Γράφει ο Σταύρος Λυγερός
Μπορεί οι εμπειρογνώμονες στο Μοντ Πελεράν να ολοκλήρωσαν την καταγραφή των εκατέρωθεν θέσεων για την εξωτερική πτυχή του Κυπριακού (εγγυήσεις, στρατεύματα, ασφάλεια) και να έθεσαν τα βασικά ερωτήματα, αλλά τίποτα δεν προδιαγράφει γεφύρωση του χάσματος που επιβεβαιώθηκε στη διάσκεψη της Γενεύης. Στην πραγματικότητα, η διαδικασία των εμπειρογνωμόνων είναι ένας τρόπος να συντηρηθεί η δυναμική της διαπραγμάτευσης.
O Έιντε (ειδικός απεσταλμένος του γενικού γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών) και το επιτελείο του έχουν ήδη καταγράψει τις εκατέρωθεν θέσεις και έχουν επεξεργασθεί φόρμουλες με σκοπό να σύρουν την Αθήνα να αποδεχθεί “ολίγες τουρκικές εγγυήσεις και ολίγα τουρκικά στρατεύματα”. Υπενθυμίζουμε ότι σ’ αυτή τη γραμμή είχε κινηθεί το προηγούμενο διάστημα και ο Αναστασιάδης. Απόδειξη αυτού είναι το σχετικό non paper που είχε παραδώσει στη Γραμματεία του ΟΗΕ. Μία τέτοια φόρμουλα προωθήθηκε στη Γενεύη από τον Έιντε με τη βοήθεια του υπουργού Εξωτερικών της Βρετανίας Τζόνσον.
Για την Αθήνα, όμως, η θέση «όχι εγγυήσεις, όχι τουρκικά στρατεύματα» είναι θεμελιώδης θέση. Ο Κοτζιάς, μάλιστα, είχε φροντίσει από το 2015 να την εγγράψει στην ατζέντα του Κυπριακού. Για να την ενισχύσει, μάλιστα, απέφυγε επιμελώς να αναμιχθεί έστω και συμβουλευτικά στις διακοινοτικές διαπραγματεύσεις για τις εσωτερικές πτυχές του Κυπριακού.
Συνηθισμένοι από τις ελληνικές υπαναχωρήσεις, οι εμπλεκόμενοι διεθνείς παίκτες θεωρούσαν για ένα μεγάλο διάστημα τη θέση του Κοτζιά διαπραγματευτικό ελιγμό με σκοπό την εξασφάλιση ανταλλαγμάτων σ’ άλλα ζητήματα. Θεωρούσαν, λοιπόν, ότι στη διαδρομή θα χανόταν με τη βοήθεια κάποιας διπλωματικής φόρμουλας για να διασωθούν τα προσχήματα. Όταν, όμως, οι διαπραγματεύσεις εισήλθαν στην τελική ευθεία διαπίστωσαν ότι η Αθήνα εννοούσε αυτό που έλεγε.
Ήταν τότε που η αμερικανική διπλωματία επιχείρησε να πείσει τον Τσίπρα να παρακάμψει τον υπουργό Εξωτερικών. Ο Έλληνας πρωθυπουργός δέχθηκε τέτοια έμμεση πλην σαφή σύσταση από τον απελθόντα Αμερικανό αντιπρόεδρο Μπάιντεν. Προς αυτή την κατεύθυνση κινήθηκε δραστήρια και η υφυπουργός Νούλαντ.
Στο ίδιο μήκος κύματος και ο Αναστασιάδης, ο οποίος φρόντισε να έχει συχνές συναντήσεις και συνομιλίες με τον Τσίπρα, κατά τη διάρκεια των οποίων προσπάθησε να τον πείσει για τη δική του πολιτική. Παραλλήλως, οι γνωστοί “ανανικοί” κύκλοι σε Κύπρο και Ελλάδα άρχισαν να στοχοποιούν τον Κοτζιά, κατηγορώντας τον σαν εθνικιστή που επιχειρεί να τορπιλίσει τη λύση. Σύμφωνα με αξιόπιστες πληροφορίες, οι σχετικές επιθέσεις είχαν την ευλογία και του προεδρικού μεγάρου της Λευκωσίας και της ηγεσίας του ΔΗΣΥ. Στο ίδιο μήκος κύματος και ο επικεφαλής του ΑΚΕΛ Άνδρος Κυπριανού, τον οποίο ο Κοτζιάς λίγο καιρό πριν θεωρούσε ότι είχε πείσει. Σ’ αυτό το παιχνίδι συνέπραξαν και κύκλοι του ΣΥΡΙΖΑ, οι οποίοι, στο όνομα της καταπολέμησης του εθνικισμού, είχαν υποστηρίξει το σχέδιο Ανάν και συνεχίζουν να υποστηρίζουν λύση τύπου Ανάν.
