Του Νεκτάριου Δαπέργολα
Διδάκτορα Βυζαντινής Ιστορίας
Πλησιάζει λοιπόν άλλη μια 25η Μαρτίου, που βέβαια θα «τιμήσουμε» και πάλι με τον ίδιο πάντα ανούσιο τρόπο: τις ίδιες παρελάσεις, τα ίδια αφιερώματα, τους ίδιους ανιαρούς επετειακούς λόγους. Και για μια ακόμη φορά προφανώς θα χάσουμε την ευκαιρία να αντικρίσουμε αυτή τη μέρα στις πραγματικές της διαστάσεις, για να μάθουμε να την αντιμετωπίζουμε τελικά με έναν τρόπο εντελώς διαφορετικό. Με έναν τρόπο που πολύ απλά καλεί σε προβληματισμό, σε βαθιά περίσκεψη ή ακόμη και σε μελαγχολία. Έχω άλλωστε την αίσθηση ότι 197 χρόνια μετά την έναρξη της Μεγάλης μας Επανάστασης (και 186 από την επίσημη ίδρυση του θλιβερού μικροελλαδίτικου «βασιλείου» - προτεκτοράτου) ο μόνος τρόπος για να τιμήσουμε ειλικρινά τους ηρωικούς αγωνιστές του ’21 περνάει πια αναγκαστικά μέσα από τον δρόμο της απόλυτης κατάθλιψης.
Αναπόφευκτος πράγματι αυτός ο δρόμος, όταν ζεις στη χώρα της απάτης, της ψευτοπροοδευτικής υστερίας, της πολιτιστικής ασυναρτησίας, της πολιτικής διαφθοράς, της εκκλησιαστικής εκκοσμίκευσης, της βαθιάς κρίσης όλων ανεξαιρέτως των θεσμών. Στη χώρα που τη λυμαίνονται διεφθαρμένοι μεγαλοεπιχειρηματίες και καναλάρχες, αχρείοι πολιτικοί, πλανεμένοι ιεράρχες, αγύρτες δημοσιογράφοι και γραικύλοι θολοκουλτουριάρηδες. Στη χώρα όπου ζει πλέον ένας λαός τυφλός και αμνησιακός, που καθημερινά βουλιάζει ολοένα και περισσότερο στην παρακμή και τη βλακεία. Ένας λαός που κάποτε ήταν ανυπότακτος, που σφυρηλατήθηκε επί αιώνες μέσα από την αντίσταση, που πολέμησε τους Φράγκους κατακτητές, που έχυσε το αίμα του σε περισσότερες από 150 επαναστάσεις ενάντια στους Τούρκους. Και έτσι, αφού τα έπραξε όλα αυτά, πήγε μετά και υποτάχτηκε από μόνος του στα σκουπίδια.
Όπως βεβαίως ήδη αντιληφθήκατε, αυτό εδώ δεν είναι ένα επετειακό κείμενο για μια νικηφόρα επανάσταση. Είναι απλά το ρέκβιεμ για μια τραγική αποτυχία. Και ασφαλώς την αποτυχία όχι των συγκλονιστικών ανθρώπων που κουβάλησαν στις πλάτες τους τον μεγαλειώδη Αγώνα, αλλά εκείνων που διαχειρίστηκαν την απόληξή του: των επιγόνων της επόμενης και της μεθεπόμενης μέρας. Μ’ άλλα λόγια, για τη φενάκη εκείνου του μικροελλαδικού κρατιδίου του 1832, που χτίστηκε εξαρχής πάνω στην απόλυτη προδοσία του οράματος όσων πραγματικά αγωνίστηκαν.
