Του Θανάση Μπαντέ
Ο Άνταμ Σμιθ στο έργο του «Έρευνα για τη φύση και τις αιτίες του πλούτου των εθνών» παραθέτει τον ορισμό της φτώχειας και του πλούτου ως εξής: «Κάθε άνθρωπος είναι φτωχός ή πλούσιος, ανάλογα με το βαθμό στον οποίο είναι σε θέση να απολαμβάνει τα αναγκαία αγαθά, τις ανέσεις και τις χαρές της ανθρώπινης ζωής». (σελ. 59).
Αντιλαμβανόμενοι ότι ο πλούτος – και κατ’ επέκταση και η φτώχεια – είναι καθαρά υλικό μέγεθος, αφού καθορίζεται από τα αναγκαία αγαθά και τις ανέσεις που μετουσιώνονται σε χαρές της ζωής, δε μένει παρά να καθοριστεί σε τι ακριβώς συνίσταται αυτό που ονομάζουμε αναγκαία αγαθά και ανέσεις: «Ωστόσο, μετά την ολοκληρωτική εμπέδωση του καταμερισμού εργασίας, ο άνθρωπος μπορεί με την προσωπική του εργασία να προσφέρει στον εαυτό του μόνο ένα πολύ μικρό ποσοστό από τα παραπάνω. Το μεγαλύτερο μέρος τους θα πρέπει να το αντλήσει από την εργασία άλλων ανθρώπων, οπότε θα είναι πλούσιος ή φτωχός ανάλογα με την ποσότητα αυτής της εργασίας που μπορεί να ελέγχει (tocommand) ή που είναι σε θέση να αγοράσει». (σελ. 59).
Με δυο λόγια το ζήτημα του πλούτου δεν είναι τίποτε άλλο από τη δυνατότητα αγοράς προϊόντων που παράγουν άλλοι ή, αλλιώς, από τη δυνατότητα ελέγχου της ξένης εργασίας. Γιατί κάθε προϊόν εμπεριέχει την εργασία της παραγωγής του, η οποία, σε τελική ανάλυση, είναι και η αξία του. Αυτός που μπορεί να ιδιοποιηθεί προς ιδία τέρψη το μεγαλύτερο μέρος της εργασίας των άλλων είναι και ο πλουσιότερος: «Επομένως, η εργασία είναι το πραγματικό μέτρο της ανταλλάξιμης αξίας όλων των εμπορευμάτων». (σελ. 59).
Το χρήμα είναι ο διαμεσολαβητικός κρίκος της έκφρασης του πλούτου. Με άλλα λόγια το χρήμα δεν είναι ο πλούτος, αλλά το σύμβολο του πλούτου, ο οποίος πρέπει με κάποιο τρόπο να αποκτήσει κοινωνική υπόσταση. Πλούτος είναι η δύναμη της καταναλωτικής ισχύος, που μετριέται με χρήμα μόνο στη λογική της κοινωνικής σύμβασης προς αποκωδικοποίηση των μηνυμάτων. Γιατί πίσω από την αξία κάθε αγαθού κρύβεται η εργασία που δαπανήθηκε γι’ αυτό. Κι αν κάποιος ισχυριστεί ότι στην αξία του προϊόντος πρέπει να συνυπολογιστεί και το κόστος της πρώτης ύλης, που πιθανά καταναλώθηκε για την παραγωγή του, δεν έχει παρά να σκεφτεί ότι και η αξία των πρώτων υλών αντικατοπτρίζουν επίσης την ξοδεμένη εργασία που απαιτείται. (Πρέπει βέβαια να διευκρινίσουμε ότι δε λαμβάνονται υπόψη παράγοντες όπως η σπανιότητα του προϊόντος ή η έλλειψή του στην αγορά για οποιοδήποτε λόγο, που φυσικά επηρεάζουν την τελική του τιμή). Υπό αυτές τις συνθήκες το χρήμα δεν είναι παρά εργασιακό μέγεθος, αφού η αξία που συμβολίζει σε κάθε συναλλαγή δεν είναι παρά η αξία μιας συσσωρευμένης εργασίας που καλείται να ανταλλαχθεί με ένα άλλο είδος εργασίας, αυτής που κρύβεται μέσα στο πωλούμενο αγαθό.
