, σύμφωνα με τις – μάλλον πιο αξιόπιστες -  σοβιετικές πηγές φαίνεται να ολοκλήρωναν την συμφωνημένη χρηματική βοήθεια. Ο υπουργός Εξωτερικών της Σοβιετικής Ρωσίας Γεώργιος Τσιτσέριν (για την ακρίβεια: ο Επίτροπος Εξωτερικών Υποθέσεων) σε έγγραφό του προς τον Στάλιν αναφέρει ότι στις 20 Σεπτεμβρίου του 1921 οι τούρκοι επέμειναν να τους παρασχεθεί ποσόν 50 εκ. χρυσά ρούβλια επιπλέον των 10 εκ. συμφωνημένων, αίτημα που δε φαίνεται να έγινε ποτέ δεκτό.

Ο πιο συστηματικός και μάλλον αξιόπιστος τουρκικός απολογισμός δε διαφέρει ουσιωδώς από την παραπάνω εικόνα. Σύμφωνα με αυτήν, τον Απρίλιο του ’21, αμέσως μετά την υπογραφή της συνθήκης, παραδόθηκαν στους τούρκους 4 εκ. χρυσά ρούβλια. Τον Μάιο και τον Ιούνιο του ’21 δόθηκαν στον τούρκο ταγματάρχη Σαφέτ (Saffet) 1,4 εκ. χρυσά ρούβλια, ενώ τον Νοέμβριο του ’21 ο στρατηγός Φρούντζε (τότε ακόμη επικεφαλής των σοβιετικών δυνάμεων στην Ουκρανία) έφερε κατά την επίσκεψή του στην Τραπεζούντα (την τραγωδία των ελλήνων κατοίκων της οποίας της οποίας αποτύπωσε γλαφυρά στο ημερολόγιό του) 1,1 εκ. χρυσά ρούβλια. Τον Μάιο του 1922 ο σοβιετικός πρέσβυς Αραλώφ έφερε μαζί του στην Άγκυρα 3,5 εκ. χρυσά ρούβλια, οπότε και του δόθηκε από τον τούρκο υπουργό οικονομικών Χασάν Φεχμί η απόδειξη της εξόφλησης των 10 εκ. χρυσών ρουβλίων.

Ενδιαφέρον έχει το γεγονός ότι η αποστολή μέρους της βοήθειας, και ειδικότερα μερους της δεύτερης δόσης – περί το 1 εκ. χρυσά ρούβλια – στον τούρκο ταγματάρχη Σαφφέτ προκειμένου αυτός να προμηθευτεί εξοπλισμό από τη Γερμανία επανέρχεται από όλες τις πηγές, χωρίς όμως αναφορές στο τι απέφερε η προσπάθεια αυτή.

Την ίδια εικόνα σοβιετικής βοήθειας, αν και με τα ποσά πολλαπλασιασμένα, αναφέρουν οι βρετανικές αναφορές πληροφοριών που φαίνεται να έχουν σχετική (αλλά όχι ιδιαίτερα ακριβή) πρόσβαση σε σοβιετικές πηγές. Και οι βρετανικές μυστικές αναφορές επιβεβαιώνουν την αποστολή του 1 εκ χρυσών ρουβλίων στην αρχή του θέρους του 1921 προκειμένου να αποκτηθεί γερμανικός εξοπλισμός.

το σύνολο,σχεδόν, της σοβιετικής 
οικονομικής βοήθειας
προς τους κεμαλικούς 
δόθηκε σε (τσαρικά)
χρυσά ρούβλια.

Για να γίνει πιο κατανοητή η σημασία της σοβιετικής οικονομικής βοήθειας θα πρέπει να γίνει μια αναγωγή των αναφερομένων μεγεθών σε σύγχρονες τιμές. Το γενικότερο πρόβλημα της αναγωγής της αξίας οικονομικών μεγεθών του παρελθόντος σε σύγχρονες τιμές είναι ένα εγγενώς δύσκολο τεχνικό πρόβλημα [v]. Για το λόγο αυτό οι αναγωγές δε διεκδικούν απόλυτη ακρίβεια αλλά γίνονται για να αποδοθεί η τάξη μεγέθους της βοήθειας που παρασχέθηκε από τους μπολσεβίκους στους κεμαλικούς:

Η πρώτη φάση της βοήθειας, που δόθηκε τον Σεπτέμβριο του ’20, συνίστατο σε 1 εκ. χρυσά ρούβλια και σε 200,6 κιλά χρυσού. Στις τρέχουσες τιμές εποχής τα δύο ποσά ισοδυναμούσαν σε 0,5 εκ. δολλάρια και περίπου 140.000 δολλάρια (138.000) αντίστοιχα. Σε σύγχρονες τιμές τα ποσά αυτά αντιστοιχούν σε 50 εκ. δολλάρια (ΗΠΑ) και 14 εκ. δολλάρια αντίστοιχα, δηλαδή ένα σύνολο 65 εκ. δολλαρίων.

