Μιλάω με φίλη από ευκατάστατη οικογένεια η οποία είναι εμφανώς προβληματισμένη έως ταραγμένη καθώς οι γονείς της - που ευτυχώς είναι καλά στην υγεία τους – έχουν εδώ και χρόνια μεριμνήσει για την αγορά της τελευταίας τους κατοικίας σε ευυπόληπτο κοιμητήριο καλής περιοχής αλλά τώρα δηλώνουν δυσαρεστημένοι από τη θέση της «οικίας»– είναι πίσω και χωμένη – και θέλουν να μετακομίσουν σε ζώνη υψηλότερης κατηγορίας -μπροστά που έχει και θέα (???) – αλλά δεν βρίσκουν κάποια διαθέσιμη καθώς πρόλαβαν και τις καπάρωσαν άλλοι εξ αρχής – είναι νεόδμητος ο «οικισμός» – βάζοντας μάλιστα πολιτικό μέσο το οποίο οι ίδιοι δεν διέθεταν – τότε.
Για αρκετή ώρα παρακολουθώ βουβή την έντονη και αναλυτική εξιστόρηση των γεγονότων και την υπαρξιακή αγωνία της οικογένειας για την μετέπειτα ζωή, κατανοώ τον φόβο και την άρνηση, κατανοώ τον πόνο που κρύβεται μέσα στα λεγόμενα της φίλης μου και στενοχωριέμαι, κατανοώ και υπομένω στωικά το χειμαρρώδες μακάβριο Χριστουγεννιάτικο ξέσπασμα, ανακατεύω νευρικά ένα φλιτζάνι πράσινο τσάι παρότι το πίνω σκέτο και ακούω, ακούω, ακούω … μέχρι που αναφέρει ένα αμύθητο χρηματικό ποσό που έχει ήδη δαπανηθεί για την εν λόγω αγορά και ένα ακόμα πιο αμύθητο που είναι διατεθειμένοι να δαπανήσουν για να πάρουν κάτι «καλύτερο». Εκεί μου φεύγει το κουταλάκι απ΄ το χέρι, δεν προλαβαίνω να μαζέψω τη γλώσσα μου και της λέω αυθόρμητα «και γιατί δεν αγοράζετε ένα περιβόλι;».
Εκείνη με κοιτάει αγριεμένη και μου λέει «Καλά τίποτα δεν έχεις ακούσει από όσα σου λέω τόση ώρα;».