Του Γ. Τριανταφυλλόπουλου
Η ιστορία δεν επαναλαμβάνεται, λένε. Σωστό. Η ιστορία μπορεί να μην επαναλαμβάνεται, αλλά διδάσκει. Κι από την ιστορία της σταφίδας μπορούμε να αντλήσουμε αρκετά συμπεράσματα.
Η εμφάνιση της σταφίδας στην Αιγιάλεια χρονολογείται από τον 14ο αιώνα. Η καλλιέργεια επεκτείνεται κατά την δεύτερη βενετοκρατία ενώ ένας νέος κύκλος ανάπτυξης εμφανίζεται μετά τα ορλωφικά. Το εμπόριο της σταφίδας ελέγχεται μέχρι το 1830 από Άγγλους εμπόρους. Οι καταστροφές επί Ιμπραήμ ήσαν εξαιρετικά εκτεταμένες στις σταφιδαμπέλους.
Η παραγωγή σταφίδας στην Αιγιάλεια κάλυπτε ένα σημαντικό ποσοστό της συνολικής παραγωγής από το την εποχή της 2ης ενετοκρατίας ως και τα χρόνια της επανάστασης όπως βλέπουμε στον πίνακα που ακολουθεί.
Από το 1830 μια σημαντική διαφοροποίηση παρατηρείται στο λεγόμενο τριπλό σύστημα καλλιέργειας (σιτάρι–λάδι-σταφίδα) αρχίζει να υποχωρεί στην Αιγιάλεια αλλά και σε όλη την βορειοδυτική Πελοπόννησο με αύξηση της καλλιέργειας της σταφίδας. Αιτία αυτού ήταν η αυξημένη ζήτηση σταφίδας κυρίως από τη Βρετανία. Από τη δεκαετία 1830-40 συναντάμε στο Αίγιο τις πρώτες εμπορικές συντροφίες εμπόρων που εξήγαν σταφίδα στη Βρετανία.
Η κρίση του 1848 που έπληξε την Ευρώπη με τις ταυτόχρονες μεγάλες εξεγέρσεις έπληξε και το εμπόριο της σταφίδας. Η περίοδος 1851-57 είναι περίοδος στασιμότητας των εμφυτεύσεων και δραματική μείωση της παραγωγής εξ αιτίας των ασθενειών της σταφίδας. Το ξεπέρασμα της κρίσης του 1848 στις μεγάλες ευρωπαϊκές χώρες και η παραπέρα ανάπτυξη των δυτικών οικονομιών είχαν σαν αποτέλεσμα και την αύξηση της ζήτησης. Οι αγρότες ανταποκρίθηκαν αμέσως στη μεταβολή αυτή αυξάνοντας τις καλλιεργούμενες εκτάσεις και την παραγωγή.
Μετά το 1857 η παραγωγή ανακάμπτει και το ειδικό βάρος της σταφίδας της Αιγιάλειας μειώνεται, καθώς η σταφιδοκαλλιέργεια επεκτείνεται και σε άλλες περιοχές της δυτικής και νότιας Πελοποννήσου, αποτελώντας πλέον το 12% της συνολικής παραγωγής. Το σημαντικό πλεονέκτημά της σταφίδας της Αιγιάλειας ήταν η υψηλή ποιότητά της που επέφερε και υψηλή τιμή. Υπήρχαν περίοδοι που η τιμή της σταφίδας της Αιγιάλειας ήταν διπλάσια σχεδόν από αυτή των υπόλοιπων περιοχών.
Οι παραγωγοί είχαν σχετικά με άλλα προϊόντα ικανοποιητικά κέρδη κάτι που κορυφώθηκε την περίοδο 1866-1892. Σημαντικότερος εταίρος η Μ. Β. καθώς η οικονομική άνοδος συνεχιζόταν παράλληλα με την εκβιομηχάνισή της. Μια από τις σημαντικότερες ιδιότητες της σταφίδας ήταν η δυνατότητά της να αποθηκεύεται και να διατηρείται για πολύ καιρό.
Καθοριστικής σημασίας για την παραγωγή και επέκταση της καλλιέργειας σταφίδας ήταν η καταστροφή το 1860 από φυλλοξήρα των αμπελώνων της Γαλλίας, της Ιταλίας και της Ιβηρικής. Αυξήθηκε από το 1866 κυρίως η ζήτηση σταφίδας στη Γαλλία από την οποία παρήγαγαν αποστάγματα κυρίως. Μεταξύ 1850 και 1870 τριπλασιάστηκε η παραγωγή σταφίδας ενώ μεταξύ 1870 και 1892 εξαπλασιάστηκε. Η παραγωγή στην Αιγιάλεια ανερχόταν το 1864 λίγο πάνω από τα 10.000 ενετικά χιλιόλιτρα για να φτάσει σε δύο μέγιστα 24.000 χιλιολίτρων το 1884 και το 1888.
Οι αμπελώνες για να αποδώσουν απαιτούσαν 5 ως 7 χρόνια. Για το λόγο αυτό η σταφιδοκαλλιέργεια μπορεί να υπάρξει μόνο αν εξασφαλίζει επαρκή χρηματοδότηση. Το ζήτημα λύθηκε με το σύστημα της εμφύτευσης.
