Παρασκευή 2 Ιανουαρίου 2015

Η «εγκληματικότητα του λευκού κολάρου» και η «μηχανή της διαφθοράς»


Η διαφθορά είναι ο λειτουργικός ισορροπιστής ενός δομικά 
δυσλειτουργικού συστήματος

Των Βασίλη Καρύδη, 
(Καθηγητή Πανεπιστημίου Πελοποννήσου)
καί Βίκης Βασιλαντωνοπούλου, 
(Διδ/ρος  Εγκληματολογίας)

 Οι έννοιες: Γενεαλογία και επαναπροσδιορισμοί

Η παραδοσιακή εγκληματολογία φέρει από τους ιδρυτικούς της πατέρες το αμάρτημα να θεωρεί τον οικονομικό εγκληματία ως περιστασιακό εγκληματία που δεν συνιστά κίνδυνο για την κοινωνία, αντίθετα απ’ ό,τι συμβαίνει με τον αταβιστικό παθολογικό εγκληματία που πρέπει να εξουδετερωθεί. Χαρακτηριστικά, ο Cesare Lombroso αναφέρει ως παράδειγμα της επιπολαιότητας που διακρίνει τον «εγκληματικό τύπο» ανθρώπου, την αναφορά ενός καταδίκου που, απευθυνόμενος στο κοινό πριν από την εκτέλεσή του, είπε ότι «εύχομαι εις όλους υμάς να είσθε κλέπται ελεύθεροι και τότε θα είσθε ου μόνον ελεύθεροι, αλλά και τετιμημένοι διά παρασήμων. Εγώ είμαι ληστής ιδιώτης. Εάν ήμην ληστής δημόσιος, δεν θα ευρισκόμην εδώ». Σε άλλο σημείο του ίδιου έργου, ο Lombroso αναφέρει ως ένδειξη της παθολογίας του εγκληματία μεταξύ άλλων τα εξής: «οι κλέπται εν Λονδίνω […] σχηματίζουσι την πεποίθησιν ότι υπάρχουσιν αχρείοι και παρά τοις ανωτέραις τάξεσι της κοινωνίας, περιωρισμένην έχοντες την διάνοιαν, συγχέουσι την εξαίρεσιν μετά του κανόνος, συνάγουσι δε το συμπέρασμα ότι δεν δύναται να είναι πολύ φαύλη η πράξις, ήτις διαπραττομένη παρά των πλουσίων δεν θεωρείται αξιόμεμπτος» (Ο εγκληματίας άνθρωπος, μτφρ. Μπ. Άννινου, εκδ. Φέξη, 1911 [1876]). Στις αντιλήψεις του Lombroso και της εποχής του βεβαίως, τέτοιοι ισχυρισμοί όχι μόνο δεν μπορεί να έχουν την παραμικρή βασιμότητα αλλά θεωρούνται αυτόχρημα εξωφρενικοί και τεκμήρια παθολογίας.


Έπρεπε να μεσολαβήσουν μερικές δεκαετίες για να κινηθεί το εκκρεμές της εγκληματολογικής σκέψης προς την αντίθετη κατεύθυνση, στρέφοντας τον ερευνητικό προβολέα από την παθολογία του ατομικού εγκληματία στην κοινωνική παθολογία της εγκληματογένεσης αλλά και στη μεροληψία και την επιλεκτικότητα του ποινικού συστήματος, έτσι ώστε να αναζητηθούν νέα ερμηνευτικά εργαλεία σχετικά με τις αιτίες, την πραγματική έκταση και τα ποιοτικά χαρακτηριστικά του εγκληματικού φαινομένου. Ειδικότερα στο πεδίο της οικονομικής εγκληματικότητας η συμβολή του Αμερικανού εγκληματολόγου Edwin Sutherland υπήρξε καταλυτική καθώς εισάγει πρώτος τον όρο και την έννοια του εγκληματία του «λευκού κολάρου» (ή «λευκού περιλαιμίου») σε διάκριση από το εργατικό «μπλε κολάρο» του εγκληματία του δρόμου, ήδη το 1940. Σύμφωνα με την αρχική διατύπωση του Sutherland, η κατηγορία του εγκλήματος του λευκού κολάρου συγκροτείται από κάθε «έγκλημα που διαπράττεται από άτομα κύρους και υψηλού κοινωνικού στάτους στο πλαίσιο της επαγγελματικής τους δραστηριότητας» («White collar criminality», American Sociological Review, τχ. 5). Κρίσιμο στοιχείο του συγκεκριμένου ορισμού, που προσδιορίζει ταυτόχρονα και το αντίστοιχο ερευνητικό πεδίο, είναι το υψηλό κοινωνικό στάτους του δράστη, το οποίο δεν συναρτάται τόσο με το απόλυτο μέγεθος της οικονομικής του δυνατότητας όσο με την πολιτική και κοινωνική δυναμική αυτού του μεγέθους.