Σύμφωνα με αξιόπιστες πληροφορίες, για ένα διάστημα ο Τσίπρας ήταν με το ένα πόδι στη γραμμή του Κοτζιά και με το άλλο στη γραμμή του Αναστασιάδη. Μη έχοντας επαρκή γνώση του Κυπριακού και ακριβή συνείδηση του εθνικού διακυβεύματος, αρχικά κινήθηκε σαν γεφυροποιός. Είχε, ωστόσο, λάβει το έμμεσο πλην σαφές μήνυμα από τον υπουργό του ότι δεν ήταν διατεθειμένος να συνυπογράψει τουρκικές εγγυήσεις.
Σύμφωνα με πηγή του Μαξίμου, ο Τσίπρας θεωρεί τον Κοτζιά πολύ δύσκολο χαρακτήρα και τη συνεργασία μαζί του μία μικρή δοκιμασία. Από την άλλη πλευρά, όμως, θεωρεί ότι σε γενικές γραμμές τα έχει πάει καλά στο υπουργείο Εξωτερικών. Εάν σ’ αυτό προστεθεί και το γεγονός ότι ο πρωθυπουργός γενικά αποφεύγει κινήσεις που ενδεχομένως να προκαλούσαν κάποιο ρήγμα στην κοινοβουλευτική πλειοψηφία, γίνεται κατανοητός ο λόγος που στον τελευταίο ανασχηματισμό τον διατήρησε στο αξίωμά του.
Εκτός αυτών, ο Τσίπρας θεωρεί λογική τη θέση ότι η Κυπριακή Δημοκρατία δεν χρειάζεται εγγυήσεις και ότι πρέπει να αποχωρήσουν τα τουρκικά στρατεύματα. Στο πλαίσιο αυτό είχε υιοθετήσει και την εισήγηση του Κοτζιά για εκ των προτέρων συνάντηση με τον Ερντογάν, προκειμένου να διαπιστωθεί εάν η διάσκεψη για την εξωτερική πτυχή του Κυπριακού θα είχε προοπτική επιτυχίας.
Όταν στο δείπνο της 1ης Δεκεμβρίου ο Αναστασιάδης έσπασε την από κοινού χαραγμένη γραμμή Αθήνας-Λευκωσίας και συμφώνησε με τον Έιντε και τον Ακιντζί να συγκληθεί πενταμερής διάσκεψη στις 12 Ιανουαρίου, ο Τσίπρας δεν αντέδρασε δημοσίως. Θεώρησε, όμως, το γεγονός ως επιβεβαίωση των επιφυλάξεων του Κοτζιά για τον ρόλο του Κύπριου προέδρου. Το γεγονός αυτό τον έφερε πιο κοντά στη θέση του υπουργού του.
Στη συνέχεια, η άρνηση του Ερντογάν να συναντηθεί με τον Τσίπρα και η ανελαστική στάση του Τσαβούσογλου στη Γενεύη διέψευσαν συνεργάτες του πρωθυπουργού και όσους άλλους του είχαν καλλιεργήσει την εντύπωση ότι αν η Αθήνα υιοθετούσε μία ελαστική γραμμή θα προέκυπτε συμφωνία. Ήταν οι ίδιοι κύκλοι που του καλλιεργούσαν τον φόβο πως η γραμμή Κοτζιά θα απομόνωνε διεθνώς την Ελλάδα κι αυτό θα είχε αρνητικές επιπτώσεις ακόμα και στις διαπραγματεύσεις με τους δανειστές.
Μπορεί αυτό να μην συνέβη, αλλά είναι πολλοί που θεωρούν ότι εγγράφοντας στην ατζέντα το ζήτημα της κατάργησης των εγγυήσεων και της αποχώρησης των κατοχικών στρατευμάτων, ο Κοτζιάς “τους χάλασε τη σούπα”. Είναι αξιοσημείωτο ότι είδαν το φως σε διεθνή Μίντια πανομοιότυπες πληροφορίες pvw ο Έλληνας υπουργός Εξωτερικών ουσιαστικά τορπίλισε τη διάσκεψη και λόγω της στάσης του δεν είναι αποδεκτός ως συνομιλητής από τον γενικό γραμματέα του ΟΗΕ Γκουτιέρες. Η παραπληροφόρηση αυτή, κατόπιν ελληνικής αντίδρασης, υποχρέωσε τον Γκουτιέρες να προβεί σε διάψευση.