Αυτοί πολέμησαν για ανεξαρτησία, για θρησκευτική και πνευματική ελευθερία, για δημοκρατία και ισότητα. Μα το όραμά τους προδόθηκε αμέσως. Οι ίδιοι πέρασαν στο περιθώριο, πέθαναν φτωχοί και περιφρονημένοι, μερικοί φυλακίστηκαν κιόλας, σαν τον Κολοκοτρώνη, που τον καταδίκασε το καθεστώς του Όθωνα για συνωμοτική δράση. Ή σαν τον Νικηταρά, ο οποίος «θήτευσε» αρχικά στο Παλαμήδι και στη συνέχεια στις φυλακές της Αίγινας (βάσει επίσης ανυπόστατων κατηγοριών για συνωμοσία εναντίον του Όθωνα) και που όταν αποφυλακίστηκε το 1841, το (ξεδιάντροπα βαυκαλιζόμενο και αυτοφερόμενο ως) ελληνικό κράτος του έκανε την…ύψιστη τιμή να του επιτρέψει να επαιτεί κάθε Παρασκευή έξω από μια εκκλησία! Οκτώ χρόνια αργότερα, ο γενναίος και έντιμος αυτός ήρωας πέθανε ξεχασμένος και πάμφτωχος, ενώ το ίδιο φτωχοί και ξεχασμένοι έφυγαν βέβαια και πολλοί ακόμη ήρωες. Και τους αγώνες αυτών των ανθρώπων τους καρπώθηκαν άλλοι, που ούτε πολέμησαν ποτέ, ούτε υποβλήθηκαν στην παραμικρή θυσία και ίσως ούτε και νοιάστηκαν ποτέ τους πραγματικά. Το νεόδμητο ελληνικό κράτος χτίστηκε εξαρχής πάνω στην αδικία και την εμπάθεια. Και η πολιτική μας ιστορία από το 1832 και μετά, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, είναι μια ατέλειωτη σειρά από καιροσκόπους, διαδρομιστές, τσανακογλείφτες ξένων συμφερόντων, μέλη και παρατρεχάμενους μασωνικών στοών, χαφιέδες, λαμόγια και πάσης φύσεως λοιπά καθάρματα. Και απολύτως χαρακτηριστική είναι βέβαια η περίφημη φράση του μεγάλου μας στρατηγού Μακρυγιάννη ότι τέτοια λευτεριά τη σιχάθηκε και πως «αν μας έλεγε κανένας αυτείνη την λευτερία οπού θα γευόμαστε, θα περικαλούσαμε τον Θεόν να μας αφήση εις τους Τούρκους, άλλα τόσα χρόνια, όσο να γνωρίσουν οι άνθρωποι τι θα ειπή πατρίδα, τι θα ειπή θρησκεία, τι θα ειπή φιλοτιμία, αρετή και τιμιότητα…Ο Θεός ας κάμη το έλεός του να μας γλυτώση από τον μεγάλον γκρεμνόν οπού τρέχομεν να τζακιστούμεν…».
Και φυσικά αυτή η απελπισμένη κραυγή του Μακρυγιάννη δεν αντικατοπτρίζει μόνο την αδικία, την αχαριστία και την ασέβεια του καιρού του. Είναι κραυγή αγωνίας για όλο το παρόν της γενιάς του αλλά και πρόγευση του μέλλοντος, κραυγή αγωνίας απόλυτα δικαιωμένη από όλη τη μετέπειτα νεότερη και σύγχρονη Ιστορία μας. Κραυγή για ένα τμήμα του Ελληνισμού που γλίτωσε πράγματι από τον τουρκικό ζυγό, αμέσως όμως πέρασε κάτω από άλλους ζυγούς, όχι τόσο ορατούς, αλλά πάντως εξίσου επικίνδυνους - και τελικά πολύ πιο αποτελεσματικούς. Που έγινε έρμαιο στα χέρια ξένων δυνάμεων, θύμα οικονομικής καχεξίας, χώρος αέναης ανακύκλησης αδικιών και ανισοτήτων, πεδίο εισβολής και επιβολής ξένων πολιτισμικών προτύπων που οδήγησαν στην πνευματική του διάβρωση και εν τέλει εκποίηση. Που έγινε έρμαιο μιας ατέλειωτης σειράς ανελλήνιστων πολιτικών, φραγκεμένων κληρικών και πλεγματικών ψευτοδιανοούμενων, η οποία, ως πεμπτοφαλαγγίτικο σκουπιδαριό, ανέλαβε να φέρει εις πέρας το έργο της μετακένωσης του Ευρωπαϊκού Διασκοτισμού, πλήττοντας το ζωντανό και σφύζον σώμα της Ρωμηοσύνης με τη βλακώδη νεκρόφιλη λατρεία μιας (ιδεαλιστικά άλλωστε μεταλλαγμένης) αθηνοκεντρικής αρχαιότητας και καθιστώντας σύντομα δυνατή την κατάντια του δύσμοιρου κρατιδίου σε ένα μόρφωμα μίζερο, απρόσωπο, πολιτισμικά ασυνάρτητο και χαοτικό. Κι αν κάποιες σπίθες ζωντανές παρέμειναν ακόμη μέσα σ’ αυτό, τροφοδοτούμενες από το μεγαλύτερο και αείποτε ζων κομμάτι του Ελληνισμού, που επιβίωνε πανσθενές - παρά τα δεινά - πέρα από τα επίσημα σύνορα, έσβησαν αργότερα κι αυτές μαζί με τη συθέμελη κατάρρευση του παντός, μέσα στο αίμα, τη σκόνη και τους καπνούς της Μικρασίας. Το 1922, ακροτελεύτια στην πραγματικότητα χρονιά όχι μόνο της Ελληνικής Επανάστασης αλλά και του Βυζαντίου, χρονιά που οριστικά «η Ρωμανία επάρθεν», είναι ίσως το πιο καθοριστικό χρονικό ορόσημο στη συνολική Ιστορία του Ελληνισμού. Η συνθλιπτική ταφόπλακα, το βίαιο τέλος μιας περιπέτειας 4000 χρόνων. Και συνάμα η οριστική και μόνιμη επιστροφή στη μίζερη, ευνουχισμένη και μικρονοϊκή λογική του γελοίου και τραγελαφικού ψευδοκράτους της Μελούνας.
