Κυριακή 31 Αυγούστου 2014

Πόσο να περιμένω για έναν καφέ...


Της Μάρθας Αυγήτα

... ένα τέταρτο κάθομαι εδώ πέρα και ούτε για παραγγελία δεν έχει έρθει. Κοίτα τον, κάθεται και καπνίζει σαν να μην συμβαίνει τίποτα. Αν ήμουν καμιά μικρούλα τροφαντή, θα’χες τρέξει, καημένε.  Και να πεις πως έχει δουλειά το μαγαζί. Μόνη μου είμαι, εδώ και ώρα. Ε, δεν πάει άλλο, θα διαμαρτυρηθώ.
— Συγγνώμη, παρακαλώ. Μπορώ επιτέλους να παραγγείλω;
Μα δεν μου απαντάει καν. Θα φύγω απ’το παλιομάγαζο. Κι είναι τόσο ωραία εδώ. Φυσάει αεράκι και βλέπω λίγο τη θάλασσα και το λιμάνι.
. . . . .

Από τότε που πήρα μετάθεση σ’αυτό το νησί θα έλεγε κανείς σαν να εξαφανίστηκε η θάλασσα. Όλη μέρα στην υπηρεσία και το βράδυ στο νοικιασμένο σπίτι. Σπάνια να έχω όρεξη και κουράγια να βγω. Θυμάμαι την πρώτη μου μετάθεση, με τι χαρά εγκαταστάθηκα στην Λέρο. 28 χρονών ήμουν και έβλεπα όλο θαύματα μπροστά μου. Πέρναγαν οι μέρες κι ήταν λες και ζούσα σε μυθιστόρημα. Φιλίες, ξενύχτια, ομορφιά και πάθη. Και πέρασα 3 μαγικά χρόνια εκεί, στην πρώτη μου μετάθεση. Και θυμάμαι καθαρά να αποφασίζω πως έτσι θα ζω: θα γυρίζω από νησί σε νησί μέχρι να γεράσω.

Δεν είναι ότι έχω κουραστεί ακριβώς. Δεν έχω πάψει να ζητάω αλλαγές. Αλλά να, φέτος στα 48 είναι λίγο πιο βαριά τα πόδια μου. Δεν με ρουφάνε τόσο τα τοπία, οι άνθρωποι είναι λίγο βαρετοί, τα πάθη σαν μια τρύπια σακούλα. Προχθές στην προκυμαία που κατέβηκα για κάνα χταπόδι απ’τον Ηλία, κοίταζα τα γυαλιά στο τουριστικό. Αυτά τα πλαστικά, του ηλίου. Και σκέφτηκα να πάρω ένα ζευγάρι απ’αυτά τα μεγάλα, τα μαύρα. Που στολίζουν τις τουριστριούλες, να στολίσουν και μένα. Και δοκίμασα 5-6 αλλά κανένα δεν μου ταίριαξε. Η Βούλα, η μαγαζατόρισσα με κοίταζε στωικά και με φώναξε λίγο μέσα, να πούμε καμιά κουβέντα. Μπήκα λίγο βαριεστημένα γιατί σκεφτόμουν το χταπόδι με το κοφτό μακαρονάκι που έπρεπε να φτιάξω.
 Μιλήσαμε ανόρεχτα και τυπικά στην αρχή αλλά μετά από λίγο, έσκυψε σ’ένα συρτάρι κι έβγαλε κάτι γυαλιά ηλίου να μου τα δώσει. Κάτι καφέ, πιο κλασσικά, πιο γεροντίστικα. Μου τα έδωσε στο χέρι και μου ψιθύρισε συνένοχα : Ο Χρόνος δεν είναι Πηνελόπη.

Τα πήρα τα γυαλιά, τα φόρεσα και τα πλήρωσα αμέσως χωρίς να κοιτάξω στον καθρέφτη της.  Γύρισα σπίτι και δεν τα έβγαλα για ώρα, ακόμα και μέσα που ήμουν. Γιατί η ντάλα, στο νησί με τις άσπρες αυλές που βλέπω απ’το παράθυρο της κουζίνας, είναι πολλές φορές κουραστική. Κι αυτό το καφέ τζάμι στα μάτια σαν να με ανακουφίζει. Λίγο αργότερα ήρθε κι ο Γιώργος. Του είχα υποσχεθεί το χταποδάκι και το περίμενε πως και πως. Συνάδελφος ο Γιώργος. Μονότονος και λίγο κουρασμένος για τα γούστα μου. Ποια γούστα μου; Αυτά  που μείνανε. Σαν άδειο πιάτο με απομεινάρια μετά από νόστιμο γλέντι. Παρέες κάνω, ό,τι  μου δίνεται το παίρνω, σχεδόν σαν συλλέκτης. Και ηρεμούν τα γούστα μου και ξεγελιούνται. 
. . . . .

Αυτόν τον καφέ, όση ώρα έκανα να τον παραγγείλω άλλο τόσο κάνουν και να τον φέρουν. Δεν ξανάρχομαι εδώ. Είναι τόσο όμορφα αλλά δεν ξανάρχομαι. Δεν μπορεί να χάνω τόσο χρόνο για ένα καφέ. Θέλω να με προσέχουν, πελάτισσα είμαι, πρέπει να με προσέχουν.  Νάτος ο αργόσχολος . Ατάραχος, λες και δεν πειράζει που περιμένω τόση ώρα. Ας πιω δυο γουλιές μαζεμένες να ηρεμήσω. Να ακουμπήσω και την πλάτη μου λίγο πίσω γιατί άρχισε να πονάει πάλι.
. . . . .

