Παρασκευή 5 Σεπτεμβρίου 2014

Ουτοπικές προσδοκίες...


Του Βασίλη Βιλιάρδου

«Η οικονομική κατάσταση της Ισπανίας, παρά το πλήθος των διαρθρωτικών μέτρων που εφαρμόσθηκαν, παραμένει δραματική - ενώ η μία ευρωπαϊκή χώρα μετά την άλλη, μεταξύ των οποίων η Φιλανδία και η Ολλανδία, βυθίζονται στην κρίση.

Εν τούτοις, η ευρωπαϊκή κρίση χρέους παρουσιάζεται δημόσια ως επιλυθείσα, κυρίως από την πολιτική ηγεσία - ενώ το ΔΝΤ. στην πρόσφατη έκθεση τον για την Ευρωζώνη. διαπιστώνει ένα είδος κούρασης, όσον αφορά την εφαρμογή των διαρθρωτικών μέτρων.
Για τη χώρα του βέβαια, για τις εφιαλτικά υπερχρεωμένες Η.Π.A., δεν προτείνει ανάλογες κινήσεις - με αποτέλεσμα να κινδυνεύει η παγκόσμια ειρήνη σε μεγάλο βαθμό, καθώς επίσης η εσωτερική σταθερότητα της υπερδύναμης»

Ανάλυση

Η σχετική ησυχία που επικρατεί στην Ευρώπη, οφείλεται σε έναν και μοναδικό θεσμό, στην ΕΚΤ - αρχικά μέσω της υπόσχεσης της να στηρίξει το ευρώ με κάθε θυσία, ενώ στη συνέχεια με την πρόθεση της να αγοράζει απεριόριστες ποσότητες ομολόγων των υπερχρεωμένων κρατών (ΟΜΤ πρόγραμμα), λόγω της οποίας μειώθηκαν δραματικά τα επιτόκια δανεισμού (αποδόσεις) των ομολόγων.

Έκτοτε βέβαια προσπαθεί, μέσω μίας συνεχώς διευρυμένης επεκτατικής νομισματικής πολιτικής, να εμποδίσει την αύξηση των επιτοκίων - η οποία θα οδηγούσε την πραγματική οικονομία σε μία επόμενη κρίση, με τελική κατάληξη τις χρηματαγορές. Ουσιαστικά βέβαια, η ΕΚΤ κρατάει την άκρη της λεπτής κλωστής, από την οποία κρέμεται η Ευρωζώνη - αφού μόνη της δεν μπορεί να επιτύχει μία πραγματική σταθερότητα.
Οι υπεύθυνοι χάραξης της πολιτικής της ΕΚΤ το γνωρίζουν φυσικά, ανακοινώνοντας το συνεχώς - ενώ οι αγορές κατανοούν πως αφενός μεν είναι αδύνατον να σταματήσει τις επεκτατικές νομισματικές της κινήσεις, αφετέρου ότι δεν πρόκειται να αφήσει τη λεπτή κλωστή από τα χέρια της. Το γεγονός αυτό επιβεβαιώθηκε από την πρόσφατη συνάντηση των κεντρικών τραπεζιτών στις Η.Π.Α. - όπου, μεταξύ άλλων, ο διοικητής της ΕΚΤ αναφέρθηκε παραδόξως στην ανάγκη περιορισμού της πολιτικής λιτότητας.

Συνεχίζοντας, οι περισσότεροι οικονομολόγοι είναι της άποψης ότι, η καταπολέμηση της κρίσης δεν είναι δυνατή, χωρίς «γενναιόδωρες» διαγραφές απαιτήσεων, χρεοκοπίες ή/και αναδιαρθρώσεις δανείων -ενώ η άρνηση της πολιτικής ηγεσίας της ΕΕ να εξετάσει σοβαρά ένα τέτοιο σενάριο, αποτελεί μία τεράστια επιβάρυνση για την ΕΚΤ.

Απλούστερα, εάν θέλει κανείς να είναι ρεαλιστής, οι οικονομικές κρίσεις αυτής της έκτασης δεν είναι εφικτό να επιλυθούν, χωρίς τις χρεοκοπίες κρατών, επιχειρήσεων και ιδιωτών. Αυτό σημαίνει βέβαια πως οι δανειστές θα χάσουν πολλά χρήματα - κάτι μάλλον αναπόφευκτο, αφού τόσο το ιδιωτικό, όσο και το δημόσιο χρέος των χωρών της Ευρωζώνης συνεχίζει να αυξάνεται ως προς το ΑΕΠ, έξι ολόκληρα χρόνια μετά το ξέσπασμα της χρηματοπιστωτικής κρίσης.