Με τη σύσταση της Εθνικής Τράπεζας το ελληνικό δημόσιο της παραχώρησε το εκδοτικό δικαίωμα βάζοντας διάφορους όρους. Μεταξύ αυτών ήταν και η διάθεση δανείων « κτηματικής πίστεως» με μέγιστο επιτόκιο 8% και ελάχιστο ποσό χρηματοδότησης. Το ποσό αυτό αρχικά ορίστηκε στα τέσσερα πέμπτα των χρηματικών κεφαλαίων της τράπεζας για να μειωθεί σε ελάχιστους μήνες στα 2/3 «υπό την πίεση κεφαλαιούχων τινών όπως αναφέρει ο Βαλαωρίτης.
Η εθνική για να δώσει δάνεια ζητούσε έγγειες υποθήκες. Καθώς οι περισσότεροι αγρότες ήσαν ακτήμονες, μια και οι εθνικές γαίες δεν μοιράστηκαν, δεν είχαν καμιά πρόσβαση στη χρηματοδότηση. Οι εθνικές γαίες στην Πελοπόννησο υπολογίζονται στο 67% του συνόλου των καλλιεργούμενων γαιών. Μετά την ίδρυση του Ελληνικού κράτους ως πλήρης ατομική ιδιοκτησία στη έγινε αποδεκτή μόνον όμως εάν οι δικαιούχοι είχαν να επιδείξουν τίτλους ιδιοκτησίας αναγνωρισμένους από το οθωμανικό δημόσιο (π.χ. τίτλους «εξουσίασης» σε φυτείες): την προϋπόθεση αυτή συνήθως εκπλήρωναν μόνον οι τοπικά ισχυροί (πρώην κοτσαμπάσηδες ή αρματολοί), οι οποίοι άλλωστε φαίνεται να επωφελήθηκαν και από τη φυγή των μουσουλμάνων, για να αγοράσουν φτηνά τους δικούς τους τίτλους κατοχής γης.
Η διαδικασία που εφαρμόστηκε για την επέκταση των σταφιδαμπέλων ήταν αυτή της εμφύτευσης. Σε αυτή ο ιδιοκτήτης της γης ερχόταν σε συμφωνία με ακτήμονες ή μικροϊδιοκτήτες οι οποίοι αναλάμβαναν να ξελογκώσουν και να φυτέψουν μια έκταση του ιδιοκτήτη ο οποίος είχε ήδη δανειοδοτηθεί και αγοράσει τη γη ενώ αναλάμβανε και τη δανειοδότηση των εμφυτευτών. Συνήθως, η διαδικασία της εμφύτευσης επέτρεπε στους συμβαλλόμενους εμφυτευτές να αποκτήσουν μικρά τμήματα γης με διανομή ύστερα από πέντε περίπου χρόνια φυτέματος και περιποίησης του δηλαδή, όσο χρόνο, απαιτούνταν για να καρποφορήσει πλήρως η γη. Η διαδικασία της εμφύτευσης επέτρεπε στους ιδιοκτήτες να μειώσουν σημαντικά το κόστος της οικονομικής τους επιβάρυνσης, και παράλληλα να διαμορφώσουν συνθήκες ελέγχου απέναντι στο εργατικό δυναμικό της περιοχής που ήταν το σύνολο των εμφυτευτών.
Στήθηκε τότε ένα σύστημα «αλυσωτής δανειοδότησης» που απομυζούσε τον αγρότη σε βαθμό απίστευτο. Γράφει ο Δερτιλής:
«Οι έμποροι–τοκιστές-κτηματίες, παρέχοντας τις απαιτούμενες υποθήκες και εγγυήσεις δανείζονταν εκείνοι τα τραπεζικά κεφάλαια τα επαναδάνειζαν στους αγρότες και καρπώνονταν τη διαφορά μεταξύ του τραπεζικού επιτοκίου 8-10% και του 12-48% που χρέωναν». Μεταξύ 1842 και 1861 η τράπεζα παρείχε σε κτηματίες δάνεια που υπάγονταν στην κατηγορία «δάνεια και ανοικτοί λογαριασμοί επί υποθήκη» Ήταν δάνεια μεσομακροπρόθεσμα με προθεσμίες πολλών μηνών ή και ολίγων ετών, ιδίως αν συνυπολογίσει κανείς και τις ανανεώσεις. Αυτή η κατηγορία περιλάμβανε δάνεια προς κτηματίες μεγάλους, μεσαίους και μικρούς (και εξ ορισμού ουδέποτε σε ακτήμονες.)»
(Γ. Β. Δερτιλής: Ιστορία του Ελληνικού κράτους σελ. 173).
Πάνω σε αυτή τη σχέση χτίστηκαν τα δίκτυα πατρωνίας και πελατειακών σχέσεων που επιβίωσαν για χρόνια.