Από κει και πέρα, ο κατήφορος προς τον πάτο δεν είχε πια τελειωμό. Μία χώρα πλέον ανάπηρη, μια ιστορία ακρωτηριασμένη κι ένας λαός σε βαθιά σύγχυση που μετά και την τελευταία αναλαμπή του - το μεγάλο κύκνειο άσμα του στ’ Αλβανικά Βουνά και την Αντίσταση - παραδόθηκε πια εντελώς.
Ένας λαός που (κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν άλλωστε μιας άρχουσας - και αυτοφερόμενης ως μεγαλοαστικής τάξης - γουνένδυτης και πλήρως αφελληνισμένης κουρελαρίας) αφιερώθηκε πια ολοκληρωτικά στο νεόδμητο «greek dream» του κομποδέματος και στην πλέον παραληρηματική πολιτιστική ασυναρτησία, κατορθώνοντας επί μισό αιώνα να καταβροχθίζει με τη βουλιμία απύθμενου οχετού και να χωνεύει με συνοπτικές διαδικασίες ένα απερίγραπτο τουρλού, μέσα στο οποίο στοιβάζονταν η καραγκούνα και ο τσάμικος με τον Αττίκ και τον Τζίμη Μακούλη, ο Μάρκος και ο Τσιτσάνης με το φοξ τροτ, η εκκλησιαστική σύναξη με την προτεστάντικη ευσεβιστική ηθικολογία, ο πλάγιος του δευτέρου με το τσιφτετέλι, ο Θεόφιλος και ο Ελύτης με τη Μέριλυν, ο Γρηγόριος Νύσσης με τις παραεκκλησιαστικές οργανώσεις, ο Μπιθικώτσης με τη Μαντόνα και τη Λέιντυ Γκάγκα, ο Κόντογλου με τον Κοέλο και τον Γουόρχολ, ο Μάνος και ο Μίκης με τον Τέρη Χρυσό, ο Χρύσανθος με τον Βαρθολομαίο και τον Ιωάννη Ζηζιούλα, ο Βούλγαρης με τη Στεφανίδου και την Ανίτα Πάνια, ο Μότσαρτ κι ο Βιβάλντι με τον Αργυρό, η «Πολίτικη Κουζίνα» με τα τουρκοσήριαλ και την «αισθητική» του Jumpo, ο παπα-Θόδωρος Ζήσης με τον Ράμφο, τον Φάρο και τον Γιαγκάζογλου, ο Σπανουδάκης με τη Στανίση, την Πάολα και τον Καρβέλα. Όσο για την τελική απόληξη της συνολικής αυτής εκπάγλου πολιτισμικής συνθέσεως (στην πιο ευτελισμένη της βεβαίως πλέον και πεπτωκυία μορφή), αυτήν τη ζείτε και τη βλέπετε πια καθημερινά στις κατ’ ευφημισμόν αποκαλούμενες πόλεις σας, στις όζουσες γυάλινες οθόνες σας, στις χάσκουσες αναγκαστικές συναναστροφές των εργασιακών σας πρωινών, στη φρικώδη ηχορύπανση των - χαμένων στην πολύβουη μοναξιά τους - σαββατόβραδων.