Όπως λέγεται δε, «σε γενικές γραμμές δεν μπορεί να βοηθήσει τις υπερχρεωμένες χώρες ούτε μία καθαρή πολιτική λιτότητας, ούτε μία κεϋνσιανή, η οποία θα προσπαθούσε μέσω της αύξησης των δημοσίων δαπανών να αναθερμάνει την οικονομία - αφού, κατά τη διάρκεια της ιστορίας, έχουν βοηθήσει σε αντίστοιχες καταστάσεις μόνο μέτρα όπως ο πληθωρισμός, η επιβολή φόρων επί της ιδιωτικής περιουσίας, ή η χρηματοπιστωπκή καταστολή. Επομένως, η αντιμετώπιση της κρίσης με διαρθρωτικά μέτρα είναι αδύνατης.
Ο τρόπος μείωσης των δημοσίων χρεών

Στο σημείο αυτό οφείλει να αναρωτηθεί κανείς για ποιό λόγο δεν μπορεί να καταπολεμηθεί η κρίση, με τη βοήθεια των παραπάνω μέτρων. Ειδικά επειδή διαπιστώνεται πως χώρες, όπως η Πορτογαλία, η Ισπανία και η Ιρλανδία, έχουν δρομολογήσει τόσα διαρθρωτικά μέτρα, σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα, όσο ποτέ μέχρι σήμερα στην ιστορία τους - χωρίς κανένα ουσιαστικό αποτέλεσμα για τις οικονομίες τους.
Για την εύρεση της σωστής απάντησης όμως, είναι απαραίτητη η γνώση του τρόπου, με τον οποίο μειώνονται τα δημόσια χρέη - με ένα θέμα που θα ασχοληθούμε εδώ, αφήνοντας το τεράστιο πρόβλημα του ιδιωτικού χρέους για το μέλλον. Ειδικότερα τα εξής:


Στον παραπάνω μαθηματικό τύπο, ο οποίος είναι συνεχής και όχι σε δύο γραμμές, με το γράμμα (ι.) αναφερόμαστε στο παρόν έτος, ενώ με το (Μ) στο αμέσως προηγούμενο. Ο τύπος υποδηλώνει ότι, η αλλαγή στο δημόσιο χρέος σε σχέση με το ΑΕΠ εντός ενός έτους (πρώτο μέρος του τύπου), εξαρτάται:

(α) αφενός μεν από το πρωτογενές αποτέλεσμα, δηλαδή από τις δημόσιες δαπάνες μείον τα δημόσια έσοδα (τρίτο μέρος του τύπου),

(β) αφετέρου από τη διαφορά μεταξύ του πραγματικού επιτοκίου επί των χρεών και του ρυθμού ανάπτυξης (δεύτερο μέρος του τύπου).
Η αιτία είναι το ότι, το πραγματικό επιτόκιο υποδηλώνει την ετήσια αύξηση των υφισταμένων χρεών, ανεξάρτητα από το πρωτογενές αποτέλεσμα (πλεόνασμα ή έλλειμμα).

Αντίθετα, ανάλογα με το ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ, μειώνεται το υφιστάμενο χρέος, επίσης όμως ανεξάρτητα από το πρωτογενές αποτέλεσμα - όπως συμβαίνει με κάποιον, τα εισοδήματα του οποίου αυξάνονται, οπότε μπορεί να μειώνει τα χρέη του (εκτός εάν αυξήσει ανάλογα τα έξοδα του - πρωτογενές αποτέλεσμα).

Όταν το πραγματικό επιτόκιο είναι υψηλότερο από τον ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης, τότε είναι απαραίτητο ένα πρωτογενές πλεόνασμα - για να καλύπτεται η διαφορά και να παραμένουν σταθερά τα χρέη. Στον παραπάνω μαθηματικό τύπο λοιπόν, τα δημόσια έσοδα πρέπει να υπερβαίνουν τις δημόσιες δαπάνες ανάλογα, έτσι ώστε να δημιουργείται πρωτογενές πλεόνασμα. Ισχύει εδώ ο κατωτέρω τύπος:


Απλούστερα, για να μην αυξάνεται το δημόσιο χρέος είναι απαραίτητο το πρωτογενές πλεόνασμα να είναι μεγαλύτερο ή ίσο, σε σχέση με τη διαφορά του πραγματικού επιτοκίου πλην το ρυθμό ανάπτυξης, επί το δημόσιο χρέος (τόσο το πρωτογενές πλεόνασμα, όσο και το δημόσιο χρέος, ως ποσοστά εδώ επί του ΑΕΠ).

