Κυριακή 24 Αυγούστου 2014

Ελληνικός παράδεισος δεν υπάρχει


Στην ακροποταμιά του Αχέροντα, κάθε χώρα έχει τις δικές τις μαύρες βάρκες που πηγαίνουν τους υπηκόους της, όταν συμβεί το μοιραίο, στον κάτω κόσμο. Εύκολα μπορείς να βρεις το μέρος που είναι αραγμένες οι μαύρες βάρκες της πατρίδας σου από τη σημαία που κυματίζει παραδομένη στο ελαφρύ αεράκι που έρχεται από το Ιόνιο πέλαγος.

Σταμάτησα λοιπόν μπροστά στη σημαία μας και περίμενα πότε οι έλληνες Χάροι θα τελειώσουν ένα επιτραπέζιο παιχνίδι που έπαιζαν. Ήταν μαζεμένοι σε μια από τις βάρκες και γελούσαν οι αθεόφοβοι και καμιά σημασία δεν μου έδιναν. Κάποια στιγμή ο πιο νέος Χάρος με πλησίασε. Σημείωσε πρόχειρα το όνομά μου και ξεκινήσαμε. Βολεύτηκα κακήν κακώς σε μια άκρη της βάρκας του, ανάμεσα από καφάσια με άδειες μπύρες, πεταμένα παραγάδια, μπότες, πλαστικά σακουλάκια από πατατάκια, σαγιονάρες, νεκροκεφαλές (δώρο ενός μεξικάνου φίλου του) και μόλις ξανανοιχτήκαμε λιγάκι, έβαλε στο CD τον Γλάρο, ένα τραγουδάκι χαρούμενο που τραγουδούσε τόσο τσαχπίνικα η Αλίκη Βουγιουκλάκη:


«Αν και δεν επιτρέπεται άλλη μουσική από κλασική ή όπερα εμείς χώνουμε και κανένα χαρούμενο τραγουδάκι» μου εξήγησε γελώντας και μου πρόσφερε μια μπύρα. Αφού κάναμε σχεδόν τον διπλάσιο χρόνο από ότι συνήθως έκαναν οι βάρκες των άλλων χωρών, μια να δούμε τις φωλιές των πουλιών που κρέμονταν από τα κλαδιά των δένδρων, μια να δούμε αν έπιασε τίποτε στα παραγάδια που είχε ρίξει στον ποταμό (κι αυτό απαγορευόταν), φτάσαμε σε μια πελώρια πύλη που οδηγούσε στον κάτω κόσμο. «Ελληνική κόλαση και παράδεισος» έγραφε η πινακίδα. Δίπλα ήταν η τουρκική πύλη, «Τουρκική κόλαση και παράδεισος» έγραφε η πινακίδα. Στο βάθος διέκρινα την ιταλική, τη γερμανική και τη σουηδική πύλη.

Κατέβηκα δυο σκαλιά και βρέθηκα πρόσωπο με πρόσωπο με τον υπεύθυνο της ελληνικής κόλασης και του ελληνικού παραδείσου. «Περάστε» μου είπε και μου έδειξε κατευθείαν την πόρτα της κολάσεως. «Δεν γίνεται» ψέλλισα και του έδειξα με όση δύναμη μου είχε απομείνει την πόρτα του παραδείσου. «Τσου κύριε, ο παράδεισος είναι κλειστός για όλους τους έλληνες, άλλωστε δεν έχει τίποτε μέσα, δεν λειτουργεί». Έκανα να του δώσω κάτι μήπως και.. αλλά με πρόλαβε: «Δώσεις, δε δώσεις στην κόλαση θα πας».