Η δεύτερη φάση της βοήθειας, αυτή που δόθηκε τμηματικά από τον Απρίλιο του ’21 μέχρι τον Μάιο του ’22 ανερχόταν συνολικά σε 10 εκ. χρυσά ρούβλια, που αντιστοιχούσαν σε 5 εκ. δολλάρια (ΗΠΑ) της εποχής και που ισοδυναμούν με περίπου 500 εκ. δολλάρια ΗΠΑ σε σημερινές τιμές.

Έτσι, το σύνολο της οικονομικής βοήθειας προς τους κεμαλικούς ανέρχεται χοντρικά σε 5,64 εκ. δολλάρια της εποχής εκείνης ή σε 564 εκ. σημερινά δολλάρια ΗΠΑ. Αν λάβει κανείς υπ΄όψιν το γεγοτνός ότι η οθωμανική οικονομία, ούτως ή άλλως αδύναμη για το μέγεθος της αυτοκρατορίας προπολεμικά, είχε σχεδόν καταστραφεί από τα πέντε έτη εντατικού πολέμου, το γεγονός ότι το σύνολο της όποιας οικονομικής παραγωγής ήταν εμπράγματο με τη ανύπαρκτη νομισματική σταθερότητα, το γεγονός ότι οι κρατικοί θεσμοί, και δη οι φοροεισπρακτικοί είχαν ουσιαστικά ατονήσει, τότε αντιλαμβάνεται κανείς την κρίσιμη σημασία της οικονομικής αυτής βοήθειας. Σε μία διαλυμένη χώρα και σε μία διαλυμένη οικονομία, η κεμαλική πλευρά βρέθηκε κατά τη διάρκεια της διεκδίκησης της εξουσίας να είναι η μόνη πλευρά με μεγάλες ποσότητες ρευστού, και μάλιστα στο μόνο νόμισμα που θα είχε βαρύτητα και αξιοπιστία στην Ανατολία και στο εξωτερικό: τα χρυσά νομίσματα. Η σημασία της βοήθειας, όχι μόνον στη στρατιωτική ενίσχυση της κεμαλικής μερίδας αλλά, πολύ περισσότερο στην πολιτική της επικράτηση είναι, προφανώς, καίρια.

Πέραν της χρηματικής βοήθειας, η τουρκο-σοβιετική συμφωνία αφορούσε και την παροχή υλικής υποστήριξης προς τους κεμαλικούς, βοήθεια για την οποία υπάρχει λιγότερο σαφής εικόνα, τουλάχιστον ως προς συγκεκριμένους τύπους που αυτή αφορούσε.

Βαρύ πολυβόλο Maxim PM M1910 
με τη χαρακτηριστική 
ρωσική βάση και ασπίδιο 
(τύπου Sokolev), 
λάφυρο του ΕΣ.
(Πολεμικό Μουσείο Αθηνών)
Κατά την πρώτη φάση στις κεμαλικές δυνάμεις παραδόθηκαν το καλοκαίρι του 1920 6.000 τυφέκια, περισσότερα από 5 εκατομμύρια σφαίρες ελαφρού οπλισμού και 17.600 βλήματα πυροβολικού. Οι παραδόσεις σταμάτησαν το Νοέμβριο του 1920 εξ αιτίας της τουρκικής εισβολής στην Αρμενία, αλλά επανελήφθησαν τον Δεκέμβριο του ιδίου έτους.Και η υλική βοήθεια δόθηκε, κατ΄αντιστοιχία με την οικονομική, σε δύο φάσεις: με την μονογραφή της συμφωνίας του Αυγούστου του 1920 το πρώτο και λιγότερο σημαντικό μέρος, και μετά την υπογραφή της συμφωνίας του Μαρτίου του ’21 το μείζον μέρος της.

