Κυριακή 31 Αυγούστου 2014

Για το Φέργκιουσον του Μιζούρι

“People, people we are the same
No we’re not the same
Cause we don’t know the game”
(Public Enemy – Fight The Power, 1990)

Του Καπυμπάρα

«Δεν είναι φυλετικό, είναι θέμα ταξικό», διάβασα να γράφει ένα αναρχικό πανό κρεμασμένο στα κάγκελα του Πολυτεχνείου στο κέντρο της Αθήνας, σε ένδειξη αλληλεγγύης προς τους εξεγερμένους μαύρους του Φέργκιουσον της πολιτείας του Μιζούρι.

Παρότι εγγράφεται σε μια από τις πιο ευγενείς παραδόσεις του εργατικού κινήματος –αυτήν του διεθνισμού- δεν μπορεί να μην παρατηρήσει κανείς ότι το σύνθημα αυτό χαρακτηρίζεται από μία μονομέρεια· λες και είναι υποχώρηση από την ταξική αντίληψη να παραδεχτείς ότι μια εξέγερση που ξεκίνησε με αφορμή ένα κρατικό ρατσιστικό έγκλημα, εκτός από ταξικά, έχει και φυλετικά χαρακτηριστικά.

Ενώ, δεν θα ήταν υπερβολή να διακρίνει κανείς και μία, έστω ασυνείδητη, δασκαλίστικη χροιά* που συχνά συναντάται στο λόγο των λευκών ριζοσπαστών, όταν κατά κάποιο τρόπο υπαγορεύουν σε όσους υφίστανται τον ρατσισμό το πώς οφείλουν να αντιλαμβάνονται και να αναλύουν την κατάστασή τους.
Με αφορμή τα παραπάνω, έχουμε να κάνουμε κάποιες, ελπίζουμε, χρήσιμες παρατηρήσεις σχετικά με το πώς συνδέονται το ταξικό με το φυλετικό ζήτημα, συμβάλλοντας στη σχετική συζήτηση.
Η αυτονομία του αντιρατσιστικού κινήματος

Ο μαύρος θα επανακτήσει την ανθρωπινότητά του μέσα από την αποφυλετικοποίηση του κόσμου, την κατάργηση δηλαδή των φυλών, και την ένταξή του στην οικουμενική ανθρωπότητα. «Να πάψει μια για πάντα η σκλαβιά ανθρώπου από άνθρωπο. Δηλαδή, η δική μου από έναν άλλο. Να μου επιτραπεί να ανακαλύψω και να θέλω τον άνθρωπο, όπου κι αν βρίσκεται. Ο νέγρος δεν υπάρχει, ούτε υπάρχει και ο λευκός», μας θυμίζει στο έργο του «Μαύρο δέρμα, λευκές μάσκες» μια φωνή από το παρελθόν της μαύρης διανόησης, ο ψυχίατρος από τη Μαρτινίκα Φραντς Φανόν.

Όπως όμως το αίτημα για κατάργηση των τάξεων δεν σημαίνει ότι πρέπει να προσποιούμαστε στο σήμερα ότι δεν υπάρχουν τάξεις (αυτό ας το αφήσουμε στον αντίπαλο), έτσι και το αίτημα για οικουμενικότητα και κατάργηση των φυλών δεν σημαίνει ότι πρέπει να χαράσσουμε στο σήμερα πολιτική σαν να μην υπάρχουν φυλές.

Εδώ, αξίζει να κάνουμε μια παρένθεση για να ορίσουμε τι εννοούμε με τον όρο φυλή: Θα λέγαμε ότι οι φυλές υπάρχουν, αλλά όχι σαν βιολογική πραγματικότητα. Η κατάταξη των ανθρώπων σε φυλές γίνεται ιστορικά εν πολλοίς με τρόπο αυθαίρετο. Από τις πολλές βιολογικές διαφορές που υπάρχουν μεταξύ των ανθρώπων, επιλέγονται κάποια φαινοτυπικά χαρακτηριστικά για την ταξινόμηση του ανθρώπινου γένους σε κατηγορίες και την ταυτόχρονη ιεράρχησή τους σε ανώτερες και κατώτερες. Από την ιεράρχηση δε αυτή, προκύπτουν συγκεκριμένα πολιτικά και κοινωνικά αποτελέσματα, όπως η δικαιολόγηση του δουλεμπορίου, της αποικιακής κατάκτησης και των διακρίσεων. Επομένως, οι φυλές υπάρχουν ως μια κοινωνική κατασκευή που λειτουργεί σε όφελος όσων αυτοτοποθετήθηκαν στην ανώτερη φυλή.