Η αδυναμία καταπολέμησης της κρίσης

Με βάση τα παραπάνω κριτήρια, ερευνήθηκε στο παράδειγμα της Ισπανίας, της τέταρτης μεγαλύτερης οικονομίας της Ευρωζώνης (11% του ΑΕΠ της), πόσο βοηθήθηκε από την έντονη μείωση των επιτοκίων της με τη βοήθεια της ΕΚΤ - αφού, όπως γνωρίζουμε, η έκρηξη των επιτοκίων δανεισμού της το 2011, οφειλόταν στη μη κάλυψη της από μία ανεξάρτητη τράπεζα και όχι στο ύψος των δημοσίων χρεών της, τα οποία είναι συγκριτικά χαμηλά (γράφημα).


Αν και σχεδόν τριπλασιάστηκαν, όπως φαίνεται στο παραπάνω γράφημα, η έρευνα επικεντρώθηκε στην εξέλιξη των επιτοκίων της Ισπανίας, συγκριτικά με αυτήν της Μ. Βρετανίας - η οποία στηρίζεται από μία δική της κεντρική τράπεζα.

Όπως φαίνεται δε από το γράφημα που ακολουθεί, ενώ η διαφορά στην αρχή ήταν τεράστια, στη συνέχεια ομαλοποιήθηκε - με τα επιτόκια της Ισπανίας σήμερα να είναι λίγο υψηλότερα από αυτά της Μ. Βρετανίας.


Η αιτία ήταν, όπως αναφέραμε προηγουμένως, η κάλυψη, την οποία παρείχε η ΕΚΤ στις χώρες της Ευρωζώνης -τα επιτόκια των οποίων, συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας, μειώθηκαν σε μεγάλο βαθμό. Σε καμία περίπτωση λοιπόν η μείωση των δημοσίων χρεών, τα οποία αυξήθηκαν, ξεπερνώντας ήδη αυτά της Μ. Βρετανίας (γράφημα).


Περαιτέρω, παρά το ότι η μείωση των επιτοκίων συνέβαλλε σημαντικά στον περιορισμό της αύξησης των χρεών της Ισπανίας, παραμένοντας κανείς στο παράδειγμα των δύο χωρών, οφείλει να εξετάσει επί πλέον το ρυθμό ανάπτυξης του ΑΕΠ τους - έτσι ώστε να διαπιστώσει πόσο επέδρασε, με κριτήριο το μαθηματικό τύπο του κειμένου μας.

Στο σημείο αυτό οφείλουμε να προσθέσουμε ότι, στο μαθηματικό τύπο που χρησιμοποιήσαμε αναφερόμαστε σε πραγματικές αξίες - σε ονομαστικές δηλαδή, αφαιρουμένου του εκάστοτε πληθωρισμού.

Επειδή όλως τα επιτόκια είναι πάντοτε ονομαστικά, θα πρέπει να λαμβάνουμε υπ' όψιν την ανάπτυξη, η οποία συνήθως καταγράφεται ως πραγματική (αφαιρουμένου του πληθωρισμού), επίσης ως ονομαστική - δηλαδή μαζί με τον πληθωρισμό.
Στα πλαίσια αυτά, έχουμε το παρακάτω γράφημα, το οποίο αναφέρεται στην ονομαστική ανάπτυξη των δύο χωρών - έτσι ώστε να έχουμε συγκρίσιμα μεγέθη, με βάση το μαθηματικό τύπο του κειμένου μας.


Στο σημείο αυτό φαίνεται η δυσμενέστερη θέση της Ισπανίας, συγκριτικά με τη Μ. Βρετανία - ανεξάρτητα βέβαια από τα προβλήματα της τελευταίας, τα οποία δεν είναι καθόλου μικρά (ανάλυση). Η σύγκριση είναι εις βάρος της Ισπανίας, κυρίως για τις εξής δύο αιτίες:

(α) Οι Βρετανοί έχουν το δικό τους νόμισμα, τη στερλίνα, την οποία υποτίμησαν κατά τη διάρκεια της κρίσης σημαντικά - αυξάνοντας τις εξαγωγές τους και ενισχύοντας την ανάπτυξη (ΑΕΠ, δημόσια έσοδα κλπ.). Η Ισπανία, ως μέλος της Ευρωζώνης, δεν είχε αυτή τη δυνατότητα.

(β) Οι Βρετανοί, έχοντας δική τους κεντρική τράπεζα, διατήρησαν χαμηλά τα επιτόκια δανεισμού τους ενώ δεν υιοθέτησαν τα μέτρα λιτότητας στο βαθμό που το έκανε η Ισπανία, οπότε δεν «υπέφερε» η οικονομική τους ανάπτυξη.