Έκτοτε και μέχρι σήμερα, η έννοια αυτή έχει καταστεί πραγματικός «σταυρός του μαρτυρίου» για εγκληματολόγους, κοινωνιολόγους, ποινικολόγους, πολιτικούς επιστήμονες αλλά και για τους νομοθέτες και τους εφαρμοστές του νόμου, όπως άλλωστε για τους πολιτικούς και την κοινή γνώμη. Σύμφωνα με μία εύστοχη διατύπωση, «κάθε γενιά ανακαλύπτει το εταιρικό έγκλημα και το έγκλημα του λευκού κολάρου με κάποια αφελή έκπληξη». Αυτό ακριβώς συμβαίνει και στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια.

Με αφορμή τη σύγχρονη οικονομική κρίση και τα πολύκροτα σκάνδαλα που την πλαισιώνουν, η έννοια των εγκλημάτων του λευκού κολάρου, όπως και αυτή της διαφθοράς, καταλαμβάνουν με μεγάλη φόρτιση το πεδίο του δημόσιου διαλόγου και της δημοσιότητας εν γένει στο εσωτερικό της χώρας και διεθνώς. Εν προκειμένω, η εγκληματικότητα του λευκού κολάρου και η διαφθορά εντοπίζονται ως οι κατεξοχήν όροι αιτιώδους συνάφειας με την οικονομική δίνη, στην οποία εξακολουθεί να βρίσκεται η χώρα την τελευταία πενταετία. Ήδη οι πρώτες μόλις γραμμές του Εθνικού Σχεδίου κατά της Διαφθοράς, όπως καταρτίστηκε από το Υπουργείο Δικαιοσύνης και ως αποτέλεσμα του Οδικού Χάρτη για τη Διαφθορά, τον οποίο κατέστρωσε και προώθησε η Τεχνική Ομάδα Δράσης για την Ελλάδα, ξεκαθαρίζουν: «Είναι διαπιστωμένο ότι η διαφθορά και τα παράγωγά της αποτελούν βασική αιτία της πολύπλευρης ηθικής, κοινωνικής, πολιτικής και οικονομικής κρίσης που οδήγησαν τη χώρα στην εξαθλίωση και την εθνική ταπείνωση». Ωστόσο, παρά την έντονη επικαιρότητα αλλά και την πολύχρονη θεωρητική επεξεργασία που έχει υποστεί καθεμία από τις δύο έννοιες, κάθε αναφορά ή επίκληση σε αυτές μοιάζει να υπακούει σε ένα παιχνίδι παρεξηγήσεων, θυμίζοντας σε πολλά τη λογική από το «σπασμένο τηλέφωνο». Βασική παράμετρο αυτών των παρερμηνειών αποτελεί ο θεωρητικός εγκιβωτισμός των εννοιών τόσο της διαφθοράς όσο και της εγκληματικότητας του λευκού κολάρου σε πολύ συγκεκριμένα και συσταλτικά τυποποιημένα σχήματα, πράγμα που αφενός υποτιμά άμεσα το ίδιο το περιεχόμενό τους και τη σημασία της θεωρητικής διαμάχης γύρω από αυτές, και αφετέρου υποβαθμίζει την έκταση και τη βαρύτητα των κοινωνικών φαινομένων που αυτές οι έννοιες επιχειρούν να περιγράψουν.

Πράγματι, αποτελεί εξαιρετικά δύσκολο εγχείρημα ο προσδιορισμός της έννοιας για τη συγκεκριμένη κατηγορία εγκλημάτων του λευκού κολάρου, καθώς ο όρος εξαρχής παραπέμπει σαφώς στην άσκηση και την κατάχρηση εξουσίας. Οι εναλλακτικές μεταγενέστερες αναφορές σε εγκλήματα κορυφής, εγκλήματα των ελίτ, εγκλήματα της σουίτας, σε εταιρικά εγκλήματα, επαγγελματικά εγκλήματα, επιχειρηματικά εγκλήματα, κυβερνητικά εγκλήματα, περιβαλλοντικά εγκλήματα, κρατικά-εταιρικά εγκλήματα συνιστούν παράλληλα συνδηλώσεις των μεταλλάξεων που επιδέχεται η εγκληματικότητα του λευκού κολάρου, λειτουργώντας ως ένα είδος εξουσιαστικού χαμαιλέοντα.