Σύμφωνα με διπλωματική πηγή στην Αθήνα, πίσω από αυτά τα δημοσιεύματα είναι ο Έιντε. Ο ειδικός απεσταλμένος είναι χολωμένος και λόγω ενός περιστατικού στη Γενεύη. Κάποια στιγμή κατά τη διάρκεια των συνομιλιών, ο Έλληνας υπουργός μίλησε για κατοχική δύναμη στην Κύπρο. Ο Έιντε, παρουσία του γενικού γραμματέα Γκουτιέρες, απάντησε πως δεν υπάρχει καμία τέτοια αναφορά σε έγγραφα του ΟΗΕ. Ο Κοτζιάς τον διέψευσε, καταθέτοντας ψήφισμα της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ (1983) με τέτοια ρητή αναφορά. Του υπενθύμισε, μάλιστα, ότι ως υπάλληλος του ΟΗΕ πρέπει να γνωρίζει και να σέβεται τις αποφάσεις του Οργανισμού.
Το γεγονός ότι ακόμα και ο Αναστασιάδης υποχρεώθηκε να προσχωρήσει τουλάχιστον ρητορικά στη γραμμή “όχι τουρκικές εγγυήσεις, όχι τουρκικά στρατεύματα” θεωρείται από τον Τσίπρα δικαίωση της επιλογής του να στηρίξει τη θέση του Κοτζιά. Αυτό πρακτικά σημαίνει πως συρρικνώνονται οι πιθανότητες να τον παρακάμψει στην επόμενη φάση, αν και οι σχετικές πιέσεις συνεχίζονται.
Είναι ενδεικτικό ότι ο Κύπριος κυβερνητικός εκπρόσωπος Χριστοδουλίδης δήλωσε πως μετά την ολοκλήρωση της εργασίας των εμπειρογνωμόνων θα συγκληθεί και πάλι η διάσκεψη αυτή τη φορά σε επίπεδο ηγετών. Το ίδιο έγραψε και η τουρκοκυπριακή εφημερίδα Χαβαντίς, προσθέτοντας, παρά τη διάψευση της Γραμματείας του ΟΗΕ, ότι θα παρακαμφθούν οι υπουργοί Εξωτερικών επειδή ο Γκουτιέρες δεν θέλει ως συνομιλητή τον Κοτζιά.
Διπλωματική πηγή, που έχει γνώση των συνομιλιών σε επίπεδο εμπειρογνωμόνων, εκτιμάει ότι η διήμερη αυτή συνάντηση δεν άνοιξε καμία νέα προοπτική. Η τουρκική πλευρά, μάλιστα, αρνήθηκε να καταθέσει γραπτές προτάσεις, περιοριζόμενη στο να επαναλάβει την απαίτησή της να παραμείνουν για απροσδιόριστο χρόνο τουρκικά στρατεύματα στη Μεγαλόνησο, καθώς και να διατηρηθούν, έστω και με διαφορετική μορφή, οι τουρκικές εγγυήσεις και το επεμβατικό δικαίωμα.
Είναι αξιοσημείωτο ότι η Άγκυρα απαιτεί, επίσης, οι Τούρκοι πολίτες να έχουν στην Κύπρο τα δικαιώματα που θα έχουν οι Κύπριοι (ελεύθερη διακίνηση, εγκατάσταση, απόκτησης περιουσίας κλπ). Η απαίτηση αυτή (από ένα κράτος που δεν είναι μέλος της ΕΕ) αντανακλά την επιδίωξη της Τουρκίας να ενισχύσει την οικονομική και πληθυσμιακή παρουσία της στο σύνολο της Μεγαλονήσου.
