Του Λεωνίδα Χ. Αποσκίτη*
Στο λυκαυγές του εικοστού πρώτου αιώνα, κοιτάζοντας πίσω στον χρόνο της ιστορίας του πολιτισμού, θα διαπιστώσουμε ότι... «εν αρχή ην η περιέργεια», όπως θάλεγε ο Ισαάκ Ασίμωφ. Η ακατανίκητη περιέργεια να γνωρίσουμε τον «απαγορευμένο καρπό», κάτι που δεν χαρακτηρίζει την άψυχη ύλη και άλλες μορφές ζώντων οργανισμών. Πρόκειται για το μοναδικό χαρακτηριστικό της ανθρώπινης φύσης που επέτρεψε στον βιβλικό όφι να έχει την πιο εύκολη αποστολή του από καταβολής κόσμου, όταν παραπλάνησε την Εύα.
Ο άνθρωπος ποθούσε πάντα να σηκωθεί ψηλότερα για «να φθάσει τ’ αστέρια», ένα πάθος που κορυφώθηκε ιδιαίτερα μετά την Αναγεννησιακή περίοδο και τους αιώνες της αδιάκοπης αναζήτησης και αμφισβήτησης που ακολούθησαν.
Στην πρώτη σκηνή του περίφημου έργου του Μάρλοου, «Δόκτωρ Φάουστους», ο ήρωας εμφανίζεται να λέει: «Διάλεξε, Φάουστους, ένα συγκεκριμένο πεδίο σπουδών και αρχίνα. Να ερευνάς τα βάθη αυτών που θα διδάξεις και θα διαπρέψεις».
Σήμερα γνωρίζουμε όλοι ότι εμείς, η Γή, το Σύμπαν υπάρχουμε χάρη σ’ έναν άλλο κόσμο, τον μικρόκοσμο, τα σωματίδια του οποίου κατάφεραν να δαμάσουν μέσα στις τεράστιες αίθουσες «βασανιστηρίων» της ύλης οι «ζογκλέρ» της Φυσικής του Ψυχρού Πολέμου. Όλα μοιάζουν πάλι με το περιβάλλον του σπουδαστηρίου του Φάουστους καθώς «αυθάδεις» και φιλόδοξοι πυρηνικοί επιστήμονες, γενετιστές βιολόγοι, αστρονόμοι και προγραμματιστές αφιερώνουν την ζωή τους στην έρευνα για τα συμφέροντα των εταιρικών κολοσσών του είδους, με τον κίνδυνο πάντα ενός ολοκαυτώματος. Οι σημερινοί αυτο-αποκαλούμενοι Τεχνομάγοι (η ελίτ της τεχνολογίας) υποδουλώνουν την ανθρωπότητα με ένα συνδυαστικό δόγμα επιστήμης, κέρδους και εξουσίας.
Τους επιτρέψαμε να κυριαρχήσουν μετα τον Διαφωτισμό πιστεύοντας ότι υπήρχε περισσότερη ελπίδα στην δύναμη της ανθρώπινης λογικής να κάνει καλύτερο τον κόσμο και αυτοί παρέδωσαν την γνώση σε μια συμμαχία κατεστημένων συμφερόντων που επιδίδονται σε μυστικές έρευνες από τα διαστημικά κέντρα της Φλόριντα έως τα υπόγεια εργαστήρια του CERN και άλλων επιστημονικών εγκαταστάσεων του πλανήτη. Αν δεν αντιστραφεί αυτή η κατάσταση, τότε η μεγαλύτερη απειλή του 21ουαιώνα θα προέλθει από τη νέα, τρομακτική, ανισότητα ανάμεσα σ’ αυτούς τους λίγους που θάχουν πρόσβαση στην κρυμμένη γνώση και στην πλειοψηφία εκείνων των πληβείων που θα αποκλειστούν.
Αυτός ο φόβος για μια μελλοντική τεχνο-επιστημονική δυστοπία υπερτερεί σταδιακά αλλά αισθητά της ιδέας της προόδου και της διαρκούς ανάπτυξης.