Και για ποια τελικά απ’ όλα αυτά θα είχαμε άραγε ποτέ το δικαίωμα να κατηγορήσουμε οποιονδήποτε άλλον, εκτός από τους ίδιους τους θλιβερούς εαυτούς μας; Για ποια δηλαδή απ’ όλα αυτά δεν ήμασταν υπεύθυνοι οι ίδιοι; Τα πιο πολλά εμείς τα προκαλέσαμε. Αλλά και για τα άλλα, πάλι εμείς φταίμε, που δίχως αντίδραση τ’ αφήσαμε να συμβούν. Κανένα απολύτως άλλοθι δεν μπορεί να σταθεί για τον πάλαι ποτέ λαό της Αντιστάσεως, που απλώς κάποια στιγμή επέλεξε, ως πλεγματικός νεόπλουτος, να πετάξει αβασάνιστα στη χωματερή όλη την Ουσία του, όλα τα σημαίνοντα και σημαινόμενα του καθ’ ημάς Τρόπου, που τον γέννησαν και τον κράτησαν ζωντανό επί χιλιετίες. Κανένα άλλοθι για τον λαό που θέλησε να γίνει «πολιτισμένος», πιθηκίζοντας ξένα πρότυπα και τρόπους αλλότριους, για να μάθει απλά να συλλαβίζει - κατά πώς λέει κι ο Σεφέρης - «σπασμένες λέξεις από ξένες γλώσσες».
Και έτσι πια εδώ, στο Σήμερα, έχοντας απολέσει πλέον την ταυτότητά μας, απομείναμε να κάνουμε εις το διηνεκές κύκλους γύρω από το Πουθενά.
Αποστερημένοι από τα βασικότερα δομικά στοιχεία της ταυτότητάς μας, παραλυμένοι από την ιστορική αμνησία, αποξενωμένοι από τις αιώνιες αξίες μας, σε πλήρη αποστασία από τον Θεό, επιδέξια χειρουργημένοι επί χρόνια πάνω στο κρεβάτι του Προκρούστη με τα νυστέρια του εύκολου πλουτισμού, της αφελληνισμένης «παιδείας» και του εγκάθετου ψευδο-εκσυγχρονισμού.
Πνιγμένοι επί μακρόν στην ευτέλεια της δανεικής ευμάρειας - και τώρα πλέον στο άγχος της οικονομικής κρίσης (από την οποία ποθούμε να εξέλθουμε απλά και μόνο για να επιστρέψουμε στη δανεική ευμάρεια). Βουλιάζοντας στη σαβουριάλιτυ κατινιά των βοθροκάναλων. Ερωτοτροπώντας καθημερινά με τη ρηχότητα, τη χυδαιότητα, το κιτς και τη βλακεία. Καταναλισκόμενοι σε «ανθρώπινες σχέσεις», δομημένες με κριτήρια της πλάκας. Προσκυνώντας στοιβαδόν ειδωλόθυτα και σκύβαλα τραγικά. Ανάγοντας σε πρωταρχικές μας αξίες το πορτοφόλι μας κι όποιο άλλο σκουπίδι σφηνώνεται κατά καιρούς στο άρρωστο μυαλό μας. Πετώντας στα σκουπίδια της αθεΐας τη ζείδωρη ορθόδοξη πίστη μας ή νοθεύοντας και μαγαρίζοντάς την μέσα στα λύματα του Οικουμενισμού. Αδρανείς ρέκτες της θυμηδίας, μανικοί εραστές του Τίποτα, νευρωτικά υποχείρια του εθισμού στην απόλυτη θολούρα και στο βαθύ τέλμα, μέσα στα οποία βουλιάζουμε εδώ και δεκαετίες. Και ειδικά τα τελευταία χρόνια, άθλιοι κι εμμονικοί υποστηρικτές και συνεργοί αντίχριστων και μισελληνικών κυβερνήσεων, που εγείρονται ασφαλώς στο προσκήνιο κατ’ εικόνα ημών και ως σαρξ εκ της σαρκός ημών, που εμείς τις ανακυκλώνουμε στην εξουσία και τις παρακολουθούμε παθητικά να αποτελειώνουν με δαιμονική μανία ακόμη και τα λίγα που απέμειναν όρθια μετά από την επέλαση δύο αιώνων φωταδιστικής υστερίας και ψευτοπροοδευτικής χυδαιότητας, να πετούν τα μαργαριτάρια στα γουρούνια, να εξεμούν απροκάλυπτα πάνω στα ιερά, να αφοδεύουν ξετσίπωτα πάνω στα τίμια. Έρημα και κενά σαρκία καταντήσαμε πια, που δείχνουν να περιφέρονται δίχως νόημα και δίχως σκοπό. Έχει απομείνει άραγε μέσα μας κάποια σπίθα ζωντανή από τον περήφανο λαό που πάλεψε και έμεινε ζωντανός επί αιώνες, ενάντια σε δυσκολίες απερίγραπτες και καταστάσεις τραγικές; Είναι γνωστό ότι «μικρά ζύμη όλον το φύραμα ζυμοί». Έχει απομείνει όμως άραγε πια εδώ ζύμη, που θα ξαναζυμώσει από την αρχή «όλον το φύραμα»;