Οι συνομιλίες των εμπειρογνωμόνων επιβεβαίωσαν αυτό που είχε καταστεί σαφές και στη διάσκεψη: Η ανελαστική στάση της τουρκικής πλευράς επιβεβαιώνουν και στο διπλωματικό επίπεδο ότι η γραμμή είναι αυτή που αποτύπωσαν οι δηλώσεις του Ερντογάν: η Τουρκία θα μείνει για πάντα στην Κύπρο. Ο σύμβουλός του Μπουλούτ, μάλιστα, εξέφρασε με ακόμα πιο καθαρό τρόπο τη γραμμή της Άγκυρας: «Εκείνοι που ονειρεύονται με επιτραπέζια παιχνίδια να χωρίσουν από την πατρίδα Τουρκία την Κύπρο, την οποία πήραμε με το αίμα των ηρώων μας, τότε ας έρθουν αν είναι έτοιμοι να πληρώσουν το ίδιο τίμημα».
Εκτός από τη βύθισή του στον πιο ακραίο εθνικισμό, ο Ερντογάν δεν έχει και πολιτικά περιθώρια να κάνει το παραμικρό βήμα πίσω. Αυτό τον καιρό παίζει το κορυφαίο πολιτικό παιχνίδι του. Βρίσκεται σε εξέλιξη η μετατροπή του πολιτεύματος από προεδρευομένη σε προεδρική δημοκρατία, η οποία τελικώς θα κριθεί σε δημοψήφισμα τον Απρίλιο.
Για να αναδειχθεί σε πρόεδρο-σουλτάνο, ο Ερντογάν έχει ανάγκη και έχει εξασφαλίσει την κοινοβουλευτική υποστήριξη του Κόμματος Εθνικιστικής Δράσης. Οι “Γκρίζοι Λύκοι” θα την απέσυραν και θα στρέφονταν εναντίον του εάν έκανε το παραμικρό βήμα πίσω. Ενδεικτικό του εθνικιστικού πυρετού είναι το γεγονός ότι η κεμαλική αξιωματική αντιπολίτευση κατηγορεί προκαταβολικά τον Τούρκο πρόεδρο ότι προετοιμάζει υποχωρήσεις!
Μέσα σ’ αυτό το κλίμα, λοιπόν, αποκλείεται να υπάρξει διαφοροποίηση της τουρκικής θέσης και ως εκ τούτου εποικοδομητική διαπραγμάτευση. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι και το δεύτερο μέρος της διάσκεψης εκ των πραγμάτων θα περιέλθει σε αδιέξοδο, έστω και αν η Γραμματεία του ΟΗΕ αποφύγει να χρησιμοποιήσει αυτό τον όρο.
Τόσο ο Έιντε, όσο και οι ηγέτες των δύο κοινοτήτων Αναστασιάδης και Ακιντζί είχαν πριν συγκληθεί η διάσκεψη συνείδηση ότι δεν υπήρχαν ούτε κατ’ ελάχιστον οι προϋποθέσεις για συμφωνία. Για την τουρκική πλευρά, ωστόσο, και μόνο το γεγονός της σύγκλησης πενταμερούς διάσκεψης ήταν μία διπλωματική επιτυχία, επειδή ενίσχυσε τον τουρκικό ισχυρισμό περί «εκλιπούσας Κυπριακής Δημοκρατίας».
Η Νούλαντ, που καθοδηγούσε τον Έιντε, ήλπιζε πως συγκεντρώνοντας όλους τους πρωταγωνιστές στη Γενεύη, με την άσκηση πιέσεων, θα τους πειθανάγκαζε να υπογράψουν μία συμφωνία-πλαίσιο. Δεδομένων των σημαντικών διαφορών όχι μόνο για την εξωτερική, αλλά και για εσωτερικές πτυχές του Κυπριακού, μία τέτοια συμφωνία θα ήταν αναπόφευκτα γεμάτη από τις λεγόμενες «εποικοδομητικές ασάφειες». Η ιστορία έχει αποδείξει ότι οι «εποικοδομητικές ασάφειες» είναι εποικοδομητικές μόνο για την ισχυρή πλευρά, η οποία, όταν έρχεται η ώρα, τις ερμηνεύει σύμφωνα με τα συμφέροντά της. Αν και οι Ελληνοκύπριοι έχουν πικρή πείρα, ο Αναστασιάδης έπαιξε σ’ αυτό το παιχνίδι.