Τον πρώτο γνωστό που συνάντησα καθώς μπήκα στη κόλαση ήταν ο μπακάλης της γειτονιάς μου, ο καλύτερος άνθρωπος του κόσμου. Χάρηκα που τον είδα. «Και συ στην κόλαση;» τον ρώτησα έκπληκτος. «Λένε ότι δεν υπάρχει ελληνικός παράδεισος» μου απάντησε και προχωρήσαμε παρέα στα ενδότερα. Άλλοι κολασμένοι έπαιζαν ρακέτες, άλλοι επιτραπέζια, άλλοι γυμνάζονταν ή διάβαζαν και οι διάολοι και οι διαολίνες, με μαύρα ρούχα και κόκκινες ουρίτσες, τους σέρβιραν ποτά, καφέδες και αναψυκτικά, λες κι ήταν γκαρσόνια σε μεγάλα τουριστικά ξενοδοχεία. Ούτε καζάνια να βράζουν, ούτε οιμωγές ακούγονταν, ούτε συριγμοί μαστιγίων, ούτε στριγγλιές βασανιστηρίων. Μόνο λίγη υγρασία παραπάνω είχαν οι τοίχοι και η οροφή σε μερικά σημεία. Δεν είναι κι άσχημα, σκέφθηκα. «Πράγματι δεν είναι άσχημα», μου ψιθύρισε μια διαολίνα από την Πάτρα που μάντεψε τη σκέψη μου και συνέχισε: «Δεν είναι όλες οι κολάσεις σαν τη δική μας. Αν δεις τη γερμανική θα τρομοκρατηθείς. Εκεί έχουν και καζάνια και βασανιστήρια. Αλλά αυτοί έχουν και παράδεισο».

Γίναμε φίλοι με την διαολίνα και με τον καιρό η σχέση μας δυνάμωσε. Αλλά η σκέψη μου ήταν στον παράδεισο. Έτσι είναι η ψυχή του ανθρώπου, ονειροπόλα και σε διαρκή αναζήτηση, έστω κι αν το σώμα δεν ακολουθεί. Με τα πολλά, την έπεισα να δούμε τον ελληνικό παράδεισο αν και με βεβαίωνε με πείσμα, όπως κι όλοι οι άλλοι, ότι δεν υπήρχε τίποτε εκεί μέσα. Δεν μπορούσα όμως να κατανοήσω γιατί να μην υπάρχει ελληνικός παράδεισος, ενώ όλες οι άλλες χώρες, απ ́ ότι έλεγαν, είχε η κάθε μια τον δικό της. Ένα βράδυ την κοπάνησα παρέα με την διαολίνα μου και από μυστικό δρομάκι φτάσαμε στην πόρτα του παραδείσου. Την ανοίξαμε και βρεθήκαμε σε μια πανέμορφη μαρμάρινη σκάλα, που γυάλιζε μόνη κι έρημη μέσα στο απέραντο σκοτάδι. «Είναι φτιαγμένη από τον Φειδία» με ενημέρωσε η διαολίνα. Ανεβήκαμε τα σκαλιά και με κόπο έσυρα την καταπακτή.

Μυρωδιές από σπάρτα, δενδρολίβανο και θρούμπι με τύλιξαν και καθώς ξεπρόβαλα λιγάκι, φως, φως μαγευτικό της αυγής και αρμύρα της θάλασσας μ’ άγγιξαν κι άκουγα καθαρά τα πουλιά να κελαηδούν λίγο πριν το ξημέρωμα. Από μακριά φαινόταν το Σούνιο και ο ναός του Ποσειδώνα. «Το Σούνιο», λέω έκπληκτος στην διαολίνα. «Χρόνια» μου εξήγησε αυτή «αγωνίζονται με πείσμα να φτιάξουν τον ελληνικό παράδεισο. Ξόδεψαν δισεκατομμύρια αλλά ποτέ μέχρι τώρα δεν τα κατάφεραν. Πάντα, αυτό που φτιάχνουν υστερεί από αυτό που βλέπεις. Γι αυτό έχουμε μόνο ελληνική κόλαση εδώ κάτω. Παράδεισος γιοκ για ώρες». «Να την κάνω;» τη ρωτάω. «Και δεν φεύγεις; Σκέψου μονάχα μην το μετανιώσεις». «Έλα μαζί μου» της πρότεινα και για να τη δελεάσω της είπα ότι έχουν συναυλία οι Dead Can Dance στο Ολυμπιακό στάδιο. Προβληματίστηκε για λίγο αλλά δεν μ’ ακολούθησε. Δεν ήταν εύκολο να εμπιστευθεί έναν δραπέτη και ν’ αλλάξει αιώνων συνήθειες.

Πηγή:http://www.toportal.gr/?i=toportal.el.kosmos&id=5248

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.