Σαν αποτέλεσμα των παραπάνω, η μείωση των επιτοκίων της Ισπανίας που ακολούθησε, δεν ήταν αρκετή για να διατηρηθεί το δημόσιο χρέος της σε σταθερό ύψος - κυρίως δε, επειδή η ανάπτυξη παρέμεινε εξαιρετικά χαμηλή.

Επίλογος

Στο δεύτερο μέρος της ανάλυσης μας, θα ασχοληθούμε με τους επόμενους συγκριτικούς πίνακες της Ισπανίας με τη Μ. Βρετανία - μέσω των οποίων θα τεκμηριωθεί η αδυναμία επίλυσης της κρίσης της Ευρωζώνης, χωρίς μεγάλες διαγραφές χρεών, αναδιαρθρώσεις των υπολοίπων κοκ.

Θα αναφερθούμε επίσης στην Ελλάδα - η οποία βυθίστηκε στην ύφεση και στον αποπληθωρισμό, με αποτέλεσμα τα σχετικά χαμηλά ονομαστικά της επιτόκια σήμερα να είναι ουσιαστικά τεράστια, σε πραγματικές αξίες.

Απαιτούνται δε πρωτογενή πλεονάσματα άνω του 7% για να διατηρηθεί σταθερό το χρέος - κάτι μάλλον αδύνατον να συμβεί, οπότε θα συνεχιστεί η λεηλασία της δημόσιας και ιδιωτικής περιουσίας, χωρίς ενδεχομένως να αποφευχθεί η επόμενη χρεοκοπία, εν μέσω συνθηκών εξαθλίωσης.

Βιβλιογραφία: Κ. Rogoff. Paul de Grauwe, Μ. Meier, F&W 


Ουτοπικές προσδοκίες ΜΕΡΟΣ 2


«Έξι ολόκληρα χρόνια μετά το ξέσπασμα της κρίσης του 2008, η Ευρωζώνη συνεχίζει να είναι βυθισμένη στο σκοτάδι - με μοναδικά ενδεχόμενα διαφυγής της είτε την εκτύπωση νέων χρημάτων σε μεγάλες ποσόπ]τες, είτε την αύξηση των δημοσίων δαπανών (ελλείμματα στους προϋπολογισμούς), είτε και τα δύο μαζί, όπως στο (μάλλον αποτυχημένο) παράδειγμα των Η. Π.Α.

Οι μεγάλες ερωτήσεις εν προκειμένω είναι βέβαια το πόσο μπορούν να αυξηθούν οι δημόσιες δαπάνες, παράγοντας ελλείμματα που καταλήγουν στο χρέος, σε ήδη υπερχρεωμένα κράτη - πόσο μάλλον εάν δεν ακολουθήσει η προσδοκώμενη ανάπτυξη, όπως στο παράδειγμα της Φιλανδίας. Επίσης, μέχρι ποιό σημείο μπορούν να εκτυπώνονται νέα χρήματα, χωρίς να προκληθεί υπερπληθωρισμός (ανάλυση).

Ειδικά όσον αφορά το δημόσιο χρέος, αυτό που οφείλει πάντοτε να μας απασχολεί είναι το κόστος εξυπηρέτησης του - το οποίο, εάν κάποια στιγμή γίνει πολύ υψηλό, οδηγεί στη χρεοκοπία.

Περαιτέρω, όταν εξετάζουμε γενικότερα έναν υπερχρεωμένο δανειολήπτη, το σημαντικότερο ερώτημα που οφείλουμε να θέσουμε είναι το ποιος τον έχει δανείσει - ποιος κατέχει δηλαδή το χρέος του. Στη συνέχεια, ερευνούμε την οικονομική κατάσταση του δανειστή, καθώς επίσης τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του - όπως το εάν είναι σταθερός ή ασταθής στις αποφάσεις του, εάν πανικοβάλλεται εύκολα ή είναι ψύχραιμος κοκ.

Στο παράδειγμα της Ιαπωνίας, η οποία είναι κάτι περισσότερο από υπερχρεωμένη (πλησιάζει το 250% του ΑΕΠ της), ο βασικότερος δανειστής της (92%) είναι οι Πολίτες, καθώς επίσης οι επιχειρήσεις της - οι οποίοι/ες προτιμούν να αγοράζουν ομόλογα με μηδενική έστω απόδοση, παρά να πληρώνουν φόρους (όπως συνέβαινε στο παρελθόν στη Φλωρεντία). Στην Ευρώπη όμως, η κατάσταση είναι εντελώς διαφορετική - αφού ως επί το πλείστον οι δανειστές της είναι οι κυκλοθυμικές «αγορές ομολόγων».

