Όπως συμβαίνει παραδοσιακά, την ανακοίνωση των βάσεων εισαγωγής στα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα ακολούθησε μια ομοβροντία «αναλύσεων» στον ημερήσιο τύπο, συνοδευόμενη από παρεμβάσεις «ειδικών» της μέσης εκπαίδευσης, κυβερνητικών παραγόντων και εκπροσώπων της αντιπολίτευσης.
Το φαινόμενο αυτό, που είναι ανήκουστο για ευρωπαική χώρα του εικοστού πρώτου αιώνα, μπορεί κανείς να το ερμηνεύσει κατά δύο τρόπους: είτε ως εκδήλωση μιας τριτοκοσμικής νοοτροπίας που καλλιεργήθηκε από την πληθωριστική πολιτική που ακολούθησαν οι κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ στα εκπαιδευτικά από το ’81 και μετά, είτε ως έκφραση ενός πρωτογενούς «κοινωνικού άγχους» που συντηρείται λόγω υστέρησης φάσης, αφού η ανώτατη εκπαίδευση έχει παύσει εδώ και δεκαετίες να λειτουργεί ως μηχανισμός κοινωνικής ανέλιξης και βιοτικής ανόδου.
Είναι προφανές ότι οι πανελλαδικές εξετάσεις αποτελούν μια επώδυνη ψυχολογική δοκιμασία για τους εφήβους και έχουν σημαντικό οικονομικό κόστος για τις οικογένειές τους. Εκείνο όμως που είναι ακόμα πιο βασικό είναι ότι η προσπάθεια που καταβάλλουν οι μαθητές τις περισσότερες φορές αποβαίνει άκαρπη και είναι δυσανάλογα μεγάλη σε σχέση με το μαθησιακό κέρδος που αποκομίζουν προετοιμαζόμενοι για τις εξετάσεις. Αλλιώς, ακόμα και μια σκληρή δοκιμασία αυτού του τύπου μπορεί να άξιζε τον κόπο.
Εξίσου προφανές είναι ότι η διαδικασία της προετοιμασίας για τις πανελλαδικές εξετάσεις αποδυναμώνει το Λύκειο ως θεσμό. Αλλά το πιο σοβαρό ίσως δεν είναι αυτό, το κάπως «γενικό». Είναι το «ειδικότερο» ότι με το Λύκειο υποτιμημένο δεν υπονομεύονται μόνο οι εγκύκλιες σπουδές των μαθητών, αλλά και η «ετοιμότητα» -ή η αυτοεκτίμηση-των εκπαιδευτικών. Και οι μεν μαθητές θα φύγουν κάποτε από τα Σχολεία και θα έχουν ενδεχομένως άλλες εκπαιδευτικές ευκαιρίες. Οι δάσκαλοί τους όμως θα μείνουν και η αποκαρδίωση τους θα επηρεάσει τις επόμενες γενιές μαθητών.
Όλοι ομολογούν ότι η διαδικασία των εξετάσεων είναι τεχνικά αδιάβλητη. Δεν έχει όμως πλήρως κατανοηθεί ότι η αξιολογική και ηθική αμφισημία που περιβάλλει τις πανελλαδικές εξετάσεις («καλοί» και «κακοί» μαθητές, εισαγωγή σε «καλές» και «κακές» Σχολές, σπουδές με «καλές» και «κακές» επαγγελματικές προοπτικές) οδηγεί σε μεγάλες αστοχίες –που πολλές φορές συγκαλύπτονται από τη λάμψη μιας συγκυριακής βαθμολογικής επιτυχίας. Τα στοιχεία –αλλά και η κοινή εμπειρία- δείχνουν ότι οι υποψήφιοι κατατάσσονται στα Τμήματα και τις Σχολές με τρόπο που δεν αντιστοιχεί στις δεξιότητές τους ή στις δυνατότητες που υπάρχουν -ή δεν υπάρχουν- για την αξιοποίηση του ανθρώπινου κεφαλαίου στην κοινωνία.