Η δεύτερη και σημαντικότερη φάση της παροχής βοήθειας ξεκίνησε μετά τη συνθήκη του Μαρτίου του 1921. Στο πλαίσιο της συμφωνίας αυτής εστάλησαν προς την Τουρκία από το 1921 έως το 1922 μέσω των λιμένων του Νοβοροσίσκ, της Τοπσίδας (Τουάπσε) και του Μπατούμι πολεμικός εξοπλισμός που συνίσταται σε 33.275 τυφέκια, 327 πολυβόλα, 63 εκατομύρια φυσίγγια, 54 πυροβόλα, 130.000 βλήματα πυροβολικού, 20.000 αντιασφυξιογόνες προσωπίδες, 1500 σπάθες και μεγάλη ποσότητα λοιπού εξοπλισμού.

Στις 3/10/1921 παραχωρήθηκαν από τη σοβιετική κυβέρνση στους κεμαλικούς στην Τραπεζούντα τα αντιτορπιλικά “Jivoy” (Ζιβόυ) και “Jutkiy” (Ζούτκιυ).

Πέραν του πολεμικού εξοπλισμού, η σοβιετική κυβέρνηση παραχώρησε τον εξοπλισμό για δύο εργοστάσια παρασκευής πυρίτιδας καθώς και τον εξοπλισμό και την τροφοδότηση με πρώτες ύλες για ένα εργοστάσιο πυρομαχικών, πιθανότατα κατά το 1922.

Συμπεράσματα

Η πολιτική και οικονομική υποστήριξη της Σοβιετικής Ρωσίας υπήρξε για την Κεμαλική Τουρκία όχι απλώς η κρισιμότερη στρατηγική της σχέση αλλά ένας από τους κρισιμότερους παράγοντες της νίκης της. Και η αρχική ανασυγκρότηση της τουρκικής αντίδρασης κατά το 1920, και η δυνατότητά της να επιβιώσει κατά τις μείζονες ελληνικές επιχειρήσεις του 1921, και η δυνατότητά της να αντεπιτεθεί με αποφασιστικές επιχειρήσεις κατά το θέρος του 1922 οφειλόταν κατά κύριο λόγο στη σοβιετική υποστήριξη και θα ήταν απολύτως αδύνατη χωρίς αυτήν.

Οι ρίζες της υποστήριξης οφείλονται στη στενότατη σύγκλιση των γεωπολιτικών συμφερόντων των δύο πλευρών, σύγκλιση που ήταν μάλλον προφανής και στα δύο μέρη και η οποία συνετέλεσε στο να ξεπεραστούν ταχύτατατα οι δυσκολίες που οφείλονταν σε δευτερεύοντες ιδεολογικούς ή πολιτιστικούς λόγους. Η μοναδική στιγμή που ετέθη σε κάποιο κίνδυνο η στρατηγική αυτή σύγκλιση υπήρξε το καλοκαίρι του 1921, όταν υπό την πίεση των ελληνικών επιθέσεων και της ελληνικής διείσδυσης σε μεγάλο βάθος, οι γάλλοι επιχείρησαν να προσεγγίσουν τους κεμαλικούς προκειμένου να τους αποσπάσουν από τη σοβιετική επιρροή. Παρά τη γαλλική προσέγγιση, η κεμαλική πλευρά είχε αποκαταστήσει τέτοια σχέση εμπιστοσύνης και συνεργασίας με τους μπολσεβίκους που απλώς βελτίωσε τη διαπραγματευτική της θέση έναντι των τελευταίων χωρίς ποτέ να τεθεί σοβαρά σε αμφισβήτηση η στρατηγική σχέση των δύο πλευρών.

Επισημαίνεται ότι παρά το ετεροβαρές της συμμαχίας, η σχέση υπήρξε πάντοτε ισότιμη και σε καμία στιγμή το ασθενέστερο (και πλέον πιεζόμενο) μέρος, η Κεμαλική Τουρκία, δεν δέχθηκε ή δε φέρθηκε ως εξαρτώμενο ή υποδεέστερο μέρος της σχέσης. Αντίθετα, η Τουρκία εκμεταλλεύτηκε το διάστημα αδυναμίας της Σοβιετικής Ρωσίας στον Καύκασο κατά το φθινόπωρο του 1921 προκειμένου να αποσπάσει για την ίδια την μεταξύ τους διαφιλονικούμενη περιοχή της Αρμενίας, υπολογίζοντας (ορθά) ότι η γενικότερη σύγκλιση των στρατηγικών συμφερόντων θα υπερίσχυε του εκνευρισμού που η στάση τους προκαλούσε. Είναι ιδιαίτερα χαρακτηριστικό ότι το σύνολο της (πολύ μεγάλης) βοήθειας, οικονομικής και στρατιωτικής, δε δόθηκε υπό μορφή δανείου αλλά ως δωρεά, ούτε ετέθη ποτέ τέτοιο θέμα.