Τολμώντας εδώ, άλλη μια αναλογία, θα λέγαμε ότι αν παραδεχτούμε ως ορθή την αντίληψη του Μαρξ, ότι υποκείμενο του αγώνα για την αταξική κοινωνία είναι η ίδια η εργατική τάξη, υποκείμενο του αγώνα για μια μη φυλετικά δομημένη κοινωνία είναι οι ίδιες οι περιθωριοποιημένες φυλές.

Πηγαίνοντας τη σκέψη μας ένα βήμα παραπέρα, έχει αξία να παρατηρήσουμε τον τρόπο με τον οποίο οι φιλελεύθεροι αστοί θεωρούν το έθνος ως αδιαίρετο και μονολιθικό, χωρίς εσωτερικές αντιθέσεις και παρουσιάζουν το ιδιαίτερο ταξικό τους συμφέρον ως εθνικό, καλώντας έτσι τους εργάτες να μην διασπούν το έθνος αγωνιζόμενοι για το στενό, ιδιαίτερο ταξικό τους συμφέρον, στο όνομα του συλλογικού εθνικού συμφέροντος. (Χαρακτηριστική, από αυτήν την άποψη, είναι η απαγόρευση από την Γαλλική Επανάσταση της ίδρυσης και λειτουργίας εργατικών σωματείων).

Μήπως , όμως η εργατική τάξη είναι, στα πρότυπα του έθνους, ενιαία και αδιαίρετη, χωρίς να τη διαπερνούν αντιθέσεις; Μια τέτοια αντίληψη και η συνακόλουθη διάλυση του αντιρατσισμού στο ευρύτερο ταξικό κίνημα, επιτελεί μια λειτουργία παρόμοια με την παραπάνω: Καλεί τους μαύρους να μην αγωνίζονται για το ιδιαίτερο φυλετικό τους συμφέρον, στο όνομα της ενότητας της εργατικής τάξης και του ευρύτερου ταξικού συμφέροντος. Ο ρατσισμός πράγματι βολεύει τον καπιταλισμό διασπώντας τους εργάτες, όμως δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι βολεύει επίσης και τον λευκό, ακόμα και στο εσωτερικό της εργατικής τάξης, δίνοντας στον λευκό εργάτη ένα φυλετικό προβάδισμα στον άγονο ανταγωνισμό για μια θέση εργασίας ή για καλύτερες συνθήκες στέγασης.

Αναγνωρίζοντας ότι η αναλογία δεν είναι ο ασφαλέστερος τρόπος για την εξαγωγή συμπερασμάτων, οφείλουμε να αναγνωρίσουμε ότι σε αντίθεση με τις ταξικές αντιθέσεις, οι φυλετικές είναι, όπως θα έλεγε και ο Μάο Τσετούνγκ, μη ανταγωνιστικές· η επίλυσή τους δηλαδή, δεν προϋποθέτει την κατίσχυση του ενός πόλου της αντίθεσης έναντι του άλλου. Από αυτήν την άποψη η ενότητα της εργατικής τάξης είναι όχι μόνο θεμιτός, αλλά και επιβεβλημένος στόχος και η επίλυση των φυλετικών αντιθέσεων στο εσωτερικό της δεν θα επιλυθεί με την κατίσχυση του ενός πόλου έναντι του άλλου, αλλά με τη συνάρθρωση του ταξικού με το φυλετικό ζήτημα. Κάτω από αυτήν την οπτική, οφείλουμε να δούμε ότι μπορεί σε τελική ανάλυση λευκοί και μαύροι να μοιράζονται τα ίδια συμφέροντα, όμως μέχρι να φτάσουμε με υλικούς όρους σ’αυτό που περιγράφει αυτή η τελική ανάλυση, η ευθύνη της άρσης της διάσπασης δεν βαρύνει τον αδύναμο πόλο, τους μαύρους που αγωνίζονται για την ισότητα, αλλά τον ισχυρό που ωφελείται βραχυπρόθεσμα από αυτήν, δηλαδή τους λευκούς, που οφείλουν να πάψουν να αρνούνται στους μαύρους την αυτονομία του αγώνα τους**, το δικαίωμά τους δηλαδή, να είναι το υποκείμενο του αγώνα ενάντια στην ίδια τους την καταπίεση.