Ο παραμορφωτικός φακός
Τα άτοπα που καταμετρήθηκαν παραπάνω δεν οφείλονται μόνο στους «ταξικούς φραγμούς», δηλαδή στην άνιση πρόσβαση που έχουν οι μαθητές στα «καλά σχολεία» και τα φροντιστήρια, ούτε σε λανθασμένο επαγγελματικό προσανατολισμό, αλλά σε μια σειρά «μύθων» και «αυτοματισμών» που έχουν εμπεδωθεί στην κοινωνία. Για παράδειγμα, φέτος η πιθανότητα «εύκολων» μεταγραφών εκτίναξε σε δυσθεώρητα ύψη τις βάσεις σε ορισμένα Τμήματα περιφερειακών Πανεπιστημίων που έχουν ομόλογα στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη. Εξηγήσιμο βέβαια αυτό, αν σκεφτεί κανείς ότι ο μισός σχεδόν πληθυσμός ζει στην Αττική και ότι τα οικονομικά περιθώρια έχουν στενέψει λόγω μνημονίων. Αλλά και εξόχως άστοχο, αν το ζητούμενο είναι η Παιδεία.
Όσοι έχουν ασχοληθεί συστηματικά με το θέμα υποστηρίζουν ότι τις βάσεις εισαγωγής στα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα δεν τις καθορίζουν ούτε οι μορφωτικές ανάγκες, ούτε η ακαδημαική παράδοση, αλλά ούτε και οι πραγματικοί όροι της αγοράς. Τις καθορίζει η ιδεολογικά παραμορφωμένη εικόνα αυτών των όρων στην κοινωνία. Οι υποψήφιοι και οι γονείς τους ψάχνουν για ένα «εύκολο» και «φτηνό» Πανεπιστήμιο, που να παρέχει όμως ταυτόχρονα καλές προοπτικές απασχόλησης μετά το πτυχίο. Το τραγικό δεν είναι μόνο ότι αυτός ο συνδυασμός δεν υπάρχει (παρά μόνο στη φαντασία τους), αλλά ότι η λογική ενός τέτοιου «win-win» δεν έχει σχέση με την Παιδεία.
Προς επίρρωση των παραπάνω, αν δει κανείς από πιο κοντά τα δεδομένα αποδεικνύεται ότι οι βάσεις εισαγωγής δεν έχουν πολλές φορές την παραμικρή σχέση με την ποιότητα του προγράμματος σπουδών και του διδακτικού-ερευνητικού προσωπικού που υπηρετεί σε ένα Τμήμα ή μια Σχολή. Αυτό το σημείο, που λόγω μιας κακώς εννοούμενης «ακαδημαϊκής αλληλεγγύης» δεν συζητείται δημόσια, πρέπει κάποτε να εξηγηθεί καθαρά. Ούτε όλα τα Τμήματα της επικράτειας είναι το ίδιο καλά από εκπαιδευτικής πλευράς ή από πλευράς ερευνητικής απόδοσης, ούτε όλοι οι πανεπιστημιακοί δάσκαλοι είναι το ίδιο ώριμοι και γνωστικά επαρκείς, ούτε όλα τα προγράμματα σπουδών είναι το ίδιο εκσυγχρονισμένα.
Δεν χρειάζεται καμία «αξιολόγηση» και καμία ΑΔΙΠ για να αποδειχθεί το (εμπειρικά) προφανές. Υπάρχουν στα περιφερειακά Πανεπιστήμια Τμήματα Θετικών Επιστημών που στελεχώνονται από πραγματικά άριστο προσωπικό και διαθέτουν πρωτοποριακά προγράμματα εκπαίδευσης, αλλά έχουν βάση εισαγωγής γύρω στο 10 -ή ελάχιστα παραπάνω. Υπάρχουν από την άλλη πλευρά Τμήματα σε Σχολές Επιστημών Υγείας ή ανθρωπιστικών σπουδών με μικρή έως ελάχιστη διεθνή αναγνώριση που ξεπερνούν (σε βάσεις) άλλες Σχολές με πολύ μεγαλύτερη απήχηση στο εξωτερικό.