Από οικονομικής απόψεως, η σοβιετική βοήθεια υπήρξε ο βασικός λόγος για τον οποίον το κεμαλικό κράτος διατηρούσε την ευχέρεια να λειτουργεί ως τέτοιο, εν απουσία ιδίων χρηματικών αποθεμάτων και με ελάχιστη δυνατότητα αγροτικής (και μηδαμινή δυνατότητα βιομηχανικής) παραγωγής κατά τη διάρκεια του πολέμου. Ειδικότερη αναφορά στη σημασία της σοβιετικής οικονομικής βοήθειας θα γίνει σε μελλοντικό άρθρο σχετικά με την οικονομική πτυχή του πολέμου).

Από στρατιωτικής απόψεως, η σημασία της σοβιετικής υποστήριξης υπήρξε επίσης ιδιαίτερα σημαντική.

Επιχειρησιακά, οι φιλικές σχέσεις με τους μπολσεβίκους – σε συνδυασμό με τη στρατιωτική τους αδυναμία στην περιοχή του Καυκάσου λόγω των εμπλοκών τους αλλού – επέτρεψε τη μεταφορά στρατιωτικών δυνάμεων από το μέτωπο του Καυκάσου στο ελληνικό μέτωπο, ιδιαίτερα μετά τη σύναψη της συμφωνίας του Μαρτίου του ’21 και την πλήρη εξομάλυνση των σχέσεων. Οι δυνάμεις που μεταφέρθηκαν κατά τη φάση εκείνη εκ πρώτης όψεως δεν ήταν μαζικές. Όμως υπήρξαν ιδιαίτερα σημαντικές για τον εξής λόγο: Μετά την ανόητη «επιθετική αναγνώριση» του Δεκεμβρίου του ’20 και πολύ περισσότερο μετά τις ανεπιτυχείς επιχειρήσεις του Μαρτίου του ’21, η νέα ελληνική πολιτική και στρατιωτική ηγεσία συνειδητοποίησε ότι οι κεμαλικές δυνάμεις ήταν σοβαρός αντίπαλος και απαιτούσε την κινητοποίηση όλου του δυναμικού που ήταν δυνατόν να κινητοποιηθεί προκειμένου να επιτύχουν οι επόμενες σχεδιαζόμενες επιχειρήσεις του Ιουνίου. Η αποδέσμευση τουρκικών δυνάμεων από το προσανατολισμένο προς τον Καύκασο τουρκικό XV Σώμα Στρατού (σε συνδυασμό με τις δυνάμεις που αποδεσμεύονταν από το XIII Σώμα Στρατού, όπως επέτρεπε η γαλλική πολιτική), εξουδετέρωνε την ελληνική στρατηγική υπερπροσπάθεια. Μάλιστα, είναι σχεδόν βέβαιο ότι πέραν των σχηματισμών που κινήθηκαν προς τα δυτικά, το τουρκικό δυτικό μέτωπο τροφοδοτήθηκε κατά την περίοδο αυτή με υλικό και άντρες από τους σχηματισμούς της ανατολής, γεγονός που δεν αποτυπώνεται στη διάταξη μάχης των κεμαλικών δυνάμεων. Η οριακή έκβαση και ο επιχειρησιακά αμφίρροπος χαρακτήρας των μαχών του Ιουνίου και του Αυγούστου καθιστούσε κρίσιμη ακόμη και την κάθε μία επιπλέον μεραρχία που μπορούσε να εμπλακεί στον αγώνα. Η ίδια εύνοια παρασχέθηκε στον Κεμάλ κατά μείζονα λόγο κατά τον Αύγουστο του 1922, όταν ο τουρκικός στρατός είχε τη δυνατότητα να επιτύχει μια πρωτοφανή στρατηγική συγκέντρωση των δυνάμεών του νότια της εξέχουσας του Αφιόν Καραχισάρ.