Σε αυτό ακριβώς το δομικό χαρακτηριστικό σκοντάφτει και η όποια ταύτιση επιχειρείται ανάμεσα στα εγκλήματα του λευκού κολάρου και του ευρέως διαδεδομένου όρου της οικονομικής εγκληματικότητας, η οποία χωρίς να θεωρείται λανθασμένη, κρίνεται αδόκιμη. Όπως εύστοχα επισημαίνει ο ίδιος ο Sutherland, η αξιολογική αποφόρτιση ή και ουδετερότητα, την οποία επιδιώκει ο όρος των οικονομικών εγκλημάτων, λειτουργεί υπονομευτικά ως προς το εξουσιαστικό υπόβαθρο που συνδέεται με τα εγκλήματα του λευκού κολάρου και υστερόβουλα ως προς τις συμπεριφορές που επιζητούν να επικεντρώσουν. Αναφέρει χαρακτηριστικά: «Τέτοιοι χαρακτηρισμοί αναλογούν στην εγκληματοποίηση μιας συγκεκριμένης συμπεριφοράς φτωχών ανθρώπων και στην απεγκληματοποίησή της όταν η ίδια συμπεριφορά προέρχεται από οικονομικώς ευκατάστατα άτομα».

Έτσι, η έννοια της εγκληματικότητας του λευκού κολάρου λογίζεται ταυτόχρονα στενότερη αλλά και ευρύτερη από εκείνη της οικονομικής εγκληματικότητας, δεδομένου ότι δεν ταυτίζεται ούτε περιορίζεται σε συγκεκριμένες, τυποποιημένες ποινικά προσβολές, που στρέφονται κατά του έννομου αγαθού της περιουσίας ή σημαντικών πτυχών της οικονομίας, αλλά περιλαμβάνει και περιπτώσεις που η τυποποίηση των συμπεριφορών αντιστοιχεί με αστικές, διοικητικές και εμπορικές παραβάσεις. Η μεγαλύτερη όμως ιδιαιτερότητα του όρου σχετίζεται με την επίκλησή του προκειμένου να περιγραφούν καταστάσεις που δεν τυγχάνουν κανονιστικής κωδικοποίησης. Με αυτόν τον τρόπο, αποκαλύπτεται και η ποιοτική διαφοροποίησή του, η οποία υπαγορεύει ότι τα εγκλήματα του λευκού κολάρου δεν συστήνονται μόνο μέσω των «νομικών» αποτυπώσεών τους αλλά εντοπίζονται ακόμη και στις άτυπες αν και επιβλαβείς στρεβλώσεις που ενέχονται στο σύστημα οικονομικής παραγωγής, στην κρατική οργάνωση, στις κοινωνικές σχέσεις και στους εξουσιαστικούς συσχετισμούς. Υπ’ αυτό το πρίσμα, φαίνεται πιο εύστοχη η εξομοίωση των εγκλημάτων του λευκού κολάρου με τα «εγκλήματα της οικονομίας» («crimes of the economy»), καθώς ανταποκρίνονται στην ανάγκη κατάδειξης επιβλαβών δράσεων που περιλαμβάνουν όχι μόνο παράνομες συμπεριφορές αλλά και νόμιμες, οι οποίες συμπλέκονται σε ένα σύνολο οικονομικών εννοιών, αρχών και αξιών. Σύμφωνα με τον V. Ruggiero, τα οικονομικά εγκλήματα (ή «εγκλήματα εξουσίας» όπως τα ονομάζει) δεν αποτελούν παρέκκλιση από την οικονομική νομιμότητα αλλά φαίνονται να είναι βαθιά ριζωμένα σε αυτήν και ισοδυναμούν με τεκμήρια ότι «η οικονομική τάξη ενσωματώνει εγκληματική αταξία ab initio» («Organized and Corporate Crime in Europe», 1996).