Η αναγνώριση της αυτονομίας του αγώνα του, είναι αναγνώριση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας του μαύρου και προϋπόθεση για την επί ίσοις όροις συνάρθρωση του ταξικού με τον αντιρατσιστικό αγώνα. Και αυτό γιατί προϋποθέτει, αλληλεγγύη και οριζόντιο διάλογο και όχι κήρυγμα από τον, υποτίθεται, ανώτερο προς τον κατώτερο σε μια ιδιότυπη ιεραρχία της επαναστατικής γνώσης. Δεν μπορείς άλλωστε να συναρθρώσεις δύο αγώνες αν δεν υφίστανται ως αυτόνομοι.

Από την άποψη αυτή, οι λευκοί ριζοσπάστες χρειάζεται να έχουν μια καθαρή ταξική ματιά στον κόσμο, χωρίς όμως αχρωματοψία. Για να γίνουμε πιο συγκεκριμένοι, θα λέγαμε πως αν η επίθεση ενάντια στη συντριπτική πλειοψηφία των μαύρων, που είναι φτωχή, είναι αναπόσπαστο κομμάτι της γενικευμένης επίθεσης που έχει εξαπολύσει –ιδιαίτερα σε συνθήκες κρίσης- το καπιταλιστικό σύστημα ενάντια στους φτωχούς, δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι οι μαύροι είναι σε μεγάλο βαθμό φτωχοί, επειδή είναι μαύροι. Στην παραδοχή αυτή θα βρούμε έναν από τους βασικούς κρίκους για τη συνάρθρωση του ταξικού με το φυλετικό ζήτημα.

Για το πέρασμα από έναν ανθρωπιστικό-ιδεαλιστικό σε έναν πολιτικό-υλιστικό αντιρατσισμό

Ο ρατσισμός δεν είναι ένα αυθόρμητο αίσθημα εχθρότητας και φοβίας απέναντι στο διαφορετικό. Είναι μία σχέση εξουσίας από την οποία πηγάζουν υλικά αποτελέσματα: Οι διακρίσεις εις βάρος κάποιων και τα προνόμια κάποιων άλλων στους τομείς της εργασίας, της στέγασης, της πρόνοιας, της ασφάλειας, των πολιτικών δικαιωμάτων και της απόλαυσης του ίδιου του δικαιώματος στη ζωή. Είναι ένας θεσμικός ή παραθεσμικός τρόπος οργάνωσης της κοινωνίας έτσι ώστε να διατηρείται αυτή η σχέση εξουσίας και τα προνόμια που τη συνοδεύουν και ταυτόχρονα -σε αντίθεση με τη διαδεδομένη άποψη περί αυθόρμητου ρατσισμού των αμόρφωτων λαϊκών τάξεων και αντιρατσισμού των μορφωμένων ελίτ- μια νομιμοποιητική ιδεολογία που διαχέεται εδώ και αιώνες από τα πάνω προς τα κάτω, μέσω της ηγεμονικής κουλτούρας, της εκπαίδευσης, των ΜΜΕ, των «ερευνών της κοινής γνώμης», διαμορφώνει το συλλογικό φαντασιακό της κοινωνίας και πλάθει πολύ βολικές για την ελίτ πολιτικές συμπεριφορές.