Από πλευράς εξοπλισμού, η σοβιετική υποστήριξη υπήρξε κρίσιμος παράγων. Η ενίσχυση του τουρκικού πυροβολικού με 54 πυροβόλα είναι σημαντική αλλά όχι εντυπωσιακή, καθώς συνεισέφερε περίπου το 15% της δυνάμεως πυροβολικού του Αυγούστου 1922. Χωρίς όμως  πληροφορίες σχετικά με τους τύπους που αυτή αφορούσε δε μπορεί να αποτιμηθεί με ακρίβεια. Πολύ σημαντικότερη είναι βέβαιο ότι υπήρξε η προμήθεια ελαφρού οπλισμού που έλειπε δραματικά από τον κεμαλικό στρατό, ακόμη και κατά την τελική φάση των επιχειρήσεων. Τα πολυβόλα που παραχωρήθηκαν επαρκούσαν για τον εξοπλισμό περίπου 9 μεραρχιών, ενώ τα τυφέκια επαρκούσαν για τον εξοπλισμό περισσοτέρων από 6 μεραρχίες.

Πολύ σημαντικότερη όλων φαίνεται να είναι η ροή πυρομαχικών και λοιπόν εφοδίων που επέτρεπαν στον κεμαλικό στρατό να παραμένει επιχειρησιακός. Ο όγκος των βλημάτων πυροβολικού που παραχωρήθηκαν, καθώς και η πολύ περιορισμένη δυνατότητα ίδιας παραγωγής πυρομαχικών εκ μέρους της τουρκική πλευράς (που μέχρι την παραχώρηση της επιπλέον υποδομής από τους μπολσεβίκους περιοριζόταν στην υποδομή του πυριτιδοποιείου Τοπ Χανέ που οι τουρκικές υπηρεσίες είχαν μεταφέρει μυστικά και τμηματικά προς την Άγκυρα) έκαναν την σοβιετική υποστήριξη κρίσιμη για τη δυνατότητα διεξαγωγής μειζόνων επιχειρήσεων.

Η σημασία της σοβιετικής υποστήριξης φαίνεται και από την διαβόητη ρήση του Κεμάλ μετά την Εκστρατεία ο οποίος αναφερόμενος στον βομβαρδισμό της Ινεπόλεως από το Βασιλικό Ναυτικό τον Ιούνιο του 1921 δήλωσε ότι “ενώ τα μάτια μου ήταν στο Σαγγάριο, τα αυτιά μου ήταν τεταμένα προς την Ινέπολη. Η οδός: ρωσικοί λιμένες (Νοβοροσίσκ/Τοπσίς/Μπατούμ) – Ινέπολη – Κασταμονή – Άγκυρα ήταν πιθανότατα η μία από τις δύο βασικές οδούς στρατηγικού εφοδιασμού κατά το θέρος του 1921.Ατυχής υπήρξε για την ελληνική πλευρά η λήξη των σοβιετο-πολωνικών εχθροπραξιών τον Οκτώβριο του 1920, που οδήγησε στην υπογραφή ειρήνης μεταξύ των δύο πλευρών τον Μάρτιο του 1921. Ο τερματισμός των μεγάλων πολεμικών συγκρούσεων της Σοβιετικής Ρωσίας (που απορροφούσαν πολύτιμους πόρους) σήμαινε ότι είχε πλέον τη δυνατότητα να αποδεσμεύσει ουσιώδεις πόρους προς την Τουρκία. Η στιγμή αυτή συνέπεσε με την έναρξη της ελληνικής εξόρμησης προς την ανατολή, προκειμένου να καταβληθεί η τουρκική αντίσταση. Η οριακή τουρκική επιβίωση την άνοιξη και το θέρος του 1921 δείχνουν πόσο κρίσιμη υπήρξε η σοβιετική παρέμβαση. 
Τέλος, η παρέμβαση αυτή ουσιαστικά σήμαινε την αντίστροφη πορεία της ισχύος των δύο εμπολέμων πλευρών. Στις αρχές του 1921 αρχίζει από την ελληνική πλευρά, ταυτόχρονα με την έναρξη της μεγάλης τελικής στρατιωτικής προσπάθειας, η φθίνουσα πορεία της συνολικής της ισχύος λόγω της αποκοπής της από τη συμμαχική υποστήριξη. Την ίδια ακριβώς χρονική στιγμή η κεμαλική Τουρκία αρχίζει να δέχεται συνεχείς και έντονες ενέσεις υλικής, οικονομικής και πολιτικής βοήθειας από τη Σοβιετική Ένωση.

Σημειώσεις


[i] Αποδίδεται ο όρος “cumhuriyet” – στα αγγλικά “republic” – ως “πολιτεία” και όχι ως “δημοκρατία” (democracy – demokrasi), αφού εμφανώς αυτή είναι η πρόθεση των ιδρυτών της.

