Του Γιάννη Μακριδάκη
Ο νεαρός πρόσφυγας με το τυλιγμένο στο στήθος του πανί σαν μάρσιπο, είχε μέσα ένα μικρό τιγρέ γατάκι. Το πήρε από τα ερείπια του σπιτιού του φεύγοντας και το κουβάλησε μαζί του τόσο δρόμο για να το σώσει από τον θάνατο.
Ήτανε χαμογελαστός σαν έφτασε, παρ’ όλη την εξάντληση από το πολυήμερο ταξίδι. Ένιωθε ανακούφιση λόγω που ήξερε πως πάτησαν τα έξι πόδια τους Ευρώπη επιτέλους κι ας μην είχε αφήσει ακόμη το γατί από το στήθος του να κατεβεί στη γη. Σε λίγο θα το άφηνε να κατουρήσει στο νέο χώμα κι αυτό, να κάνει τη βόλτα του στις νέες μυρωδιές, μιας και ένιωσε ότι είναι ασφαλείς πια για πρώτη τους φορά ύστερα από πολύν καιρό.
Δεν είχε φανταστεί ότι τα ζώα που περνούν τα σύνορα των πολιτισμένων ευρωπαίων μπαίνουν σε καραντίνα, ούτε ότι όσα καταφτάνουνε σε μέρη όπου δεν υπάρχει κρατική υποδομή για να κρατηθούν, πόσω μάλλον όσα συλληφθούν έχοντας μπει “λαθραία”, θανατώνονται.