Ο κάτοχος του χρήματος είναι ο κάτοχος της συσσωρευμένης εργασίας, είναι δηλαδή ο κάτοχος του ανθρώπινου μόχθου και χρόνου, που ανά πάσα στιγμή είναι έτοιμος να τον ανταλλάξει στο πλαίσιο οποιασδήποτε συναλλαγής. Και φυσικά, δε χρειάζονται ιδιαίτερες διευκρινίσεις, για να καταστεί σαφές ότι κάθε προϊόν κατασκευάζεται με σκοπό την πώληση, με σκοπό δηλαδή τη μετατροπή του σε χρήμα που θα περάσει στις τσέπες του παραγωγού, ο οποίος με τη σειρά του θα το ανταλλάξει μ’ ένα άλλο προϊόν και πάει λέγοντας. Κι από τη στιγμή που ο καταμερισμός της εργασίας ωθεί τους ανθρώπους σε εξειδικευμένες εργασίες, είναι ξεκάθαρο ότι δεν υπάρχουν πια περιθώρια επάρκειας των αναγκαίων αγαθών από προσωπική εργασία, δεν υπάρχει δηλαδή αυτονομία ως προς τα μέσα για την επιβίωση. Οι παλιές εποχές όπου κάθε οικογένεια μεριμνούσε και για το σιτάρι και για το γάλα και για το ρουχισμό και για το κρέας κτλ, ανήκει οριστικά στο παρελθόν. Τα προϊόντα κατασκευάζονται κυρίως με σκοπό την πώληση και λιγότερο την εξυπηρέτηση των προσωπικών αναγκών.
Τι σημαίνει όμως το να μπορεί κανείς με την κατοχή του χρήματος να ελέγχει την εργασία των άλλων; «Ο πλούτος, όπως λέει ο κ. Χομπς (Hobbes), είναι εξουσία». (σελ. 60). Κι αφού ο Σμιθ καταφεύγει στην άποψη του Χομπς για να εξηγήσει ότι τα χρήμα ταυτίζεται με την εξουσία, αμέσως μετά σπεύδει να διευκρινίσει ότι δε μιλάμε για εξουσία διοικητική ή στρατιωτική, καθώς η απόκτηση χρήματος δε συνεπάγεται αυτομάτως αξιώματα: «Αλλά το άτομο που είτε αποκτά είτε κληρονομεί μια μεγάλη περιουσία, δεν αποκτά κατ’ ανάγκη ή δεν κληρονομεί κάποια πολιτική εξουσία, αστική (civil) ή στρατιωτική. Η περιουσία του ενδέχεται να του προσφέρει τα μέσα της απόκτησης και των δύο, αλλά η απλή κατοχή αυτής της περιουσίας δεν του αποφέρει υποχρεωτικά καμιά από τις δύο». (σελ. 60). Η αναγνώριση ότι η μεγάλη περιουσία μπορεί να οδηγήσει και σε πολιτικά (ή στρατιωτικά) αξιώματα είναι η ομολογία ότι τελικά το χρήμα καθορίζει – δυνητικά τουλάχιστον – ακόμη και την άμεση εξουσία του διοικητικού μηχανισμού. Όμως ο Σμιθ δεν αναφέρεται σε κάτι τέτοιο: «Η εξουσία την οποία του αποφέρει άμεσα και ευθέως αυτή η κατοχή, είναι η εξουσία του αγοράζειν: ο συγκεκριμένος έλεγχος που μπορεί να αποκτήσει εφ’ όλης της εργασίας ή όλου του προϊόντος της εργασίας που βρίσκεται εκείνη τη στιγμή στην αγορά. Η περιουσία του είναι μεγαλύτερη ή μικρότερη, ανάλογα με την έκταση αυτής της εξουσίας ή με την ποσότητα είτε της εργασίας των άλλων ανθρώπων είτε (που τελικά είναι το ίδιο πράγμα) του προϊόντος της εργασίας των άλλων ανθρώπων, το οποίο η εξουσία αυτή του επιτρέπει να αγοράσει ή να ελέγξει». (σελ. 60).