[ii] Την περίοδο της Μικρασιατικής Εκστρατείας η ΕΣΣΔ ή Σοβιετική Ένωση δεν έχει δημιουργηθεί ακόμη (θα δημιουργηθεί τον Δεκέμβριο του 1922), και τη σοβιετική πολιτική ασκεί  το σοβιετικό ρωσικό κράτος με την επίσημη ονομασία “Ρωσική Σοσιαλιστική Ομοσπονδιακή Σοβιετική Πολιτεία”, συνηθέστερα αναφερόμενη ως “Σοβιετική Ρωσία”. Τα άλλα κράτη που δημιουργήθηκαν υπό σοβιετικό έλεγχο, όπως η Σοβιετική Ουκρανία, είναι τύποις ανεξάρτητα και θεωρητικά έχουν αυτόνομη εξωτερική πολιτική. Το κράτος της Σοβετικής Ένωσης που ενοποίησε τα κράτη (ουσιαστικά τα απορρόφησε η Σοβιετική Ρωσία) ιδρύθηκε κατά το τέλος του 1922.

[iii] “Δύναμη Ντάνστερ – Dunsterforce”, ονομασμένη έτσι, σύμφωνα με βρετανικό στρατιωτικό έθιμο, από το όνομα του επί κεφαλής της στρατηγό Λάιονελ Ντάνστερβιλλ (Lionell Dunsterville). Βρετανικό απόσπασμα με αποστολή την επιθετική αναγνώριση στην κατεύθυνση του Καυκάσου, με αποστολή να διεισδύσει στον Καύκασο όπου θα ενίσχυε τα τρία αναδυόμενα κράτη υπό την προστασία της Ανταντ (Αρμενία, Γεωργία και Αζερμπαϊζάν). Θεωηρτικά, έτσι θα “σφράγιζε” τους Γερμανούς στον Καύκασο ώστε να μην προχωρήσουν μαζί με τους Τούρκους προς την Ινδία (όπως πράγματι προέβλεπαν κάποια μεγακόπνοα γερμανικά σχέδια) μετά την απαλλαγή από την πίεση της Ρωσίας με τη συνθήκη του Μπρεστ-Λιτόφσκ. Στην πράξη, επιπλέον του δεδηλωμένου σκοπού, βασική αποστολή της δυνάμεως ήταν να εγκαθιδρύσει και να επεκτείνει τη βρετανική παρουσία στην πλούσια σε πετρέλαια περιοχή. Συγκροτήθκε μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση και αποχώρησε από τα Εκβάτανα (Χαμαντάν) της Περσίας τον Ιανουάριο του 1918 με προορισμό το Μπακού. Αντιμετώπισε πολύ ισχυρότερες τουρκικές δυνάμεις που την εξανάγκασαν να επιστρέψει στα Εκβάτανα. Με την ανακωχή η Δύναμη Ντάνστερ επανήλθε στο Μπακού ώσπου τελικά υπό πίεση να αποχωρήσει προς την Τυφλίδα.

[iv] Ο Καρλ Ράντεκ υπήρξε ηγετικό στέλεχος του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος πριν και μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση.

[v] Το πρόβλημα οφείλεται σε πολλούς λόγους: Η σχετική αξία των νομισμάτων αλλάζει – πολλές φορές ουσιωδώς – με την πάροδο του χρόνου, τόσο σε ότι αφορά τις μεταξύ τους ισοτιμίες  όσο και σε ότι αφορά την αγοραστική τους αξία. Ο τρόπος υπολογισμού της ανηγμένης αξίας είναι πολύπλοκος και δεν είναι μονοσήμαντος αλλά υπάρχουν διαφορετικές μεθολογίες. Η κάθε μεοδολογία δίνει διαφορετικές τιμές, όχι όμως και κατά τάξη μεγέθους. Σε κάθε περίπτωση, για το παρόν κείμενο έχουν χρησιμοποιηθεί οι ισοτιμίες χρυσού ρουβλίου, δολλαρίου 1921 και δολλαρίου 2009 που δίνει ο Macmeekin, ενώ οι λοιπές ισοτιμίες νομισμάτων της εποχής (που είναι απλά ιστορικά στοιχεία) έχουν αντληθεί από το διαδίκτυο.

------------------------------------------------

(Σημείωση: Το παρόν κείμενο δημοσιεύτηκε αρχικά στη διεύθυνση Μικρασιατική Εκστρατεία: Οι Σοβιετικοί όπου και μπορούν να γίνουν σχετικά σχόλια.)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.