Η πολιτική μηχανή της διαφθοράς

Ο ίδιος συστημικός πυρήνας, στον οποίο αντικατοπτρίζεται η δομική και πολιτισμική ενσωμάτωση των εγκλημάτων του λευκού κολάρου στην επίσημη οικονομία, γονιμοποιεί και το φαινόμενο της διαφθοράς όχι όμως με όρους συνωνυμίας ή εναλλακτικού σεναρίου ως προς την εγκληματικότητα του λευκού κολάρου αλλά ως ένα ευρύτερο και λειτουργικό πλέγμα σχέσεων, δομών και διαδικασιών. Με άλλα λόγια, η έννοια της διαφθοράς δεν ενέχεται στην έννοια της εγκληματικότητας του λευκού κολάρου, συνιστώντας μία εκ των μορφών της, ούτε ταυτίζεται απλώς με την αξιόποινη πράξη της δωροδοκίας. Όπως έχει επισημάνει ο Robert Merton, η διαφθορά είναι ουσιαστικά ο λειτουργικός ισορροπιστής ενός δομικά δυσλειτουργικού συστήματος, στο οποίο αφενός διαστέλλονται οι κοινωνικά τεθειμένοι επιθυμητοί στόχοι του ατόμου από τα παρεχόμενα σε αυτό θεσμικά μέσα επίτευξής τους, και αφετέρου δίνεται εξαιρετική έμφαση για την επίτευξη των στόχων στη λογική μιας διηνεκούς και ακόρεστης οικονομικής επιτυχίας. Ακολουθώντας την ίδια κόκκινη κλωστή, η διατήρηση και επιτυχία ενός τέτοιου αντιφατικού και περίπου προγραμματικά δυσλειτουργικού συστήματος αποτελεί το λογικό επακόλουθο κοινωνικών λειτουργιών που, ανεξάρτητα από τις επίσημες διακηρύξεις, λανθάνουν στο εσωτερικό του. Οι λανθάνουσες κοινωνικές λειτουργίες με τη σειρά τους συνδέονται με εναλλακτικές κοινωνικές δομές, τις οποίες ο Merton συνοψίζει στην έννοια της πολιτικής μηχανής ή του Πάτρωνα, και βρίσκουν τον φαινότυπό τους στην έννοια της διαφθοράς. Έτσι, η διαφθορά ανάγεται κατά κάποιον τρόπο στην αθέατη πλευρά του εξουσιαστικού μηχανισμού και ισοδυναμεί με εναλλακτικό κανάλι επίτευξης των επιθυμητών κοινωνικών στόχων από τους δράστες, όταν δεν διαθέτουν πρόσβαση στις «νόμιμα διατιθέμενες και πολιτισμικά εγκεκριμένες κοινωνικές δομές» («Social theory and social structure», 1968). Κατά συνέπεια, η μηχανή της διαφθοράς νοείται ως εναλλακτική δομή μιας ανομικής κοινωνικής οργάνωσης που εντέλει αρνείται δομικά και θεσμικά ό,τι υπόσχεται ρητορικά στους κοινωνούς.

Το ενδιαφέρον σημείο εδώ είναι ότι ο μηχανισμός της διαφθοράς ως υπο-σύστημα ή ως παρα-σύστημα, συγκροτούμενο από παράλληλες, επάλληλες και λανθάνουσες λειτουργίες, αναπτύσσει μια πολύ πιο ολιστική δράση. Με κάθετες και οριζόντιες δομές, πελατειακά δίκτυα, πρακτικές νεποτισμού αλλά και ωμού εκβιασμού, σχέσεις εκδούλευσης, ανταλλαγών, εξυπηρετήσεων και παροχής πολιτικών όσο και οικονομικών προνομίων διευκολύνει μεν την πρόσβαση στους θεσμούς για μέλη αδύναμων κοινωνικών στρωμάτων, πολλαπλασιάζοντας τις δυνατότητες κοινωνικής κινητικότητάς τους, αλλά με αντάλλαγμα την ευρεία κοινωνική ανοχή και μέσω αυτής την κοινωνική συνενοχή στο «μεγάλο» παιχνίδι των ισχυρών οικονομικών και επιχειρηματικών παραγόντων. Δημιουργείται έτσι ένα αναπόδραστο σχήμα, το οποίο δεν χάνει τη νομιμοποίησή του παρά την όποια έκταση και ένταση κοινωνικής καχυποψίας και δυσπιστίας. Η ιδιαιτερότητα του ελληνικού καπιταλισμού σε συνδυασμό ή και σε αλληλουχία με ένα αναποτελεσματικό κράτος πρόνοιας συνέβαλαν αποφασιστικά για την εξίσωση της διαφθοράς με μια «ανώτερη ανηθικότητα» και κατ’ επέκταση την παγίωσή της ως modus vivendi, όπου η ανοχή στη μικρομεσαία διαφθορά εξασφάλιζε συγχωροχάρτι στη μεγάλη. Αυτή η κυκλική κίνηση δεν παραπέμπει απλώς σε κοινωνικά αδιέξοδα και δημοκρατικά ελλείμματα αλλά στο κυκλωτικό αποτέλεσμα που παράγεται μέσω μιας δεσποτικής μετάλλαξης του εξουσιαστικού μηχανισμού. Η διάχυση της διαφθοράς σε όλο το κοινωνικό φάσμα λειτουργεί υπέρ μιας αυτοματοποιημένης και απλοποιημένης ταύτισής της με τον μέσο πολίτη. Στο μέτρο που η διαφθορά τοποθετείται στη βάση της κοινωνικής δομής και όχι στην κορυφή, γίνεται δηλαδή κοινό γνώρισμα κυρίως των πολιτών και όχι των εκπροσώπων της πολιτικής εξουσίας, τίθεται σε κίνηση ένας δεύτερος αυτοματισμός που νομιμοποιεί κάθε λύση που υιοθετείται από τους τελευταίους για τη συμμόρφωση των πρώτων και εξ αντιδιαστολής απονομιμοποιεί κάθε κοινωνικό αντίλογο ή αντίδραση των πολιτών που υφίστανται τα επίχειρα αυτής της διαδικασίας.

