Του Γιάννη Μακριδάκη
Γεννήθηκα και μεγάλωσα στο νησί της Χίου. Σε μια κοινωνία αστική, ιδιότυπα κλειστή ως νησιωτική, αλλά και στην πλειονότητά της κοσμογυρισμένη και με παγκόσμιες επιρροές ως ναυτική. Το νησί είχε το μεγαλύτερο ποσοστό από όλες τις πόλεις της Ελλάδας θανάτων από πείνα τον χειμώνα του 41 και το επίσης μεγαλύτερο ποσοστό προσφύγων πολέμου στη Μέση Ανατολή κατά την περίοδο 1941-46. Ο λόγος είναι ότι η κοινωνία της πόλης Χίου αποτελούνταν κατά μεγάλο ποσοστό της από οικογένειες αριστοκρατικής γενιάς και μιας ταχέως αναπτυσσόμενης, από τον μεσοπόλεμο ακόμη, αστικής τάξης, οι οποίοι είχαν μεγάλη σχέση με το χρήμα από το εμπόριο και την ναυτιλία, αλλά καμία σχέση με την πρωτογενή παραγωγή και τους φυσικούς πόρους, ώστε να μπορούν να τραφούν σε περιόδους οικονομικής ανέχειας. Ακόμη κυκλοφορούν στο νησί ιστορίες για κατσίκες στα χωριά δεμένες με γραβάτες καπεταναίων και για όρνιθες που γεννοβολάνε μέσα σε πιάνα τοποθετημένα στα κοτέτσια, λόγω του ότι οι πλούσιοι αστοί της πόλης αντήλλασσαν τα υπάρχοντά τους με τους χωρικούς για να πάρουν τρόφιμα.
Η Χίος όμως έχει επηρεαστεί καθοριστικά ως κοινωνία και από την ιστορική αλλά μη επίσημα αναγνωρισμένη γενοκτονία του 1822, όταν οι ορδές των Οθωμανών κατέσφαξαν και πούλησαν σε σκλαβοπάζαρα περί τις 60.000 ανθρώπους, ως πράξη εκδίκησης και παραδειγματισμού για το ότι ο ντόπιοι επιχείρησαν να επαναστατήσουν.