Του Μιχάλη Μακρόπουλου
Τρεις μήνες το χρόνο κάθεται στο Πωγώνι, κι όλη μέρα μεταφράζει, γράφει και περπατά (η σειρά μπορεί να αντιστραφεί βεβαίως).
Ο Μιχάλης Μακρόπουλος είναι σπάνιος: μιλάει τρυφερά, γράφει βαθιά κι ανθρώπινα, απαντά πανέξυπνα, σκέφτεται μουσικά και παιχνιδιάρικα, είναι ένας μυστηριώδης στοχαστής. Τα δυο τελευταία του βιβλία "Το δέντρο του Ιούδα" και "Οδοιπορικό στο Πωγώνι" ξεχωρίζουν για δυο λόγους: πρώτα, γιατί μέσω της απόκοσμης ησυχίας τους καταφέρνουν να παρουσιάσουν στο ακέραιο το νόημα της ζωής, ιδωμένο από ένα άλλο πλάτωμα κι ύστερα, γιατί, εντελώς ξαφνικά, μια απίθανη ορμή γεμίζει τις λέξεις τους, η ορμή ενός κόσμου γήινου και ταυτόχρονα αέρινου κι ονειροπόλου, ανάμεσα σε ξωκλήσια, μαγαζιά, πλαγιές, δέντρα και υψώματα, η ορμή ενός τόπου άγνωστου σε πολλούς, μα γεμάτου ανάσες και φρέσκα ακόμη όνειρα.
Νίκη Κόλλια
"Η τεθλασμένη ράχη της Νεμέρτσικας ήταν ένα λεπτό όριο ανάμεσα στο λευκό του χιονιού και το λευκό του ουρανού" (Το δέντρο του Ιούδα). © Μιχάλης Μακρόπουλος |
Το Πωγώνι με τα δύο του ωμέγα είναι πλατύ τοπωνύμιο, είναι λέξη φτιαγμένη για ν' αντηχεί από πλαγιά σε πλαγιά φωναγμένη μ' ανοιχτά πνευμόνια για να χωρέσουν τα τέσσερα «ο» των δύο ωμέγα· είναι το ξεφύσημα του πι, είναι το τραχύ γάμμα, αλλά η ομορφιά της λέξης περισσότερο είναι σ' εκείνα τα δυο ω με την πλατιά, επιφωνηματική τους συμμετρία, όπως ισορροπούν σαν δίσκοι από τη μια μεριά κι από την άλλη της ζυγαριάς του γ, το πρώτο ωμέγα υψωμένο, πιο αέρινο, και το δεύτερο χαμηλωμένο γιατί το βαραίνει ο τόνος. Το Πωγώνι είναι απαλός τόπος. Τα χρώματά του σβήνουν το ένα στ' άλλο, η εικόνα του κυματίζει στο βλέμμα και στη σκέψη. Αχνά βουνά υποχωρούν ως το σύνορο του ουρανού
(Οδοιπορικό στο Πωγώνι).
Μια βδομάδα αργότερα ήλθε η άνοιξη κι οι κουτσουπιές άνθισαν πιτσιλώντας ρόδινες τις πλαγιές... Κάτι ρόδινο τού τράβηξε την προσοχή, τον αιφνιδίασε όπως τον είχε αιφνιδιάσει το καντηλάκι στο εικονοστάσι, στη μοναχική κάμαρα των γονιών του· ο Ηλίας γύρισε το κεφάλι και ξαφνιασμένος αντίκρισε το λουλουδιασμένο δέντρο, θαρρείς και μια στιγμή πρωτύτερα οι κλώνοι ήταν γυμνοί ακόμα, κι έξαφνα μπουμπούκιασαν εκειδά μπρος στα μάτια του
(Το δέντρο του Ιούδα).
Ούτε με τους κυνηγούς ήθελε να πηγαίνει στο βουνό, μ' όσους του είχαν προτείνει να πάει μαζί τους. Προτιμούσε μόνος. Ακόμα και μες στη χιονοθύελλα, το ᾽κοβε από τον Αϊ-Θανάση, ανηφόρα, ως τ' αλώνια του Κρίπουνα, κι από κει μέχρι τον Αϊ-Δημήτρη. Στεκόταν, κι ανοίγοντας λίγο το μπουφάν άναβε τσιγάρο στον κόρφο του· κάπνιζε μες στο χιόνι, αγναντεύοντας τη Νιάμα, την πάνω και την κάτω Ρονίτσα, τη Μουργκάνα, και σιωπή σαβάνωνε τα βουνά και τις σκέψεις του
(Το δέντρο του Ιούδα).