Όμως ο πλούτος, ως εξουσία του αγοράζειν δεν είναι τίποτε άλλο από το μέγεθος της καταναλωτικής ισχύος του καθενός. Κι εδώ βέβαια δεν αναφερόμαστε στην καθαυτό πράξη της κατανάλωσης (ούτε βέβαια και την αποκλείουμε), αλλά στην ίδια την καταναλωτική δυνατότητα, που όσο διογκώνεται τόσο εξουσιάζει την εργασία των άλλων. Υπό αυτή την έννοια (σε μια άκρατη υπερβολή), η κατοχή όλου του πλούτου της γης από έναν, θα ισοδυναμούσε με την υποδούλωση όλου του κόσμου σ’ αυτόν. Η συνείδηση ότι η καταναλωτική ισχύς αποτελεί μορφή εξουσίας, ότι δηλαδή η κατανάλωση ως αυτονόητη συνθήκη της ύπαρξης εμπεριέχει την έννοια της εξουσίας – είτε φανερά είτε ανεπαίσθητα – είναι η ομολογία του εργασιακού καταναγκασμού, αφού η εργασία δεν υφίσταται ως οικειοθελής προσφορά προς το σύνολο, αλλά ως αποδέκτης μιας αόρατης – πλην ξεκάθαρης – εξουσίας, που είναι αδύνατο να αποσιωπηθεί. Κι αυτός ακριβώς είναι ο ορισμός της αλλοτρίωσης, αφού ο διεκπεραιωτής της εργασίας νιώθει τη δουλειά του περισσότερο ως εκβιασμό παρά ως τιμητικό καθήκον απέναντι στην κοινωνία. (Τα περί εργασίας και δημιουργικότητας κι έκφρασης και ψυχικής ολοκλήρωσης κλπ, υπό αυτές τις συνθήκες χάνουν κάθε νόημα). Ο εργαζόμενος των κακοπληρωμένων και πολύμοχθων χειρωνακτικών εργασιών νιώθει περισσότερο θύμα παρά κοινωνός της εθνικής παραγωγής. Με άλλα λόγια δε νιώθει ισότιμο μέλος μέσα στην κοινωνική – επαγγελματική διαμόρφωση. Αυτό που ονομάζουμε ως κύρος των επαγγελμάτων δεν είναι τίποτε άλλο από το μέγεθος των απολαβών που συνεπάγεται, δηλαδή το μέγεθος της καταναλωτικής εξουσίας που διασφαλίζουν.
Η κακοπληρωμένη εργασία δεν είναι παρά απαξιωμένη εργασία. Η χαμηλή αμοιβή μιας εργασίας είναι η έλλειψη σεβασμού απέναντι στην προσφορά της. Γι’ αυτό και το επάγγελμα του καθενός είναι η θέση του μέσα στην κοινωνία. (Κι αν στην Ελλάδα υπάρχουν ακόμη απόψεις περί επαγγελματικού κύρους που σχετίζονται με τις σπουδές, το χώρο εργασίας, το επιστημονικό βάρος ή την κατάταξη μέσα στην εργασιακή ιεραρχία, σε χώρες που ο καπιταλισμός λειτουργεί δυναμικότερα πολλές δεκαετίες νωρίτερα όλα αυτά φαίνονται ρομαντισμοί. Στην Αμερική το τι δουλειά κάνεις έχει αντικατασταθεί απολύτως από το πόσα βγάζεις).