Η χρεωκοπία της ιδεολογίας της προόδου παράγει μια έκλειψη του μέλλοντος..., όπως υποστηρίζει ο Γάλλος φιλόσοφος Πιερ-Αντρέ Ταγκιέφ (L’effacement de l’ avenir, 2000). Οι πολιτικές μεγα-ιδεολογίες δεν έχουν πια την δυνατότητα να δώσουν το όραμα ενός μέλλοντος που να φαντάζει ελκυστικό και ταυτόχρονα πραγματοποιήσιμο. Όσο για τον κυρίαρχο νεοφιλελευθερισμό, υπόσχεται μια ζωή χωρίς νόημα στην πιο μαύρη εκδοχή για το μέλλον.
Στον Φάουστ του Γκαίτε, ο καθηγητής Βάγκνερ πειραματίζεται στο επιστημονικό του εργαστήριο για να κατασκευάσει στον δοκιμαστικό σωλήνα ένα είδος ανθρώπου, τον homunculus, απαλλαγμένο από μνήμη, συναίσθημα και πάθος. Κατ’ αντιστοιχίαν, στα πολυπολιτισμικά εργαστήρια των Σόρος-Ροκφέλλερ και ΣΙΑ επιχειρείται να κατασκευαστεί το νέο «έθνος» των αποστειρωμένων μετανθρώπων, που δεν θάχει παρελθόν, ιστορία, ταυτότητα και θα ζει στο «αιώνιο παρόν» προς δόξαν των σημερινών αποδομητών.
Όπως έχει επισημάνει η καθηγήτρια της πολιτικής επιστήμης Μαρία Μαγγιώρου, αναφερόμενη στον μύθο της «ανοιχτής κοινωνίας» σήμερα, κατασκευάζονται νέες τέτοιες κοινωνικές σημασίες «για να συγκαλύπτεται η απαξίωση του δημοσίου». [Μαρία Μαγγιώρου, «Πολιτική Κοινωνιολογία: Οιονεί πολίτες οιονεί δημοκρατίας. Ληγμένες κοινωνικές σημασίες, μεταλλαγμένα κοινωνικά άτομα», Ιούνιος 2012, http://www.onassis.gr/onassis-magazine/issue-56/social-psychology]
Το σοκ για τις Κοινωνίες της Δύσης είναι καταλυτικό από την κατάρρευση της ιστορικής αισιοδοξίας σε όλες τις εκδοχές της (αστική-βιομηχανική, μαρξιστική ή σοσιαλδημοκρατική).
Το ίδιο ισχύει και για την ελληνική κοινωνία, η οποία επιπλέον υφίσταται ενισχυμένο το σοκ και δέος λόγω της θέσης της ως «ευαίσθητου κρίκου» στην ευρω-ατλαντική αλυσίδα.
Μεταμοντέρνα λήθη και παράδοση
Ο μεταμοντέρνος μεγάλος μετασχηματισμός των ημερών μας κατέστη δυνατός γιατί είχε ως όχημα μια σειρά φιλοσοφικών εξελίξεων, όπως ισχυρίζεται ο μελετητής του, Ντάνιελ Μπελ, στο έργο του «Ο πολιτισμός της μεταβιομηχανικής Δύσης» (εκδ. Νεφέλη, 1999).
Διέθετε μια μεγάλη δεξαμενή να αντλήσει «από τις σφοδρές επιθέσεις του Νίτσε και του Χάϊντεγκερ στην παραδοσιακή μεταφυσική» (ο.π. σ.334) μέχρι τα «γλωσσικά παιχνίδια» του Βίτγκενστάϊν και την κουλτούρα των σίξτις, η οποία αποδείχθηκε ότι δεν ήταν ο μεγάλος πνευματικός σπασμός που φάνηκε στην αρχή, αλλά μια κοινωνική μετάλλαξη με αμφιλεγόμενα αποτελέσματα.
Το «1968», η στιγμή που ενώθηκαν όλα τα νήματα των 60’ς –πολιτικά, ηθικά, σεξουαλικά και καλλιτεχνικά- υπήρξε μια εικονοκλαστική πολιτιστική επανάσταση, εν πολλοίς όπως η Μεταρρύθμιση, η οποία δεν ενείχε την απελευθέρωση. Γκρέμισε κατεστημένους θεσμούς αλλά επέβαλε και στείρες αντιλήψεις στην τέχνη, την εκπαίδευση και την ανατροφή των παιδιών με αρνητικά αποτελέσματα για τις επόμενες γενιές.