Ως λαός, έχουμε έρθει από μακριά, δίνοντας μάχες υπέρ βωμών και εστιών, μάχες με βαρύ τίμημα, μετατρέποντας την αυτοθυσία και τον θάνατο σε συχνά αυτονόητο και ελάχιστο φόρο τιμής για τη σωτηρία της πατρίδας. Έχουμε έρθει από μακριά, δημιουργώντας, συνθέτοντας, παράγοντας και αναπαράγοντας ύλη και πνεύμα, βιώματα και αξίες, ιδέες και πεποιθήσεις, οικονομικές σχέσεις και πολιτικές δομές, τέχνες και γράμματα, θεσμούς και ιδανικά. Σαρκία ένθεα, ατέρμονοι οδίτες, εμπνευσμένοι ταυτόχρονα από το κατά Λόγον και το υπέρ Λόγον. Έχουμε έρθει από μακριά, γεννώντας και αναδιαμορφώνοντας έναν Πολιτισμό με αδιατάρακτη ιστορική συνέχεια χιλιετιών, έσχατα απομεινάρια εμείς σήμερα ενός λαού που κάποτε μεγαλούργησε με μετριοπάθεια, ταπεινοί μαζί και άνω θρώσκοντες, χοϊκοί και περιπατούντες επί πτερύγων ανέμων.
Στο τέλος πια αυτής της μακραίωνης διαδρομής, καθώς βουλιάζουμε στις εσχατιές της παρακμής και της κατάντιας - και λίγο πριν τη διαφαινόμενη ιστορική μας έκλειψη - είναι πια επιτακτική η ανάγκη να παλέψουμε για να ξαναβρούμε επιτέλους την περπατησιά μας. Μόνο έτσι άλλωστε θα εμπνευστούμε από τη μεγάλη μας Επανάσταση του 1821 - και μόνο έτσι βέβαια θα την τιμήσουμε πραγματικά. Όχι με δεκάρικους και ξεφτισμένες επετειακές αναφορές, αλλά ξεκινώντας μια νέα Επανάσταση - και μάλιστα τούτη τη φορά κυρίως ενάντια στους ίδιους τους εαυτούς μας. Μία πραγματική Επανάσταση, όπως η ίδια η λέξη το ορίζει, δηλαδή να κοιτάξουμε πίσω, να βρούμε τι χάσαμε κι έτσι να σηκωθούμε πάλι, πολεμώντας για ν’ ανακτήσουμε την κατάστασή μας την προπτωτική. Για να ξαναβρούμε την αυθεντική μας ταυτότητα, που την απωλέσαμε στη δίνη των καιρών, και να αναζητήσουμε το μονοπάτι που θα μας λευτερώσει απ’ όλη αυτή την ασφυκτική (πρωτίστως πνευματική και δευτερευόντως υλική) σκλαβιά και θα μας βγάλει από το τέλμα.
Το ερώτημα όμως (θα το επαναλάβω) παραμένει αμείλικτο: έχει απομείνει μαγιά σε αυτόν τον τόπο, έχει απομείνει έστω και μικρά ζύμη που θα οραματιστεί αυτή την άλλου είδους συνολική Ελευθερία και θα ξαναζυμώσει όλο το φύραμα; Έχουν απομείνει ζωντανοί; Αν ναι, δεν αρκεί πάντως να το ψελλίζουν με το κεφάλι σκυφτό. Πρέπει επιτέλους να το φωνάξουν. Κι αμέσως μετά, πολύ απλά, πρέπει και να το αποδείξουν. Ατέλειωτες ωστόσο γενιές νεκρών και αγέννητων αυτού του τόπου (για να θυμηθώ και τον Κωστή Παλαμά), απαιτούν τέτοιες αποδείξεις από εμάς. Και επειδή απλούστατα «οι καιροί ου μενετοί», τις απαιτούν επιτακτικά και άμεσα.
Καλή λευτεριά λοιπόν. Αν φυσικά την θέλουμε, αν την αντέχουμε και αν την αξίζουμε…
Πηγή:https://kostasxan.blogspot.gr/2018/03/1821.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.