Ο Πωγωνίσκος βρίσκεται στην άκρη του Πωγωνίου και δίνει πράγματι, αυτός και το Ορεινό, την αίσθηση μιας αληθινής άκρης – ενός τέλους. Για να φτάσεις στον Πωγωνίσκο διασχίζεις το Κεφαλόβρυσο ή Μετζιτιέ, με τη Μεταλλοβιομηχανία Ηπείρου, ψηλότερα το όμορφο Βασιλικό ή Τσαραπλανά, και, με τον Αώο να ξετυλίγεται χαμηλά κάτω, συνεχίζεις προς το Μπουραζάνι και προς τη Μολυβδοσκέπαστη· ο δρόμος διακλαδώνεται, από τη μια μεριά για Αηδονοχώρι κι από την άλλη για Πωγωνίσκο, ανηφορίζεις κι άλλο από το στενό δρόμο μέσ' από το φαράγγι και φτάνεις σ' ένα τέλος στους πρόποδες της Νεμέρτσικας, σε μια μικρή κοιλάδα όπου παγωμένοι αέρηδες φυσούν από τη χούνη – σ' ένα μαγικό τόπο, τον Πωγωνίσκο
(Οδοιπορικό στο Πωγώνι).
Στις αγιογραφίες οι μορφές φανερώνονται από τον αγιογράφο με ανάδυση μέσ' από το βάθος. Το μάτι, ύστερα, δεν τις βλέπει σ' όλο τους το βάθος μονομιάς, αλλά τις διακρίνει όπως το αυτί έναν ψίθυρο. Έτσι, ο χρόνος μπορεί να μισοσβήσει την ίδια τη μορφή σε μια αγιογραφία, αλλ' όχι και το βάθος της. Το κύλισμα του χρόνου, που το εξιστορεί το σβήσιμο της μορφής, γίνεται βάθος αγιότητας. Επειδή η αγιογραφία ζωγραφίζεται σε επάλληλες στρώσεις, δεν είναι η αντίσταση στο χρόνο αυτή που υμνεί το μόχθο του τεχνίτη, αλλά η φθορά που φέρνει στο φως όλα τα στάδια ετούτου του μόχθου. Όμοια με την αγιότητα, η τέχνη που την εικονίζει είναι ένα παράδοξο. Η νίκη ενάντια στο χρόνο δεν κατορθώνεται με την αντίσταση, αλλά με την υποταγή
(Οδοιπορικό στο Πωγώνι).
Ένας αδιάβατος ωκεανός ξενιτιάς, πλάτους μόλις μερικών εκατοντάδων μέτρων, κι ένας αόρατος τοίχος φυλακής, χώριζαν το Πωγώνι στα δύο. Ο νεκρός περίμενε χωρίς οβολό σ' ένα πορθμείο χωρίς περάτη. Αποδώ το ερημωμένο από την αστυφιλία Πωγώνι των «τουριστικών αποδράσεων», αποκεί τα χωριά Σωπική, Σχωριάδες, Πολύτσιανη, Χλωμό, Μαυρόγερο, Τσάτιστα, Οψάδες. Με μια γεωπολιτική μαχαιριά, κοινές ζωές διαμελίστηκαν, μένοντας η καθεμιά να χάσκει λειψή, ανεπούλωτη... Κάθε εκκλησία είναι ξεχωριστή κι έχει τη δική της ιδιαίτερη ομορφιά, αλλά τη μεγαλύτερη εντύπωση μου την έκανε ο Αγ. Αθανάσιος του Μάτζαρη [στην Πολύτσιανη], του 1480 περίπου, αρχιτεκτονικά σπάνια για την εποχή της τρίκλιτη βασιλική με τρούλο και ανισοϋψή πλάγια κλίτη σε σχέση με το υπερυψωμένο κεντρικό. Σαν τον τόπο όλον, ο Αγ. Αθανάσιος του Μάτζαρη σου δίνει την αίσθηση πως στέκει «σε πείσμα». Σε πείσμα του χρόνου, σε πείσμα της αμείλιχτης Ιστορίας. Μέσα στον Αγ. Αθανάσιο –στις μισοσβησμένες τοιχογραφίες, στο παλαιό ξύλο, στην παλαιότητα ως και του φωτός ακόμα– το παρελθόν χάνεται κι ωστόσο επιμένει. Ψιθυρίζει, κι εσύ αφουγκράζεσαι ακίνητος για να τ' ακούσεις
(Οδοιπορικό στο Πωγώνι).