Η αντεγκληματική πολιτική της «αντι-διαφθοράς»

Το ίδιο σχήμα φαίνεται να εξυπηρετούν τόσο το έντονο πολιτικό ενδιαφέρον όσο και οι σύγχρονες προσπάθειες που καταβάλλονται για την καταπολέμηση της διαφθοράς ως μέρος του γνωστού μοντέλου του «πολέμου κατά του εγκλήματος». Το βασικό στίγμα ενός τέτοιου μοντέλου δίνεται από μια διπλή μετάβαση που επιχειρείται μέσω της σταδιακής διολίσθησης από το κοινωνικό κράτος στο ποινικό, και από την έννοια της δικαιοσύνης στο ποινικό σύστημα. Βασικό επομένως γνώρισμα μιας τέτοιας πολιτικής δεν είναι η δομική παρέμβασή της είτε μέσω ριζοσπαστικών αλλαγών είτε μέσω αναχαιτιστικών αντισταθμισμάτων, όπως υπήρξε για χρόνια το κράτος πρόνοιας, αλλά η έμμεση διαχείριση για τον μετριασμό του ρίσκου-κινδύνου, όπως η στρατηγική δημιουργίας συνασπισμών ανάμεσα σε επιχειρήσεις, διεθνείς φορείς, μη κυβερνητικές οργανώσεις και κρατικούς οργανισμούς. Στην ίδια στρατηγική εντάσσονται και οι πρακτικές διεθνοποίησης της ποινικής αντιμετώπισης της διαφθοράς μέσω της προώθησης διεθνών συνθηκών, ως προς την υιοθέτηση και εφαρμογή των οποίων τα κράτη κρίνονται και αξιολογούνται από τους διεθνείς οργανισμούς που τις εισηγούνται.

Ακόμη κι αν αντιπαρέλθει κανείς τις κριτικές φωνές που κάνουν λόγο για ένα γενικότερο πρόγραμμα νεοφιλελεύθερης διακυβέρνησης, όπου η διαφθορά χρησιμοποιείται ως δούρειος ίππος για την προώθηση ευρύτερων διαρθρωτικών αλλαγών και συνεπώς ενδιαφέρει μόνο ως αφιλόξενη συνθήκη για επενδύσεις ή ως πιθανότητα φαλκίδευσης της απελευθέρωσης της αγοράς και όχι ως παραβίαση ατομικών, κοινωνικών και ανθρωπίνων δικαιωμάτων, δεν μπορεί να αγνοήσει την απόλυτη απουσία συστημικής πρόσληψης του φαινομένου ως προς τα αίτιά του και τη σχεδόν εμμονική ταύτισή του με το τυποποιημένο ποινικό αδίκημα της δωροδοκίας. Η διεθνής ομογενοποίηση του φαινομένου παρακάμπτει βασικά ζητήματα που συνδέονται με ιδιαιτερότητες όχι μόνο των εθνικών δομών αλλά και των πολιτισμικών χαρακτηριστικών των κρατών, καταλύοντας ταυτόχρονα την αξία της ιστορικής προσέγγισης και ανάλυσης των φαινομένων. Ταυτόχρονα, μια στενόμυαλη επιμονή στην αποτύπωση της διαφθοράς ως απλή συναλλαγή μεταξύ δύο μερών αφαιρεί από την εικόνα πλήρως τα θύματα και διαστρεβλώνει την έννοια της θυματοποίησης, συνδέοντάς την αποκλειστικά με οικονομικά μεγέθη. Στο μέτρο όμως που το φαινόμενο της διαφθοράς «οικονομικοποιείται» και ολοένα και περισσότερο το δίκαιο εργαλειοποιείται και ο νομικός εγγυητισμός υποχωρεί, προκαλούνται σοβαρά ερωτηματικά ως προς τους σκοπούς και την αποτελεσματικότητα αυτών των επιλογών.