Εδώ οφείλουμε να σημειώσουμε βέβαια πως το δημόσιο χρέος δεν είναι τίποτα άλλο από αναβαλλόμενοι φόροι - με την έννοια ότι μπορεί να επιβληθούν, εάν το χρέος πάψει να χρηματοδοτείται κάποια στιγμή από τις αγορές.

Υπάρχει φυσικά η εναλλακτική λύση: η χρεοκοπία, η οποία επιλέγεται από κάποιες χώρες, με εξωτερικό δανεισμό (Αργεντινή κλπ.). Η επιλογή αυτή βασίζεται κυρίως στο ότι ο λογαριασμός, η πτώχευση δηλαδή, πληρώνεται από τους ξένους επενδυτές. Επίσης στο γεγονός, σύμφωνα με το οποίο οι φόροι μειώνουν την ανάπτυξη -οδηγώντας αργά ή γρήγορα το υπερχρεωμένο κράτος στο ίδιο αποτέλεσμα, με μικρότερους όμως διαθέσιμους πόρους (ιδιωτική και δημόσια περιουσία).

Στην περίπτωση της Ευρωζώνης βέβαια, όπου οι χώρες της έχουν κοινό νόμισμα, ενώ είναι συνδεδεμένες στενά μεταξύ τους, όπως τα συγκοινωνούντα δοχεία, η πτώχευση είναι ακόμη «απαγορευμένος καρπός» - αν και έχουν ληφθεί σιωπηρά κάποια μέτρα, όπως ο «εμπλουτισμός» των ομολόγων με ρήτρα χρεοκοπίας, από το 2013» (άρθρο).

Ανάλυση

Στο πρώτο μέρος της ανάλυσης μας είχαμε τεκμηριώσει πως το δημόσιο χρέος μίας χώρας μπορεί να μειωθεί με δύο μόνο τρόπους: είτε όταν ο ρυθμός ανάπτυξης της οικονομίας της είναι υψηλότερος από τα πραγματικά επιτόκια δανεισμού της, είτε όταν τα έσοδα της υπερβαίνουν τις δαπάνες της, σε ποσοστό υψηλότερο από αυτό που τυχόν «υστερεί» ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ της, σε σχέση με τα πραγματικά επιτόκια δανεισμού της.

Υπάρχει βέβαια και ένας τρίτος τρόπος, ο οποίος δεν είναι άλλος από την πώληση των παγίων περιουσιακών της στοιχείων - από τις γνωστές μας αποκρατικοποιήσεις που επιβάλλονται στις αδύναμες χώρες από το ΔΝΤ. Πρόκειται όμως για μία βραχυπρόθεσμη, καταναγκαστική ουσιαστικά και «διαβρωτική λύση», αφού σε μακροπρόθεσμη βάση λείπουν τα κέρδη (μερίσματα, ενοίκια κλπ.) από τις ιδιωτικοποιημένες επιχειρήσεις ή τα πωληθέντα πάγια, οπότε μειώνονται τα έσοδα του προϋπολογισμού (ανάλυση).

Περαιτέρω αναδείξαμε τη δυσμενέστερη θέση μίας βυθισμένης σε κρίση χώρας της Ευρωζώνης στο παράδειγμα της Ισπανίας, συγκρίνοντας την με τη Μ. Βρετανία - ανεξάρτητα βέβαια από τα προβλήματα της τελευταίας, τα οποία δεν είναι καθόλου μικρά (ανάλυση). Η σύγκριση ήταν εις βάρος της Ισπανίας, κυρίως για τις εξής δύο αιτίες:

(α) Οι Βρετανοί έχουν το δικό τους νόμισμα, τη στερλίνα, το οποίο υποτίμησαν κατά τη διάρκεια της κρίσης σημαντικά - αυξάνοντας τις εξαγωγές τους και ενισχύοντας την ανάπτυξη (ΑΕΠ, δημόσια έσοδα κλπ.). Η Ισπανία, ως μέλος της Ευρωζώνης, δεν είχε αυτή τη δυνατότητα.

Κάτι ανάλογο είχαν κάνει οι Βρετανοί το 1931, μετά τη χρηματιστηριακή κατάρρευση του 1929, εγκαταλείποντας πρώτοι τον κανόνα του χρυσού και υποτιμώντας ουσιαστικά το νόμισμα τους - επιλύοντας την κρίση τους κυρίως εις βάρος της Γαλλίας, η οποία υιοθέτησε την ίδια μέθοδο πολύ αργότερα (1936).