Ο Γιώργος μου θυμίζει λίγο το Νίκο. Συνάδελφος κι αυτός, πριν χρόνια στη Χίο. Μελαχρινός και πολυλογάς. Τότε που τα πράγματα ήταν πιο απλά με τους άντρες. Κάναμε αρκετή παρέα και συχνά-πυκνά και λίγο σεξ. Το ένα δεν εμπόδιζε το άλλο και όλα έμοιαζαν τόσο φυσικά. Είχε δυο λαμπερά μάτια που έλιωνα να με κοιτούν. Μετά τη λήξη της  μετάθεσής του αποφάσισε να μείνει λίγο ακόμα και βολεύτηκε εύκολα στο σπίτι μου. Περνούσαμε τις νύχτες με τσιγάρα και ποτά και ήταν όμορφα και ήσυχα αλλά μαζί και συναρπαστικά. Ένας γλυκός άντρας, παθιασμένος με όλα. Σιγά σιγά αυτό το πάθος του γέμισε τη ζωή μου. Το «λίγο ακόμα» έγινε πολύ και πέρασαν μήνες έτσι. Κοντά 1 χρόνος. Εγώ κι ο Νίκος.

Δεν είχαμε πει ποτέ μεγάλα λόγια. Δεν υπήρχε λόγος άλλωστε. Έμοιαζαν όλα να γίνονται όπως θα ‘πρεπε να γίνουν. Μόνο ένα ξημέρωμα, στη θάλασσα που πλέαμε αγκαλιά, που με κράταγε με την πλάτη μου κολλημένη στην κοιλιά του, να βλέπουμε κι οι δυο την ανατολή, μου είπε «Θέλω να ξέρεις ότι είσαι το πιο σημαντικό κομμάτι της ζωής μου». Ανατολή δεν είδα. Έκλεισα τα μάτια και ανέπνευσα την ευτυχία.

Είχα καιρό να θυμηθώ τον Νίκο, τι με έπιασε σήμερα; Για πολλά καλοκαίρια καθόμουν στα λιμάνια και ονειροπολούσα πως τον έβλεπα να κατεβαίνει από το πλοίο που έδενε. Στις ταβέρνες σκεφτόμουν πως γυρνάω το κεφάλι και τον βλέπω να πλησιάζει χαμογελαστός. Η πόρτα που χτυπούσε όταν μια γειτόνισσα ερχόταν για χαζολοϊ μεταμορφωνόταν σε πύλη που ξεπρόβαλε απροειδοποίητα, ξανά και ξανά. Και τώρα να, εδώ στο καφενείο του αργόσχολου, κάθομαι και πλέκω πάλι σενάρια. Το ζάρωμα γύρω απ’τα μάτια φαίνεται δεν έχει φτάσει ακόμα στην καρδιά.  Κι αυτό το παραμύθι, το όνειρο που έρχεται και ξαναφεύγει, να το κρατάω ζωντανό. Πως αποφάσισα να αφήσω τόσο χώρο σ’ έναν Νίκο, πως αποφάσισα να γίνω Πηνελόπη;

Ο Νίκος έφυγε με μετάθεση λίγο καιρό μετά. Δεν  άφησε υποσχέσεις, ούτε κλάματα και εντάσεις. Το βράδυ της Τετάρτης, λίγες ώρες πριν πάρει το καράβι για Μυτιλήνη, καθίσαμε στον Θεοδόση, στο λιμάνι, για λίγο κρασί και σουπιές με σπανάκι. Μιλούσαμε σαν να μην ήταν να φύγει. Πάντα έτσι μιλούσαμε. Σαν να μην υπήρχε χρόνος. Περνούσαν τ’αυτοκίνητα και κάνανε σειρές το ένα δίπλα στο άλλο για επιβίβαση.  Βαριεστημένοι όλοι και νυσταγμένοι στις 4 τη νύχτα. Κι εμείς γεμάτοι, απ’αυτό, το δικό μας.
Τον χαιρέτησα το επόμενο βράδυ τελικά γιατί εκείνο το βράδυ της Τετάρτης δεν έφυγε. Γυρίσαμε σπίτι δίνοντας μια μικρή αναβολή. Την επόμενη έφυγε μόνος του, χωρίς κρασί και σουπιές και χωρίς εμένα στο λιμάνι.
. . . . .

Ας πιω την τελευταία μου γουλιά κι ας ξεκινήσω για το σπίτι. Μεσημέριασε ήδη. Ας γυρίσω το κεφάλι αργά, κινηματογραφικά, μην και τον δω να έρχεται από το δρόμο. Μπα. Κανείς μεσημεριάτικο. Ούτε οι σκιές δεν καταδέχονταν να βγουν στον κάθετο ήλιο. Κι όμως, εγώ επιμένω. Μαζεύω σιγά-σιγά τα τσιγάρα μου, τα καφέ μου γυαλιά και το καπέλο για τον ήλιο. Σηκώνομαι. Ανηφορίζω στο κουτούντο να κόψω δρόμο για το σπίτι. Να γδυθώ, να κλείσω τα παντζούρια, να πέσω στο κρεβάτι. Να κλείσω τα μάτια και να περιμένω. Πόσο ωραία είναι να περιμένω. Γιατί το είχα ξεχάσει;Αν υπάρχει μια Πηνελόπη που περιμένει,  τότε πάντα -μα πάντα- θα υπάρχει ένας Οδυσσέας να επιστρέφει.

Πηγή:http://www.toportal.gr/?i=toportal.el.koinwnia&id=5286

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.