‘Ενας παράγοντας που εκτρέπει τη λογική των υποψηφίων είναι τα λεγόμενα «επαγγελματικά δικαιώματα» που διαθέτουν ή δεν διαθέτουν οι απόφοιτοι των διαφόρων Τμημάτων. Αν και ακούγεται «αριστερό» και «εργασιακά δέοντολογικό», στην ουσία πρόκειται περί ενός μύθου. Δυστυχώς, στο δημόσιο κυριαρχούν ακόμα και τώρα οι πελατειακές σχέσεις και στην πραγματική αγορά εκείνο που αγοράζεται και πωλείται είναι η φτηνή εργασία, η «μαύρη» απασχόληση, η ετερο-απασχόληση κι όχι οι τίτλοι σπουδών. Εκτός όμως από τη μυθολογία περί επαγγελματικών δικαιωμάτων, ένας άλλος παράγοντας που επηρεάζει τις επιλογές των υποψηφίων είναι το εξής: oρισμένα Τμήματα και Σχολές έχουν τη φήμη του «εύκολου», ενώ άλλα του ιδιαίτερα «δύσκολου», με αποτέλεσμα να μην ελκύουν τους μαθητές. Στην πραγματικότητα, το «εύκολο» ή το «δύσκολο» δεν είναι το επιστημονικό αντικείμενο καθεαυτό, αλλά ο βαθμός ευκολίας ή δυσκολίας στις εξετάσεις που δίνουν στα επιμέρους μαθήματα οι φοιτητές που φοιτούν σε κάθε Τμήμα. Από φίλους και γνωστούς τα νέα περί «στρυφνών» Τμημάτων κυκλοφορούν από στόμα σε στόμα και οι μαθητές φροντίζουν να μην «ταλαιπωρηθούν» επιλέγοντας χαλαρό life style αντί για επιστημονικό αντικείμενο. Συνέπεια; Με το ένα και με το άλλο, η βαθμολογική επίδοση των υποψήφιων στις πανελλαδικές εξετάσεις και η τελική επιλογή κατεύθυνσης σπανίως αντιστοιχούν στα πραγματικά δεδομένα του συγκεκριμένου ακαδημαϊκού χώρου στον οποίο εντάσσονται. Για αυτό και όποιος πανεπιστημιακός έχει κάνει ποτέ εξετάσεις σε πρωτοετείς και δευτεροετείς φοιτητές με μέσο όρο εισαγωγής πάνω από 18.5 γνωρίζει πολύ καλά ότι η περίφημη κατηγορία του «crème de la crème» απλώς δεν υπάρχει.
Το κλειδί
Αν όλες αυτές οι παρεκκλίσεις προκύπτουν από μια ιδεολογική συνθήκη που προβάλλει παραμορφωμένα τα δεδομένα του ακαδημαϊκού χώρου (αλλά και της αγοράς) ανάλογα με τη συγκυρία, τί θα μπορούσε να κάνει κανείς πέρα από το να περιμένει ένα «θαύμα»; Αν θέλουμε να μιλήσουμε με ειλικρίνεια θα πρέπει να πούμε ότι για να αντιμετωπιστούν οι χρόνιες δυσλειτουργίες στη μέση και την ανώτατη εκπαίδευση είναι απαραίτητο να υιοθετηθεί η ελεύθερη πρόσβαση στο Πανεπιστήμιο. Όσο κι αν είναι τεχνικά δύσκολη, όσο κι αν ακούγεται πολύ «ελευθεριακή» στα συντηρητικά αυτιά μας, μόνο αυτή η μέθοδος θα λύσει μια για πάντα τα περισσότερα από τα χρόνια προβλήματα που αναφέρθηκαν, γιατί οι φοιτητές θα έχουν την ευκαιρία να δουν από μέσα το κάθε Τμήμα και Σχολή, να επανεκτιμήσουν τα δεδομένα τους και να συγκεκριμενοποιήσουν τα ενδιαφέροντά τους. Το επιχείρημα ότι η ελεύθερη εισαγωγή θα «πλημμυρίσει» ορισμένες Σχολές και θα «απογυμνώσει» άλλες ισχύει (ίσως) για τα πρώτα δύο χρόνια. Μετά, όλοι θα κάνουν τον λογαριασμό τους κι ο λογαριασμός αυτός θα είναι ο σωστός.