(β) Οι Βρετανοί, έχοντας δική τους κεντρική τράπεζα, μείωσαν δραστικά τα επιτόκια δανεισμού τους, όπως φαίνεται από το γράφημα που ακολουθεί - ενώ δεν υιοθέτησαν τα μέτρα λιτότητας στο βαθμό που το έκανε η Ισπανία, οπότε δεν υπέφερε η οικονομική τους ανάπτυξη.


Σαν αποτέλεσμα των παραπάνω, η (τεχνητή) μείωση των επιτοκίων της Ισπανίας που ακολούθησε, πολύ αργότερα δυστυχώς, δεν ήταν αρκετή για να διατηρηθεί το δημόσιο χρέος της σε σταθερό ύψος - κυρίως επειδή η ανάπτυξη παρέμεινε εξαιρετικά χαμηλή.

Συνεχίζοντας την ανάλυση μας, στο επόμενο γράφημα φαίνεται η διαφορά μεταξύ του ονομαστικού επιτοκίου του δανεισμού των δύο χωρών, καθώς επίσης της ονομαστικής (μαζί με τον πληθωρισμό) ανάπτυξης τους - με κριτήριο ουσιαστικά τον μαθηματικό τύπο:


Οι αξίες στο γράφημα (μπλε η Βρετανία, κόκκινο η Ισπανία) είναι ονομαστικές, έτσι ώστε να είναι συγκρίσιμες μεταξύ τους - επειδή τα επιτόκια δανεισμού είναι πάντοτε ονομαστικά (για να βρούμε τα πραγματικά πρέπει να αφαιρέσουμε τον πληθωρισμό ή να προσθέσουμε τον αποπληθωρισμό).


Από το γράφημα φαίνεται καθαρά το τεράστιο μέγεθος του πρωτογενούς πλεονάσματος που θα έπρεπε να επιτυγχάνει η Ισπανία κάθε χρόνο, αποκλειστικά και μόνο από τη διαφορά των επιτοκίων, καθώς επίσης του ρυθμού ανάπτυξης - έτσι ώστε να διατηρεί σταθερό το χρέος της (να μην αυξάνεται).

Αντίθετα, με βάση τα παραπάνω, υποθέτοντας βέβαια σταθερά τα υπόλοιπα μεγέθη, η Μ. Βρετανία θα μπορούσε να καταγράψει ακόμη και ελλείμματα, για να επιτύχει τον ίδιο στόχο - τη σταθεροποίηση δηλαδή του δημοσίου χρέους της.

Για παράδειγμα, η Ισπανία το 2013 θα έπρεπε να έχει πρωτογενές πλεόνασμα πάνω από το 4% του ΑΕΠ της για να μην αυξηθεί το χρέος της - ενώ η Μ. Βρετανία, το ίδιο έτος, έλλειμμα της τάξης του -2%, για να επιτύχει τον ίδιο στόχο.

Η πραγματικότητα

Στην πραγματικότητα βέβαια δεν κατάφερε ούτε η Μ. Βρετανία να διατηρήσει σταθερό το χρέος της - επειδή το πρωτογενές έλλειμμα της θα διαμορφωθεί στο -3,5% σύμφωνα με την εκτίμηση του ΔΝΤ.

Με δεδομένο λοιπόν το ότι, η ονομαστική ανάπτυξη της είναι υψηλότερη μόλις κατά 2% από το ονομαστικό επιτόκιο δανεισμού της (στήλη 2014 στο προηγούμενο γράφημα), θα πρέπει η Βρετανία να καλύψει τη διαφορά (-1,5% λόγω του πρωτογενούς ελλείμματος -3,5%) με τη μείωση των δαπανών του προϋπολογισμού της (ή με την αύξηση των εσόδων), για να διατηρήσει σταθερό το δημόσιο χρέος της (·2%+3,5% = 1,5%).

Η πραγματικότητα τώρα της Ισπανίας είναι δυσμενέστερη - παρά το ότι το πρωτογενές της έλλειμμα υπολογίζεται στο -2.8% (μικρότερο από αυτό της Μ. Βρετανίας, λόγω του μεγαλύτερου περιορισμού των δαπανών της)

Η αιτία είναι το ότι, το ονομαστικό της επιτόκιο είναι υψηλότερο από το ρυθμό ανάπτυξης της κατά περίπου 1,8% - οπότε θα έπρεπε να εξοικονομήσει επί πλέον 4,6% από τον προϋπολογισμό της, για να διατηρηθεί σταθερό το χρέος της [1,8%+2,8% = 4,6%), έναντι μόλις 1,5% της Βρετανίας.