Ιδιαίτερα αν αναλογιστεί κανείς την επικυριαρχία της οικονομίας έναντι της πολιτικής που συνεπέφερε το πέρασμα στον χρηματοπιστωτικό καπιταλισμό και η εξέλιξη της παγκοσμιοποίησης, η σύγχρονη «μόδα» της διαφθοράς, όχι τόσο ως εθνικό πρόβλημα-εμπόδιο στην κρατική ανάπτυξη και την εσωτερική πολιτική σταθερότητα, αλλά πρωτίστως ως παράμετρος επικινδυνότητας και αβεβαιότητας για τις διεθνείς αγορές, μοιάζει να παραχωρεί τη σκυτάλη για την αντιμετώπισή της σε υπερεθνικές οικονομικές εξουσίες. Το παράδοξο μιας τέτοιας επιλογής, θεμελιωμένης σε λογικές ανταγωνισμού και αυτορρύθμισης, σχετίζεται με μια δομική ανατροπή ρόλων, οι οποίοι μεταξύ άλλων αναγγέλλουν ότι η αντιδιαφθορά, ως μοντέλο αντεγκληματικής πολιτικής, γίνεται προσδιοριστικό του φαινομένου της διαφθοράς και όχι το αντίστροφο. Ο παραγκωνισμός ωστόσο του εθνικού κράτους ως μηχανισμού χάραξης της οικονομίας και η καθοδήγηση της κοινωνίας από τις υπερεθνικές οικονομικές εξουσίες, μάλιστα εν πολλοίς ανεξέλεγκτα, δεν εξασφαλίζει μόνο την παραχώρηση δομικών προνομίων στο απρόσωπο κεφάλαιο αλλά και την ανάπλαση ή την ισχυροποίηση πελατειακών δομών και διαφθοράς στο εσωτερικό του, μετατρέποντας το ταυτόχρονα όπως θα σχολιάσει ο Luigi Ferrajoli «σε μια ανηλεή εκδοχή δικαίου του ισχυρού». Σημειώνοντας περαιτέρω ότι «Η διαδικασία αυτή σύγχυσης των εξουσιών και των συμφερόντων ξεκινά με τη διεκδίκηση της υπεροχής της αγοράς έναντι της δημόσιας σφαίρας, την οποία κατά συνέπεια διαδέχεται η υποταγή των κυβερνητικών εξουσιών σε τεράστιες ιδιωτικές δυνάμεις…» («The crisis of democracy in the era of globalization», 2005).

Το κρίσιμο μέγεθος της κοινωνικής βλάβης

Όπως έχει ήδη αναφερθεί, η τωρινή οξύτατη οικονομική κρίση έγινε η αφορμή για να έρθουν στην επιφάνεια πολύκροτα σκάνδαλα, συνδεόμενα με επιβλαβείς πρακτικές πλήρως ενσωματωμένες στην επίσημη οικονομία, ως συνέπεια της απορρύθμισης της αγοράς, και προσαρμοσμένες τόσο στις δραστηριότητες όσο και στους ηθικούς κώδικες επίσημων οικονομικών φορέων και στρατηγικών επιχειρηματικών παραγόντων παγκόσμιας εμβέλειας. Παρά τα απογοητευτικά αποτελέσματα και τις ανησυχητικές μέχρι σήμερα συνέπειες για την οικονομία και την πολιτική σταθερότητα ιδίως των χωρών του ευρωπαϊκού νότου, με εξέχουσα την ελληνική περίπτωση, οι προτεινόμενες λύσεις φαίνεται ότι αντί να συνηγορούν υπέρ της άμβλυνσης των δομικών δυσλειτουργιών, συμβάλλουν στην περαιτέρω όξυνσή τους. Σε μια τέτοια βάση, το θεωρητικά και λογικά παράδοξο που θέλει τα εγκλήματα του λευκού κολάρου να «εξαφανίζονται» μέσω της δομικής και πολιτισμικής ενσωμάτωσής τους στο παραγωγικό σύστημα ενώ τη διαφθορά να διαχέεται στην κοινωνία ευθυνόμενη για την εθνική ταπείνωση, προβάλλεται ως η επιτομή του πολιτικά ορθού. Ο λογικός συνειρμός καταλήγει να επιμερίζει εξίσου την ευθύνη, έτσι ώστε να μην ευθύνεται κανείς αποκλειστικά, προσδίδει τεχνική ταυτότητα στο φαινόμενο της διαφθοράς, αφαιρώντας του την παράμετρο της κατάχρησης εξουσίας και ως εκ τούτου επικεντρώνει το φαινόμενο κατά κανόνα στα μικρομεσαία στρώματα, προσδίδοντας μεγαλύτερη έμφαση στη «ζήτηση» της διαφθοράς παρά στην «προσφορά» της.