Η ελεύθερη πρόσβαση δεν πάει όμως μόνη της. Θα πρέπει να είναι μέρος μιας δέσμης μέτρων, που θα ληφθούν παράλληλα με τον νέο θεσμό, για να τον προφυλάξουν και να τον ουσιαστικοποιήσουν. Καταρχήν, θα πρέπει να θεσπιστεί ένα εντελώς νέο θεσμικό πλαίσιο για τη λειτουργία του Σχολείου και του Πανεπιστημίου και να αναπτυχθούν καινούργιες δομές που θα είναι εναρμονισμένες με την ελεύθερη εισαγωγή στα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα. Πέρα όμως (και ενδεχομένως πριν) από αυτό, μας χρειάζεται μια νέα, ενιαία, Αρχή αξιολόγησης και πιστοποίησης των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων που δεν θα ακολουθεί το γραφειοκρατικό και πολιτικά αμφιλεγόμενο πρότυπο της ΑΔΙΠ, αλλά θα αμφισβητεί, θα επεξεργάζεται και θα αναλύει ενδελεχώς τα στοιχεία που της προσφέρονται από τις σχολικές μονάδες και τα Πανεπιστήμια και θα τα συμπληρώνει με πληροφορίες που συγκεντρώνει με δική της πρωτοβουλία μέσω «δουλειάς πεδίου». Το να γνωρίζει η κοινωνία ανάγλυφα τη σχολική πραγματικότητα και το ακαδημαϊκό τοπίο είναι ένα απαραίτητο πρώτο βήμα για να πάρει η εικόνα των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων τις πραγματικές της διαστάσεις. Κι αυτό δεν μπορεί να γίνει χωρίς την αμερόληπτη καταγραφή και επεξεργασία ενός πλήθους ποσοτικών και ποιοτικών στοιχείων –τα οποία, το επαναλαμβάνω, θα είναι πολύ διαφορετικά από εκείνα με τα οποία ασχολείται σήμερα η ΑΔΙΠ. Ακούγεται ίσως αφοριστικό, αλλά είναι η πικρή αλήθεια: όποιος ισχυρίζεται ότι όλοι και όλα στην εκπαιδευτική κοινότητα είναι ήδη αξιολογημένα και έχουν καλώς, ή κάνει σοβαρό λάθος, ή υπηρετεί ιδιοτελή συμφέροντα.
Η «μεταρρύθμιση της καθημερινότητας»
Η αλλαγή του συστήματος εισαγωγής στα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα, το νέο ρυθμιστικό πλαίσιο που θα διέπει τη λειτουργία τους και η αξιολόγηση των εκπαιδευτικών μονάδων είναι βέβαια ευθύνες της Πολιτείας. Αν όμως κάτι τέτοιο δεν προκύπτει από τους πολιτικούς και τους άλλους συσχετισμούς, οι ίδιοι οι δημόσιοι λειτουργοί θα πρέπει να κάνουν ό,τι μπορούν για να εντάξουν αυτά τα θέματα στην πολιτική ατζέντα. Και ο καλύτερος δρόμος για προχωρήσει η υπόθεση της Παιδείας με έναν τέτοιο τρόπο είναι να αρχίσει η εκπαιδευτική κοινότητα να επικοινωνεί με τον εαυτό της, να ασχολείται με θέματα πέραν των στενά συνδικαλιστικών, να συντονίζεται με άλλες συλλογικότητες και να παίρνει τολμηρές πρωτοβουλίες που ξεπερνούν το «πρωτόκολλο» και την «πολιτική ορθότητα». Θα καταλάβουμε ότι κάτι καλό συμβαίνει όταν διαπιστώσουμε ότι εκτός από καταγγελίες αρχίζουν να εμφανίζονται και κάποια ίχνη αυτο-αξιολόγησης και αυτο-κριτικής, μια καλώς εννοούμενη αυστηροποίηση της εκπαιδευτικής διαδικασίας και, βέβαια, συγκεκριμένες και παραγωγικές προτάσεις, στο πλαίσιο μιας «μεταρρύθμισης της καθημερινότητας».