Μοιραία, όλα διεκπεραιώνονται μέσα στο πιο αδυσώπητο ανταγωνιστικό πλέγμα. Η έννοια της συν – διαμόρφωσης, που καλλιεργείται μόνο μέσα από τη συνθήκη της συν – υπηρέτησης είναι αδύνατο να γνωρίσει την ελάχιστη αποδοχή, καθώς χάνεται κάθε συλλογικότητα. Το μόνο που μένει είναι η δυναμική της ευρύτητας ως προς την κατανάλωση που οριοθετεί το πλαίσιο κάθε ατομικής εξουσίας. Κι αυτός είναι ο πιο επαίσχυντος ατομικισμός. Από τη στιγμή που η παιδεία και η υγεία μετατρέπονται επίσης σε καταναλωτικά αγαθά, όπου ο καθένας οφείλει να πλησιάσει ανάλογα με την έκταση της χρηματικής του εξουσίας, γίνεται αντιληπτό όχι μόνο το ανελέητο που κουρελιάζει κάθε έννοια κοινωνικής συνοχής, αλλά και το αναπόφευκτο της διαιώνισης των ρόλων και στους απογόνους, αφού σταδιακά κανένας φτωχός δε θα μπορεί να εξασφαλίσει πρόσβαση στα επαγγελματικά προσόντα που απαιτούνται για κάτι καλύτερο μέσα στο άπιαστο καταναλωτικό παζάρι που εκτίθενται.
Κι αν δεχτούμε ότι τελικά και η ανθρώπινη εργασία είναι καταναλωτικό μέγεθος (και μάλιστα αυστηρά κοστολογημένο), τότε φτάνουμε στην καρδιά της πιο αδιαπραγμάτευτης εξουσίας, της εξουσίας του χρήματος που καταναλώνει την εργασία προκειμένου να πολλαπλασιαστεί, στο όνομα της μαζικής παραγωγής – που θα ρίξει τις τιμές με τον ανταγωνισμό και θα κάνει τα αγαθά προσιτά σε όλους και θα φέρει ευτυχία κτλ, κτλ. Κι αυτή είναι η καρδιά της καπιταλιστικής λογικής που αντιλαμβάνεται το παραγωγικό γίγνεσθαι ως τοιχογραφία αλληλοσυγκρουόμενων εξουσιών καταδικασμένων να μάχονται αιωνίως. Όμως το παραγωγικό γίγνεσθαι δεν είναι παρά το καταναλωτικό γίγνεσθαι που έπεται και προηγείται συγχρόνως. (Έπεται ως αγορά των παραγόμενων προϊόντων και προηγείται ως αγορά της εργασίας). Σε τελική ανάλυση, ο αγώνας που γίνεται για το ποιος θα έχει τη δυνατότητα να ελέγχει την παραγωγή, είναι ταυτόσημος με το ποιος θα μπορεί να καταναλώνει την εργασία των άλλων. Με άλλα λόγια, ο έλεγχος των μέσων παραγωγής, όπως τέθηκε από τον Μαρξ, δεν είναι τίποτε άλλο από τον έλεγχο της κατανάλωσης της εργασίας και των τεχνολογικών μέσων.
Η αντίληψη της κοινωνικής διαμόρφωσης ως αδιάλειπτη μάχη, που εν πολλοίς υποκρύπτει τη διαιώνιση των ρόλων, είναι η αναγνώριση των ταξικών αντιθέσεων, ως αναπόφευκτη συγκρουσιακή συνθήκη. Κι αυτή είναι η αρχή της ανισότητας που προσπαθεί να νομιμοποιηθεί. Η αποδοχή αυτού του είδους της ανισομερούς νομιμότητας είναι η κατάδειξη της πιο βαθειάς κρίσης της δημοκρατίας ή, για να το πούμε πιο καθαρά, είναι η επισφράγιση ότι και η πολιτική σκηνή είναι για κατανάλωση.
Το καπιταλιστικό δόγμα της διαρκούς ανάπτυξης, επί της ουσίας δεν είναι παρά η διασφάλιση της διαιώνισης των καθιερωμένων εξουσιαστικών μηχανισμών. Φυσικά, το να πιστεύει κανείς στην αδιάκοπη παραγωγική ανάπτυξη μέσα σε αυστηρά πεπερασμένους πόρους (ο πλανήτης δεν είναι ανεξάντλητος) είναι ανοησία χωρίς προηγούμενο. Ο Κορνήλιος Καστοριάδης γράφει: «Γιατί πρέπει να αυξάνουν επ’ άπειρον οι παραγωγικές δυνάμεις; Γιατί πρέπει να αυξάνει η κυριαρχία του ανθρώπου πάνω στη φύση και στους άλλους ανθρώπους; Και επιτέλους, τι θα πει ότι αυξάνει η κυριαρχία; Εάν το κοιτάξουμε από κοντά με το πρίσμα μιας αυστηρής και στενής λογικής, η ιδέα μιας επ’ άπειρον αύξησης της ορθολογισμένης κυριαρχίας είναι το ίδιο άτοπη, όσο η ιδέα του χριστιανικού Θεού και της Αγίας Τριάδας, που είναι ταυτοχρόνως μία και τρεις». (σελ. 56).