Ο ρατσισμός επομένως, έχει υλικά αίτια και αποτελέσματα, κερδισμένους και χαμένους. Για το λόγο αυτό πρέπει να ξεφύγουμε από ένα ιδεαλιστικό σχήμα ερμηνείας του φαινομένου και πρότυπο δράσης εναντίον του, που θεωρεί το ρατσισμό πρόβλημα ανθρωπιστικό – ιδεολογικό, δηλαδή, σε τελική ανάλυση προσωπικό πρόβλημα ψευδούς συνείδησης, που οφείλεται στην ελλιπή μόρφωση, γνώση και κατανόηση του κόσμου εκ μέρους κάποιων ανθρώπων και που επομένως, μπορεί να επιλυθεί απλώς μέσα από ανθρωπιστικές εκκλήσεις και ιδεολογική κατήχηση, όπως μας προτείνει ο κρατικός αντιρατσισμός και τμήμα της αριστεράς.

Οφείλουμε να περάσουμε από έναν ανθρωπιστικό-ιδεαλιστικό αντιρατσισμό ταυτισμένο με τις «μορφωμένες ελίτ», σε έναν πολιτικό-υλιστικό αντιρατσισμό από τις καταπιεσμένες φυλές και την εργατική τάξη για τις καταπιεσμένες φυλές και την εργατική τάξη. Και εκεί, στη βάση της υλιστικής ανάλυσης του κόσμου και των αντιθέσεων που τον διαπερνούν, μπορούμε να βρούμε έναν δεύτερο κρίκο συνάρθρωσης του ταξικού με το φυλετικό ζήτημα.
Το θέμα επείγει για όποιον τον αφορά

Οι μαύροι που καθημερινά παρενοχλούνται και δολοφονούνται από την αστυνομία, φυλακίζονται βλέποντας την ύπαρξή τους να ποινικοποιείται και αντιμετωπίζουν κάθε είδους διακρίσεις δεν μπορούν να περιμένουν ούτε πότε θα «ωριμάσει η κοινωνία» και θα καταστεί έτοιμη να τους ακούσει, εφόσον εκφράζουν την οργή τους comme il faut (όπως τους συμβουλεύουν οι «καλοπροαίρετοι» συντηρητικοί και φιλελεύθεροι) ούτε να λυθούν τα προβλήματά τους σε μια μελλοντική αταξική κοινωνία (όπως τους συμβουλεύει κομμάτι των λευκών ριζοσπαστών). Γιατί όπως μας θυμίζουν τα λόγια του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ «Σ’εμάς αυτό το “περίμενε!” ακούγεται ως συνώνυμο του “ ποτέ!”».

Σημειώσεις:

*το φαινόμενο αυτό ο μαύρος ποιητής και πολιτικός από τις Γαλλικές Αντίλλες Αιμέ Σεζαίρ το έχει χαρακτηρίσει αρκετά πετυχημένα με τον όρο «φρατερναλισμός» (κατά τα πρότυπα του πατερναλισμού), καθώς ο λευκός ριζοσπάστης αντιμετωπίζει τον μαύρο σαν αδερφό του μεν, αλλά σαν μικρό αδερφό που έχει ευθύνη να τον καθοδηγήσει και να τον διδάξει.

**πολύ ενδιαφέρουσες στο θέμα της αυτονομίας του αγώνα των μαύρων είναι η συνεισφορά τόσο του Μάλκολμ Εξ (περισσότερο αυθόρμητη και διαισθητική) όσο και η πιο επεξεργασμένη θεωρητικά ανάλυση του μαρξιστή διανοούμενου από το Τρινιντάντ Σ.Λ.Ρ. Τζαίημς.

Διαβάστε επίσης:

Frantz Fanon: «Peau noire, masques blancs», 1952, επανέκδοση «Le Seuil» (συλλ. «Points») – 2001
Aimé Césaire: «Lettre à Maurice Thorez», εκδόσεις «Présence Africaine» – 1956

Martin Luther King Jr. «Why We Can’t Wait», εκδόσεις «Harper & Row» – 1964

C.L.R. James Archive στο marxist.org


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.