Ήταν μεσάνυχτα 6 με 7 του Σεπτέμβρη 1833. Ο μοίραρχος Κλεόπας με σαράντα αρματωμένους ως τα δόντια τράβαγαν προσεκτικά και αμίλητοι για να πιάσουν το μεγαλύτερο κακούργο του τόπου μας! Αυτόν που όπως χαρακτηριστικά γράφει ο Δ. Φωτιάδης στην πρώτη σελίδα του βιβλίο του «ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ – Η ΔΙΚΗ ΤΟΥ», τις εικόνες του θα τις βρεις τώρα κρεμασμένες σ’ όλα τα σχολειά μας και τ’ αγάλματα του στημένα στις πλατείες μας. Τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη!
Ο Γέρος του Μοριά ζούσε λίγο έξω από το Ναύπλιο σε ένα ταπεινό σπιτάκι στην Πρόνοια, κοντά στην εκκλησιά του Άη Θεόδωρου που ο ίδιος έκτισε.
Εδώ αποτραβήχτηκε ο μπροστάρης της απελευθέρωσης όταν ήρθαν οι Βαυαροί και κατάλαβε πως δεν τον γούσταραν! «Ό,τι μπορούσα έκανα», γράφει στην σελίδα 196 των απομνημονευμάτων του που υπαγόρευσε στον Τερτσέτη.
«Έκαμα το χρέος μου προς την πατρίδα και εγώ και όλη η φαμελιά μου. Είδα την πατρίδα μου ελεύθερη, είδα εκείνο οπού ποθούσα και εγώ και ο πατέρας μου και ο πάππος μου και όλη η γενεά μου, καθώς και όλοι οι Έλληνες. Απεφάσισα να πάω εις ένα περιβόλι, οπού είχα έξω από τ’ Ανάπλι. Επήγα, εκάθισα και απερνούσα τον καιρό μου καλλιεργώντας, και ευχαριστούμην να βλέπω να προοδεύουν τα μικρά φυτά οπού εφύτευα».
Εκεί περνούσε κατάμονος τις ώρες του ο Κολοκοτρώνης, γιατί μετά τον ερχομό του Όθωνα σκόρπισε όλα τα παλληκάρια του. «Πηγαίνετε στο καλό, τους είπε, και να καθίσετε ήσυχοι στα σπίτια σας. Τώρα που ήρθε ο βασιλιάς θα γνωρίσει τους ανθρώπους και τα πράματα του τόπου μας και θ’ ανταμείψει τον καθένα κατά τις πράξεις του και τη δούλεψη του». Εκείνο λοιπόν το βράδυ είχε φτάσει για τον Γέρο του Μοριά η ώρα της ανταμοιβής!