Κάπως έτσι μάλλον, ενόσω μαίνεται ο πόλεμος κατά της διαφθοράς, με την ανάληψη πολλών νομοθετικών πρωτοβουλιών, τον πολλαπλασιασμό ελεγκτικών μηχανισμών και την αξιοποίηση ευρωπαϊκής τεχνικής βοήθειας, δεν κρίνονται παρεξηγήσιμες πολιτικές επιλογές που εντέλει φαίνεται να περιφρονούν την αποτελεσματικότητα αυτής της «σταυροφορίας». Ένα καλό παράδειγμα αποτελεί ίσως η πρόσφατη και μάλιστα αναιτιολόγητη κατάργηση της διάταξης περί αθέμιτου πλουτισμού των κρατικών λειτουργών, ως άρθρο ενός νομοθετικού κειμένου που φέρει μάλιστα τον τίτλο «Μέτρα στήριξης και ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας». Αξίζει να σημειωθεί ότι η εν λόγω διάταξη είχε προστεθεί το 2010 ακριβώς στο πλαίσιο καταπολέμησης της διαφθοράς, η οποία μάλιστα στη σχετική αιτιολογική έκθεση περιγραφόταν αντίστοιχη με: «καταχρηστικές συμπεριφορές, οι οποίες δεν συνδέονται αναγκαστικά με μία (ορατή ή ευχερώς αποδείξιμη) περιουσιακή βλάβη της δημόσιας περιουσίας ή της περιουσίας τρίτου…», καταλήγοντας ότι «Όσο πιο νευραλγική είναι η θέση του κρατικού λειτουργού τόσο περισσότερες είναι μάλιστα οι παραπάνω πραγματικές δυνατότητες». Στη συνέχεια ακολουθεί και η ομοίως αναιτιολόγητη κατάργηση της θεσμικά ανεξάρτητης δομής που είχε δημιουργηθεί για τον έλεγχο της περιουσιακής κατάστασης πολιτικώς εκτεθειμένων προσώπων, παρά τις αντίθετες εξαγγελίες περί ενίσχυσής της και παρά την αξιολόγησή της από την Ε.Ε. το 2012 με σχετική έκθεση ως «βέλτιστη πρακτική, η οποία πρέπει να γίνει παράδειγμα προς μίμηση και για τα άλλα κ-μ.». Τη θέση της πήρε μια ειδική επιτροπή, η οποία συγκροτείται με απόφαση του Προέδρου της Βουλής, ενώ η θητεία της είναι άμεσα εξαρτώμενη από τη διενέργεια γενικών βουλευτικών εκλογών καθώς μεταβάλλεται η σύνθεσή της ως προς τα κοινοβουλευτικά μέλη που μετέχουν σε αυτήν. Παρόμοια ερωτηματικά γεννά και η θεσμοθέτηση του ανεξάρτητου, όπως υπογραμμίζεται, Εθνικού Συντονιστή για τη Διαφθορά, ο οποίος όμως διορίζεται από τον πρωθυπουργό και υπάγεται απευθείας σε αυτόν, ενώ στο έργο του υποστηρίζεται από προσωπικό το οποίο επίσης ορίζει ο πρωθυπουργός, αποσπώντας το ή μετατάσσοντάς το από τον δημόσιο τομέα κατά παρέκκλιση των κείμενων διατάξεων.

Έχοντας αυτά στον νου, γίνεται σαφές ότι η βασική παρεξήγηση που λανθάνει, ηθελημένα ή όχι, σε σχέση με τη διαφθορά συνίσταται στην προσπάθεια αντιμετώπισής της διακρίνοντάς τη σε δημόσια και ιδιωτική ή σε κάθετη και οριζόντια. Μία παρεξήγηση που καλλιεργεί την εσφαλμένη αντίληψη ότι η διαφθορά θα παταχθεί αν την περιχαρακώσουμε αυστηρά στον τύπο μιας ποινικής διάταξης ή αν την ποσοτικοποιήσουμε με αναφορές σε δείκτες, τάσεις και κατατάξεις σε λίστες που υπακούουν στη λογική πολύ συγκεκριμένων κοινωνικοοικονομικών αντιλήψεων και κατ’ επέκταση αμφίβολης εγκυρότητας.