Η Ελλάδα

Τα αντίστοιχα μεγέθη, εάν συγκρίνει κανείς την Ελλάδα με τη Μ. Βρετανία είναι τουλάχιστον τρομακτικά - αφού η πατρίδα μας είναι βυθισμένη στον αποπληθωρισμό, ενώ τα επιτόκια δανεισμού της είναι κατά πολύ υψηλότερα της Ισπανίας. «Φως στο σκοτάδι» θα μπορούσε να είναι ίσως το πρωτογενές πλεόνασμα, έναντι πρωτογενούς ελλείμματος των υπολοίπων - το οποίο όμως δεν είναι τόσο βέβαιο και σε καμία περίπτωση τόσο υψηλό, όσο ισχυρίζεται η κυβέρνηση της.

Όσο αισιόδοξος λοιπόν και αν είναι κανείς, σχετικά με την πορεία του ελληνικού χρέους, δεν μπορεί να έχει ουτοπικές προσδοκίες - όπως, για παράδειγμα, ρυθμό ανάπτυξης που θα υπερβαίνει το πραγματικό επιτόκιο τυχόν δανεισμού της από τις αγορές (πάνω από 5% δηλαδή, εάν υποθέσουμε ότι ξεφύγαμε από τον αποπληθωρισμό), ή διεύρυνση της θετικής διαφοράς εσόδων-δαπανών, σε περιβάλλον ανεργίας ύψους 27,2%, χρεοκοπιών, «αποψίλωσης» της παραγωγικής βάσης, εμπορικών ελλειμμάτων, περιορισμού των τραπεζικών δανείων κοκ.

Υπενθυμίζουμε εδώ πως η Ελλάδα δεν αντιμετώπισε το 2009 μία κρίση φερεγγυότητας, αλλά μία κρίση ρευστότητας. Η εξαιρετικά ουσιώδης διαφορά μεταξύ των δύο αυτών κρίσεων είναι η εξής:

(α) Στην κρίση φερεγγυότητας τα περιουσιακά στοιχεία μίας χώρας (μίας επιχείρησης ή ενός ατόμου) δεν φτάνουν για να καλύψουν τις υποχρεώσεις της, οπότε είναι προτιμότερο να χρεοκοπήσει.

(β) Στην κρίση ρευστότητας, τα περιουσιακά στοιχεία μίας χώρας υπερβαίνουν τα χρέη της - είτε όμως δεν μπορούν να πουληθούν, επειδή δεν υφίσταται ανάλογη ζήτηση, είτε οι τιμές πώλησης τους είναι ασύμφορες.

Σήμερα όμως η Ελλάδα έχει βυθιστεί σε μία κρίση φερεγγυότητας, τόσο ό δημόσιος τομέας της, όσο και ο υγιέστατος το 2009 ιδιωτικός - την οποία προκάλεσε η εγκληματική πολιτική που εφαρμόσθηκε στη χώρα (άρθρο). Από την παγίδα αυτή δεν υπάρχει πλέον καμία άλλη διέξοδος, εκτός από τη διαγραφή μεγάλου μέρους των χρεών - σε συνδυασμό με γενναιόδωρα αναπτυξιακά μέτρα, καθώς επίσης με αυξημένες δημόσιες επενδύσεις, έτσι ώστε να δημιουργηθεί ανάπτυξη.

Τα μέτρα εξοικονόμησης (λιτότητας)

Η εξοικονόμηση πόρων, τα μέτρα λιτότητας δηλαδή με στόχο τη σταθεροποίηση των δημοσίων χρεών, δημιουργούν άλλου είδους προβλήματα στις οικονομίες - ειδικά σε χώρες όπως η Ισπανία, με ανεργία της τάξης του 25% (54% στους νέους), η οποία είναι από μόνη της καταστροφική.

Το σημαντικότερο δε όλων είναι η επιβράδυνση της ανάπτυξης (πόσο μάλλον η ύφεση) η οποία, σε συνδυασμό με το αυξημένο κόστος του δημοσίου λόγω ανεργίας, χρεοκοπιών, τραπεζικών προβλημάτων κλπ., εντείνει την οικονομική κρίση - επιβαρύνοντας ανάλογα το δημόσιο χρέος.

