Μας λένε ότι θα μας κάνουν χάρη και θα μας ορίσουν – και αργότερα θα μπορούν να επανορίσουν – ποιο είναι το αξιοπρεπές όριο που κάνει τη ζωή αξιοπρεπή και ποιο είναι το κατώφλι κάτω από το οποίο η ζωή μας δεν θεωρείται αξιοπρεπής. Μας μιλούν με όρους της πιο απαίσιας γλώσσας, αυτής της αγοράς. Έτσι ορίζουν τη ζωή οι χασάπηδες. Και την αξιοπρέπεια. Πόσα μπορείς να αγοράζεις, πόσα σου επιτρέπεται να αγοράζεις, με πόσα τη ζωή σου εξαγοράζεις, με πόσα την αξιοπρέπεια ξεπουλάς.
Μας λένε ότι θα μας κάνουν χάρη και ότι θα μας χαρακτηρίσουν καλά παιδιά και συνεργάσιμα, αν με ευγνωμοσύνη δεχτούμε το δώρο τους να ζούμε αξιοπρεπώς όπως ακριβώς μας όρισαν και αποπληρώνουμε το δάνειο με όσα δεν μας είναι χρήσιμα για να ζούμε αξιοπρεπώς όπως ακριβώς μας όρισαν. Ίσως να μην μας χώσουνε στη φυλακή, αν με προθυμία δηλώνουμε κάθε σεντ που παίρνουμε από τη δουλειά μας, απαντάμε αμέσως σε κάθε κλήση του δανειστή μας, ειλικρινώς και αμελλητί παραιτηθούμε από κάθε αμαρτωλή επιθυμία μας για ένα σαββατοκύριακο στην εξοχή με τα παιδιά μας.
Μας λένε ότι θα μας κάνουν χάρη και θα μας μοιράσουν ένα κομμάτι από το πλεόνασμα. Μια μερίδα από τις σάρκες μας. Μια γουλιά από το αίμα μας.
Μας κάνουν κομματάκια και μας δίνουν να τα φάμε. Μας κάνουν άστεγους και μας δίνουν μια κουβέρτα. Μας διαολοστέλνουν στην ανεργία και μας περιμένουν στη γωνία του εκλογικού τμήματος με λυγισμένα γόνατα και απλωμένα χέρια για μιας πεντάρας επίδομα και μιας δεκάρας μισθωτή σκλαβιά.