Στέκομαι μπροστά στο τέμπλο του Ι. Ν. της Κοιμήσεως της Θεοτόκου (1619) στο Δελβινάκι. Παντού όπου πέφτει η ματιά μου βλέπω κάποιο άνθος, ένα ζώο, ένα φύλλο, το Μυστικό Δείπνο, τους Ευαγγελιστές, έναν άγγελο – όλα μικρά, όλα σκαλισμένα με υπομονή και αγάπη... Σκύβω κοντύτερα στον μικρό ξύλινο Αδάμ, στην τοσηδά σκαλιστή Εύα...
(Οδοιπορικό στο Πωγώνι).
Ο Αύγουστος είναι ο μήνας των πανηγυριών. Η πωγωνίσια μουσική είναι ο χτύπος της καρδιάς του τόπου. Μια καρδιά σε νάρκη, που τον Αύγουστο σκιρτά και ξυπνά. Τις ημέρες πριν από το πανηγύρι, και στη διάρκειά του, γεμίζουν τα χωριά. Ο χρόνος κλείνει γι' άλλη μια φορά τον κύκλο του κι ο αντίλαλος του περσινού πανηγυριού έρχεται να ανακατευτεί με το γλέντι του φετινού
(Οδοιπορικό στο Πωγώνι).
Τα πανηγύρια φέρνουν τον Αύγουστο στο Πωγώνι και τα καζάνια φέρνουν το Νοέμβρη. Το σπίτι στο χωριό είναι έτσι κι αλλιώς ανοιχτό. Οι γειτόνοι χτυπούν και μπαίνουν, ή μπαίνουν δίχως να χτυπήσουν. Αλλά στα καζάνια όλοι παρελαύνουν − κάθονται, πίνουν, τρώνε, από φυλακής πρωΐας μέχρι νυκτός. Έτσι, για μια ακόμα χρονιά επισφραγίζεται κάτι. Λένε το τσίπουρο «δάκρυ της Παναγιάς» γιατί βγαίνει στάλα στάλα. Κι αυτό το μεθυστικό δάκρυ είναι επίσης το διάφανο αίμα που κυλά στις φλέβες και τις αρτηρίες όλου του χωριού
(Οδοιπορικό στο Πωγώνι).
Κάτω το Κεράσοβο, η Μέγκουλη, αντίκρυ η Χαραυγή, η Καστάνιανη, και παραπίσω η Μουργκάνα να πριονίζει πολύπτυχη τον ουρανό, μοιρασμένη ανάμεσα σε σκιές και φως, καμωμένη θαρρείς από την ίδια ύλη που ʼχε ο χειμωνιάτικος ουρανός, χάρη σ' ένα πύκνωμα που ʼχε μετατρέψει τον αέρα σε πέτρα
(Το δέντρο του Ιούδα).
Πιο πολύ όμως κι από τις εκκλησίες και τα ξωκλήσια, αυτήν την αίσθηση, πως ένα χτίσμα είναι ριζωμένο και γεννιέται μέσ' από τη γη, σ' τη δίνουν τα πέτρινα γεφύρια. Γραπωμένα από τις όχθες, καμπυλώνουν όμορφα πάνω από το κενό, και δεν μπορώ να φανταστώ άλλο χτίσμα που να δίνει περισσότερο από ένα πέτρινο γεφύρι την αίσθηση όχι τόσο ότι το έφτιαξαν, όσο ότι φτιάχτηκε με τρόπο αυτονόητο, απλώνοντας από μόνο του το τόξο του από τη μια όχθη προς την αντικρινή για να δρασκελίσει το νερό ― τόσο φυσικό δείχνει ανάμεσα σ' ό,τι το περιβάλλει
(Οδοιπορικό στο Πωγώνι).
Φτάσαμε κάτω από την κορυφή κι ανηφορίσαμε κάθετα πάλι. Η κορυφή ήταν κι ένα σύνορο, όχι φανταστικό σαν εκείνο που χώριζε τις δυο χώρες, Αλβανία και Ελλάδα, μα απόλυτο σαν χαραγμένη γραμμή που τη δρασκελίζεις. Πίσω μας ήταν η πλαγιά που ανεβήκαμε και μπροστά μας το βουνό έπεφτε άδεντρο, γυμνό, με πτυχές όμοιες με πέτρινης θάλασσας, και μου φάνηκε καθώς καθόμουν εκεί πως είδα πέρα, χαμηλά τον εαυτό μου να προχωρά, τόσος δα, ένας μικρός άνθρωπος στο απέραντο τοπίο, αλλά ακέραιος ακριβώς γιατί ήταν μικρός και γιατί το τοπίο ήταν απέραντο ‒ και γιατί ήταν μόνος
(Οδοιπορικό στο Πωγώνι).
Πηγή:http://www.lifo.gr/articles/almanac/94944
ΣΗΜΕΙΩΣΗ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.