Τηλεόραση και κινηματογράφος γέμισαν από μουσικά και καλλιτεχνικά σκουπίδια και στα περισσότερα μουσεία φιλοξενούνται αφηρημένα έργα μοντέρνας τέχνης, ενός καλλιτεχνικού ρεύματος που, αποδεδειγμένα πλέον, η ίδια η CIA χρησιμοποίησε σαν ψυχροπολεμικό «όπλο» σε ολόκληρο τον κόσμο.
Η νεοσύσταση τότε αμερικανική υπηρεσία αντικατασκοπείας, που είχε στελεχωθεί με αποφοίτους του Χάρβαρντ και του Γέηλ, έφθασε να διευθύνει σε 36 διαφορετικές χώρες γραφεία της σχετικής υπηρεσίας Propaganda Assets Inventory, επηρεάζοντας πάνω από 800 εφημερίδες, περιοδικά και εκδοτικούς οργανισμούς παγκοσμίως για την εκ του ασφαλούς υποστήριξη του αφηρημένου εξπρεσσιονισμού. Οι επιφανέστεροι εκ των ευεργετών του ήταν οι Ροκφέλλερ, συνιδρυτές του μουσείου Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης.
Ο Μπιλ Κλίντον στις ΗΠΑ και ο Βάτσλαβ Χάβελ στην Πράγα, δύο χαρακτηριστικοί εκπρόσωποι της γενιάς του ’60, όπως και πολλοί άλλοι, αποτέλεσαν τον τέλειο συνδυασμό του ναρκισσισμού των baby-boomers, της πολιτικής ορθότητας και της κυνικής επιθετικότητας της νέας τάξης στα Βαλκάνια και την Μέση Ανατολή.
Ο Ανρί Βεμπέρ (Henri Weber), καθηγητής των πολιτικών επιστημών σήμερα και ηγετικό στέλεχος των φοιτητών του Μάη, στην πρόσφατη έκδοση της σχετικής μελέτης του, χωρίς να αρνείται την σπουδαιότητα αυτού του μοναδικού γεγονότος, διατείνεται ότι πρέπει να την υπερβούμε διαφυλάσσοντας όμως το συγκρουσιακό, αντι-ιεραρχικό, μήνυμά της. (Ανρί Βεμπέρ, «Πρέπει να απαλλαγούμε από την κληρονομιά του Μάη του ’68;», εκδ. Ηλίβατον, 2008)
Η πολιτική προπαγάνδα της μεταμοντέρνας ιδιωτείας, της ήττας και της διαβολής κάθε τι πατριωτικού έκανε ό,τι μπορούσε για να αποτρέψει έναν νέο πολιτικό οραματισμό, μια συνειδητότητα αντίστασης και αλληλεγγύης, την οργάνωση της κοινωνίας από τα κάτω. Ένα μεγάλο μέρος της απολίτικης μάζας γοητεύθηκε από τις ανοήτες δοξασίες των φονταμενταλιστών της «ανοικτής αγοράς» και της υπερ-εκμετάλλευσης.
Αν από τον αντικρατισμό της κουλτούρας των 60’ς δημιουργήθηκε ένας εκτρωματικός δίαυλος προς την νεοφιλελεύθερη κοινωνική αντίληψη και την οικονομία του «laissez-faire», τώρα χρειάζεται να κάνουμε την αντίθετη, προστατευτική, κίνηση για να βρούμε την ισορροπία και να εμποδίσουμε την καταστροφή. Να αναζητήσουμε την ρεαλιστική ουτοπία της συμμετοχής στην διαμόρφωση του συλλογικού μας μέλλοντος, της ολοκληρωμένης δημοκρατίας.
*[Δημοσιεύθηκε στο Hellenic Nexus τ.89, Οκτώβριος 2014]
Πηγή:http://pylitonfilon.blogspot.gr/2014/10/blog-post_99.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.