Απουσία ενός «μεγαλειώδους» μαζικού κινήματος στα Σχολεία και τα Πανεπιστήμια, τρεις πρακτικές προσεγγίσεις για να μη μείνουν όλα αυτά στο επίπεδο των ευχών θα ήταν οι εξής.
Πρώτον, η διατύπωση στοιχειωδών «σχεδίων νόμου» από μεικτούς πυρήνες λειτουργών της μέσης και της ανώτατης εκπαίδευσης, χωρίς να περιμένουμε οι συνδικαλιστικές οργανώσεις τους να συμφωνήσουν ομόφωνα σε εκείνα που, για πολιτικίστικους ή καθαρά συντεχνιακούς λόγους, δεν πρόκειται να συμφωνήσουν ποτέ.
Δεύτερον, η έναρξη ενός ζωηρού διαλόγου με πυρήνες «εκπαιδευτικής αμφισβήτησης» που ενεργοποιούνται στο εξωτερικό.
Και τρίτον, το πιο δύσκολο, η δια του ιδίου παραδείγματος παρεμβάσεις, δηλαδή η ανάληψη καινοτόμων πρωτοβουλιών σε κάθε σχολική και πανεπιστημιακή «τάξη» για να αντιδιαστέλλεται διαρκώς και με την απαιτούμενη έμφαση το πραγματικά ποιοτικό από το «μεγαλόστομο» και το επιτηδευμένο. Αν οι προσπάθειες αυτές ευοδωθούν, μαζικό κίνημα στα Σχολεία και τα Πανεπιστήμια θα υπάρξει, αλλά αυτή τη φορά θα είναι συγκροτημένο σε στέρεες βάσεις. Αν όχι, θα ζούμε -όπως τώρα- την παραφθορά του.
Θα ρωτήσετε: δεν έχουν τα κόμματα και οι πολιτικές οργανώσεις έναν ρόλο σε αυτή τη διαδικασία; Ασφαλώς! Αλλά ο ρόλος αυτός δεν μπορεί να μεταφράζεται σε υποκατάσταση της εκπαιδευτικής κοινότητας από τα κομματικά επιτελεία, ούτε στη μηχανιστική μεταφορά προβλημάτων που αφορούν άλλους τομείς της κοινωνικής ζωής –και άλλα υποκείμενα- στον χώρο της Παιδείας. Όπως και στο μεγάλο θέμα της δημόσιας Υγείας, έτσι κι εδώ, τα κόμματα –και ιδιαίτερα εκείνα της Αριστεράς- θα μπορούσαν να λειτουργήσουν ως «ολοκληρωτές» μιας διαδικασίας που έχει ξεκινήσει από τη βάση, συνθέτοντας επιμέρους προτάσεις και προσθέτοντας γενικότερες πρόνοιες που χρειάζονται για να συνδεθεί η Παιδεία (που, το υπογραμμίζω, είναι αυταξία) με τη βελτίωση της ποιότητας ζωής και την προκοπή ολόκληρης της κοινωνίας.
Πηγή:http://tvxs.gr/news/egrapsan-eipan/lathos-baseis
#Οι υπογραμμίσεις δικές μου#
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.