Αντίθετα, εστιάζοντας στον ολιστικό χαρακτήρα του φαινομένου, επιδιώχθηκε να καταδειχθεί η άμεση διασύνδεση της διαφθοράς με τις δομές των παραγωγικών σχέσεων και την ιεράρχηση των εξουσιαστικών συσχετισμών. Η αντεγκληματική πολιτική που παραγνωρίζει μια τέτοια καρμική σχέση και άρα απομονώνει την εξουσιαστική παράμετρο που λανθάνει στην ουσία της διαφθοράς δεν λειτουργεί παρά ως κενό κέλυφος ή, για να επιστρέψουμε στον ισχυρισμό του Merton, σαν βιτρίνα καλών κρυμμένων μυστικών. Η διάθεση για διαφάνεια δεν πρόκειται να αγγίξει τα όρια του πραγματικού όσο η επίσημη εξουσία, σε αντίθεση με τη διαφθορά, δεν διαχέεται στην κοινωνική βάση αλλά παραμένει συγκεντρωμένη σε λίγα και συγκεκριμένα χέρια. Ακριβώς στο σημείο αυτό οφείλεται και η αμφίβολη αποτελεσματικότητα της διεθνοποίησης της ποινικής αντιμετώπισης της διαφθοράς, η οποία κατάφερε μεν να αποδομήσει την κρατική παρεμβατική εξουσία, όπως φαίνεται όμως όχι υπέρ της ενίσχυσης των δημοκρατικών θεσμών αλλά προς όφελος των αγορών και επομένως ενός νέου κλιεντελισμού και μιας ακόμη πιο συγκεντρωτικής εξουσίας, με την εγκατάσταση μιας εξίσου ανανεωμένης ελίτ.

Θεωρούμε ότι για την αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση της διαφθοράς υπό ένα ολιστικό πρίσμα πρέπει να αξιοποιηθεί το εννοιολογικό μέγεθος της ουσιαστικής κοινωνικής βλάβης. Σχετικά πρόσφατες θεωρητικές προσεγγίσεις επιχειρούν την υπέρβαση των θεωρητικών αγκυλώσεων της ίδιας της εγκληματολογίας, και ιδίως την επιστημολογική της απελευθέρωση από τη στενή συνάφεια με το ποινικό σύστημα και τα εννοιολογικά του εργαλεία. Επιδιώκεται η σύλληψη των κοινωνικών φαινομένων μέσα στις δομές που παράγουν και αναπαράγουν τέτοιες σοβαρές βλάβες. Με κεντρική θέση ότι το έγκλημα δεν έχει οντολογική υπόσταση αλλά υπακούει στους όρους μιας κοινωνικής κατασκευής, η θεωρία της κοινωνικής βλάβης υποστηρίζει τη χάραξη μιας αντεγκληματικής πολιτικής που δεν επικαλείται την τεχνοκρατικά ουδέτερη παρέμβαση ενός κράτους δήθεν διαιτητή, αλλά τονίζει την αναγκαιότητα κρίσιμων προταγμάτων όπως η ηθική επιλογή και η έννοια της κοινωνικής δικαιοσύνης, ως ανοιχτό και διαρκές ζητούμενο. Εγκαταλείποντας το λεγόμενο εγκληματικό μοντέλο και προτάσσοντας την πραγματικότητα της κοινωνικής βλάβης, υποστηρίζεται η ανάγκη για τη δομική αλλαγή φοράς των κοινωνικών δυνάμεων, με κατεύθυνση από κάτω προς τα πάνω, στρέφοντας το διεπιστημονικό ενδιαφέρον πρωτίστως στις εμπειρίες των θυμάτων βλαπτικών πρακτικών παρά στις πράξεις του δράστη. Η στόχευση είναι να διευρυνθεί η εξουσία με την ενίσχυση των δυνατοτήτων πρόσβασης σ’ αυτήν από τους πιο αδύναμους και επομένως πιο ευάλωτους σε βλαβερές τακτικές.

Κατά συνέπεια, το ζητούμενο αναφορικά με τη διαφθορά παραμένει εξόχως πολιτικό και συνίσταται στην ανάλυση, την αντιπαράθεση και την αντιπρόταση απέναντι στις συστημικές κοινωνικές βλάβες που παράγει ο σύγχρονος οργανωσιακός τρόπος της πολιτικής μηχανής. Λέγοντας τούτο, δεν υποστηρίζονται ούτε ουτοπικές ούτε χριστιανικές εσχατολογίες αλλά επιδιώκεται να δοθεί απάντηση στο παλιό ερώτημα-δίλημμα ή ακόμη και πρόκληση του Howard Becker, το οποίο όσο παραμένει αναπάντητο επανέρχεται άλλοτε με λιγότερο και άλλοτε με περισσότερο σκληρούς όρους: «Whose side are we on?». Με ποια πλευρά τασσόμαστε για την εκρίζωση της διαφθοράς; Και με ποιους όρους;

Πηγή:http://www.chronosmag.eu/index.php/es-slpl-gl-l-l-efth.html

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.