Η επιχείρηση να εκβιασθούν τα πράγματα για να υπογραφεί μία συμφωνία-πλαίσιο και να δημιουργηθεί πολιτικό τετελεσμένο έπεσε στο κενό. Αφενός επειδή η Αθήνα επέμεινε ότι το ζήτημα της κατάργησης των εγγυήσεων και της αποχώρησης των τουρκικών στρατευμάτων είναι ζήτημα αρχής και όχι θέση με σκοπό την εξασφάλιση άλλων ανταλλαγμάτων. Αφετέρου, επειδή η Άγκυρα δεν έκανε το παραμικρό βήμα πίσω, στο οποίο να μπορούσε να πατήσει ο Έιντε για να πιέσει την ελληνική πλευρά.
Το γεγονός ότι ο Κοτζιάς κατάφερε να καταστήσει και τις εγγυήσεις και τα στρατεύματα κεντρικά ζητήματα της διαπραγμάτευσης αποτελεί διπλωματική επιτυχία. Μέχρι πρότινος, οι Αμερικανοβρετανοί, που καθοδηγούν τη Γραμματεία του ΟΗΕ όσον αφορά το Κυπριακό, θεωρούσαν δεδομένο πως θα μπορούσαν να ικανοποιήσουν την απαίτηση της Άγκυρας για τουρκικές εγγυήσεις και για στρατιωτική παρουσία στην Κύπρο. Τώρα, συνειδητοποιούν ότι εδώ υπάρχει ένα δύσκολα γεφυρώσιμο χάσμα.
Δικαιολογημένα το θεωρούσαν, επειδή παραδοσιακά οι εγγυήσεις δεν είχαν τεθεί ούτε από την ελληνοκυπριακή πλευρά ούτε από την Αθήνα ως αποφασιστικής σημασίας ζήτημα. Χωρίς να λέγεται ρητά, αφηνόταν να εννοηθεί ότι θα βρισκόταν ένας συμβιβασμός στη γραμμή “ολίγες τουρκικές εγγυήσεις, ολίγα τουρκικά στρατεύματα”.
Στο σημείο που έχουν φθάσει τα πράγματα, το διακύβευμα δεν είναι πλέον το περιεχόμενο μίας συμφωνίας, αλλά το ποια πλευρά θα χρεωθεί το αδιέξοδο. Αυτός είναι ο λόγος που η Τουρκία παραμένει στις διαπραγματεύσεις. Το γεγονός, μάλιστα, ότι οι “ανανικοί” σε Κύπρο και Ελλάδα στοχοποιούν τον Κοτζιά αντικειμενικά διευκολύνει την προπαγάνδα της Άγκυρας.
Κι αυτό σε μία περίοδο που η μετοχή της Τουρκίας του Ερντογάν είναι στα χαμηλότερά της στα δυτικά πολιτικά χρηματιστήρια και που με την ανάληψη της προεδρίας από τον Τραμπ η αμερικανική στάση θα επανακαθορισθεί. Η γεωστρατηγική σημασία της Κύπρου ήταν ανέκαθεν μεγάλη. Τον τελευταίο καιρό, όμως, έχει αναβαθμισθεί περαιτέρω αφενός λόγω της γεωπολιτικής ρευστότητας που επικρατεί στη Μέση Ανατολή, αφετέρου λόγω της ανακάλυψης κοιτασμάτων φυσικού αερίου στην Ανατολική Μεσόγειο.
Όπως έγραψε και ο Νταβούτογλου πριν 15 χρόνια, «Το Κυπριακό Ζήτημα δεν είναι ούτε κανονική τουρκοελληνική εθνική διαφορά ούτε μια απλή τουρκοελληνική ένταση… Η σημασία της γεωγραφικής θέσης του νησιού από γεωστρατηγική οπτική είναι καθοριστικής σημασίας, ανεξάρτητα από το ανθρώπινο στοιχείο που υπάρχει εκεί. Ακόμη και αν δεν υπήρχε ούτε ένας μουσουλμάνος Τούρκος εκεί, η Τουρκία όφειλε να διατηρήσει ένα Κυπριακό Ζήτημα. Καμία χώρα δεν μπορεί να παραμείνει αδιάφορη μπροστά σε τέτοιο νησί που βρίσκεται στην καρδιά του ζωτικού της χώρου».
Σ’ αυτό το τελευταίο ο Νταβούτογλου έχει άδικο. Το ελληνικό πολιτικό σύστημα έχει κατά κανόνα μάθει να θεωρεί την Κύπρο όχι γεωστρατηγικό πλεονέκτημα, αλλά “βαρίδι” που πρέπει να με κάθε τρόπο να ξεφoρτωθεί.
Πηγή "Ποιότητα"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.