Η αύξηση τώρα του δημοσίου χρέους οδηγεί στην κλιμάκωση των επιτοκίων δανεισμού - η οποία θα είχε οδηγήσει πολλές χώρες στη χρεοκοπία, εάν δεν είχε επέμβει η ΕΚΤ αγοράζοντας ή εγγυώμενη τα ομόλογα τους. Η διαδικασία όμως αυτή έχει δημιουργήσει πλέον μία μεγάλη φούσκα ομολόγων στην Ευρώπη - η οποία θα μπορούσε ανά πάσα στιγμή να εκραγεί, με καταστροφικά αποτελέσματα για τα περισσότερα κράτη.
Επιστρέφοντας στο παράδειγμα της Ισπανίας, η χώρα έχει μειώσει ήδη σε μεγάλο βαθμό τις δαπάνες της, αυξάνοντας παράλληλα τα έσοδα της - σε μεγαλύτερο βαθμό από τη Βρετανία (περίπου 1,5%), σύμφωνα με την έρευνα οικονομολόγου, με κριτήριο τα κυκλικά προσαρμοσμένα πρωτογενή πλεονάσματα των τελευταίων τεσσάρων ετών (γράφημα).


Συγκριτικά λοιπόν με τη Μ. Βρετανία έχει πετύχει πολύ περισσότερα - με πολύ χειρότερα όμως αποτελέσματα, επιβαρύνοντας παράλληλα σε πολύ μεγάλο βαθμό τους Πολίτες της.

Συμπέρασμα

Ακόμη και μία χώρα, όπως η Ισπανία, παρά τα μέτρα λιτότητας, τις εκτεταμένες διαρθρωτικές αλλαγές, καθώς επίσης την ενίσχυση των επιτοκίων δανεισμού της από την ΕΚΤ (ευρίσκονται σχεδόν στο ύψος των αμερικανικών), είναι εγκλωβισμένη στην παγίδα του χρέους.

Η μοναδική λύση της λοιπόν είναι η διαγραφή χρεών - μία δυνατότητα όμως που δεν εξετάζεται από την πολιτική ηγεσία της Ευρωζώνης, επειδή φοβάται την κατάρρευση του εξαιρετικά άρρωστου τραπεζικού της συστήματος (ανάλυση).
Εάν τώρα συμπεριλαμβάναμε στην ανάλυση μας και τον ιδιωτικό τομέα, ο οποίος είναι υπερβολικά χρεωμένος σε πάρα πολλές χώρες (Ισπανία, Ιρλανδία, Ολλανδία, Φιλανδία κοκ.), τότε θα κατανοούσαμε πως η κατάσταση θα γίνει ακόμη χειρότερη και για το δημόσιο τομέα - επίσης για τις τράπεζες και τις επιχειρήσεις, οι οποίες επιβαρύνονται ανάλογα με τη χώρα που ανήκουν, γεγονός που αποτελεί ένα ακόμη τεράστιο μειονέκτημα της Ευρωζώνης (γράφημα).


Από την άλλη πλευρά, ακόμη και αν διαγράφονταν όλα τα δημόσια χρέη, καθώς επίσης εάν εξυγιαίνονταν οι τράπεζες χωρίς να μεσολαβήσουν εκτεταμένες καταρρεύσεις, η κατάσταση στην Ευρωζώνη δεν θα θεραπευόταν - δεν θα καλυτέρευε δηλαδή σε μακροπρόθεσμη βάση (κάτι ανάλογο ισχύει και για την Ελλάδα).

Η αιτία είναι το ότι η δημιουργία, καθώς επίσης η συσσώρευση των χρεών δεν οφείλεται μόνο στους υπηρέτες της ελίτ, ανίκανους ή ανεπαρκείς πολιτικούς, αλλά, επίσης, στη δομή της ζώνης του ευρώ, στις ασυμμετρίες, καθώς επίσης στους θεσμούς της - προβλήματα που αν δεν επιλυόταν, παράλληλα με την «αναδιάρθρωση» των χρεών, θα οδηγούσαν ξανά πολλές χώρες σε νέα, υψηλά χρέη.

Σε κάθε περίπτωση, έχουμε την άποψη πως η Ευρωζώνη ευρίσκεται δυστυχώς στην αρχή του τέλους της  - αφού τα κράτη της δεν φαίνεται να επιθυμούν την πολιτική τους ένωση, χωρίς την οποία είναι αδύνατη η συνέχιση του ευρωπειράματος.

Βιβλιογραφία: Κ. Rogoff, Paul de Grauwe, Μ. Meier, F&W 



Πηγή:http://www.analyst.gr/2014/08/23/outopikes-prosdokies-gia-ti-katapolemisi-tis-krisis-xreous/3/

#Οι υπογραμμίσεις δικές μου#

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.