Κι αν ο Καστοριάδης κατέδειξε τη θρησκευτικότητα του καπιταλιστικού δόγματος, ο καπιταλισμός, ξέροντας ότι η κατανάλωση είναι η δύναμή του, κατέδειξε τη θρησκευτικότητα της αγοροπωλησίας μετατρέποντας την ικανοποίηση των αναγκών σε τελετουργία. Ακόμη και η ελάχιστη ανάγκη, η πιο καθημερινή, η πιο ασήμαντη οικονομικά, έχει τη δική της πολυτέλεια. Έχει την επιλογή, τη συσκευασία, το χρώμα, τη γεύση, το μέγεθος, το άρωμα, την περιπλάνηση στο κατάστημα, την ευγένεια των πωλητών. Για πολλούς η περιπλάνηση στο σούπερ μάρκετ είναι μια από τις βασικότερες διασκεδάσεις. Τα πολυκαταστήματα, τα εμπορικά κέντρα, τα ολόκληρα οικοδομικά τετράγωνα στις μεγαλουπόλεις ή οι εμπορικές πολιτείες που βρίσκονται στα περίχωρά τους, που συνοδεύονται από καφέ κι εστιατόρια και παιδότοπους κλπ, με τις κυλιόμενες σκάλες και τα μεγάλα φώτα είναι οι ναοί του πιο πρωτόγνωρου θρησκευτικού τελετουργικού. Γιατί εδώ δε μιλάμε για ικανοποίηση αναγκών.
Εδώ μιλάμε για τρόπο ζωής. Μιλάμε γι’ αυτό που Μαρξ ονόμασε φετιχισμό του εμπορεύματος. Για τη λανθάνουσα εξουσία της υπεροχής που διασφαλίζει η κατοχή του αγαθού απέναντι στο γείτονα που δεν μπορεί να το έχει. Γι’ αυτό και η χρηστικότητα των καταναλωτικών προϊόντων δεν έχει καμιά σημασία. Σημασία έχει η λειτουργία του καταναλωτικού μηχανισμού που μπορεί να απορροφήσει τα πάντα. Η συνείδηση ότι με την κατανάλωση δεν αγοράζει κανείς αγαθά, αλλά ταυτότητα, είναι η καρδιά της καπιταλιστικής ηθικής, που θέλει την ταύτιση της κατοχής των αγαθών με την ευτυχία. Το μόνο που μένει είναι και πάλι η άποψη του Καστοριάδη: «Σήμερα, δε μας απασχολεί πλέον, εάν τα προϊόντα που παράγουμε είναι χρήσιμα. Το μόνο που μας απασχολεί είναι, εάν θα πωληθούν κι ίσως ούτε καν αυτό, διότι ξέρουμε ότι έτσι κι αλλιώς θα πωληθούν μέσω της διαφήμισης». (σελ. 201). Κι αυτή ακριβώς είναι η παντιέρα του σύγχρονου σκουπιδοπολιτισμού.
Άνταμ Σμιθ: «Έρευνα για τη φύση και τις αιτίες του πλούτου των εθνών», εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα για λογαριασμό του Δημοσιογραφικού Οργανισμού Λαμπράκη Α.Ε. Αθήνα 2010.
Κορνήλιος Καστοριάδης: «Είμαστε υπεύθυνοι για την ιστορία μας», εκδόσεις ΠΟΛΙΣ, Αθήνα 2000
Πηγή:http://eranistis.net/wordpress/2
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.