Η ελληνική κυβέρνηση ζητά κατά τη δεκαετία του 1860 επίμονα από τη βρετανική να μειώσει τους δασμούς και σε αντάλλαγμα να επιτραπεί στη βρετανική ναυτιλία το εμπόριο με την Ελλάδα. Το 1869 ο Γλάδστων μειώνει τους δασμούς, όχι βέβαια για να ικανοποιήσει τις ελληνικές κυβερνήσεις, αλλά στα πλαίσια μιας γενικότερης πολιτικής ελεύθερου εμπορίου καθώς έχει αρχίσει η πρώτη μεγάλη παγκοσμιοποίηση που τελείωσε το 1914.Η κυβέρνηση ζητούσε τη μείωση των δασμών εισαγωγής από τη Βρετανία ενώ την ίδια στιγμή η ίδια επέβαλε έναν υψηλότατο φόρο εξαγωγής στη σταφίδα.
Γράφει ο Δερτιλής:
«το 1872 η συνολική αξία των εξαγωγών σταφίδας ήταν περίπου 31 εκατομμύρια δραχμές, δηλαδή σχεδόν όση ήταν η συνολική αξία της κυκλοφορίας τραπεζογραμματίων τον Σεπτέμβριο, μήνα που συμπίπτει με την εσοδεία. Τον μήνα αυτόν μάλιστα συμπίπτει κι ο μέγιστος όρος νομισματικής κυκλοφορίας του έτους. Η αξία αυτή εξάλλου είναι ίση με τα συνολικά φορολογικά έσοδα του δημοσίου».
Ο υψηλός φόρος εξαγωγής στη σταφίδα απέδιδε το 5% περίπου του συνόλου των εσόδων του δημοσίου.
Μεταξύ 1860 και 1910 η αξία των εξαγωγών έπί του συνόλου των εξαγωγών σταφίδας κυμαινόταν από ένα μέγιστο 63% την περίοδο 1873-74 ως ένα ελάχιστο 31% κατά την περίοδο 1907-1910. Η μεγάλη εισαγωγή συναλλάγματος διευκόλυνε τη διατήρηση της ισοτιμίας της δραχμής αλλά και την αύξηση των εισαγωγών.
Οι υψηλές αποδόσεις της παραγωγής σταφίδας είχαν πολλές επιπτώσεις στις περιοχές παραγωγής της.
- Μεταξύ 1833-1861 ο πληθυσμός των χωριών είχε αυξηθεί κατά 42% και των πόλεων κατά 94%.
- Από το 1861 ως το 1879 ο πληθυσμός των χωριών αυξήθηκε κατά 48% και των πόλεων κατά 68%.
- Το 1879 το 66,08 των Αιγιαλέων ασχολείται με τον πρωτογενή τομέα και εξ αυτού το 64,01 με τη γεωργία.
- Τη δεκαετία 1870-80 τα ¾ του καλλιεργούμενου εδάφους καλύπτονται από τη σταφιδοκαλλιέργεια.
- Τη δεκαετία 1860-70 το 95% της εμπορικής κίνησης στο λιμάνι των Πατρών αφορά τη σταφίδα.
- Διαμορφώνονται νέα επαγγέλματα και μάλιστα αρκετά προσοδοφόρα, δηλαδή σταφιδοπαραγωγοί, σταφιδεμπόροι, τραπεζίτες, μεσίτες, παραγγελιοδόχοι, ασφαλιστές, δικηγόροι αλλά και φορτωτές, μαουνιέρηδες, εργάτες κατασκευής κιβωτίων που ζουν, ευημερούν και πλουτίζουν χάρη στο χρυσάφι της γης, τη σταφίδα.
- Κατασκευάζονται καινούργια κτήρια, νεοκλασικά μέγαρα, σχολικά κτήρια, αναπτύσσονται πολιτιστικοί σύλλογοι και λέσχες, φτιάχνονται όμορφα εμπορικά καταστήματα, πρότυπα καφενεία και τόσα άλλα.
Στο λιμάνι του Αιγίου ξεκινά ουσιαστικά να εξάγει σταφίδα από τη δεκαετία 1870-80. Μέχρι τότε όλη η σταφίδα της Αιγιάλειας συγκεντρωνόταν από τους σταφιδεμπόρους στο λιμάνι και με γαλαξειδιώτικα καΐκια μεταφερόταν στο λιμάνι της Πάτρας. Από τη δεκαετία αυτή οι εξαγωγές από το λιμάνι του Αιγίου αυξάνονται και υποσκελίζει το λιμάνι της Καλαμάτας και του Κατακώλου. Στα μέσα της δεκαετίας του 1880 οι εξαγωγές από το λιμάνι του Αιγίου γίνονται ίσες με αυτές του λιμανιού της Πάτρας.
Η ζήτηση αυτή ανακόπηκε απότομα όταν το 1893 τα γαλλικά αμπέλια θεραπεύτηκαν και επιβλήθηκε από τον Ιανουάριο του 1892 από τον Jules Meline, υπουργό της Γαλλίας, δασμολόγιο. Στο λιμάνι του Λίβερπουλ η τιμή ενός εκατόλιτρου σταφίδας από 21 σελίνια που κόστιζε το 1892 έπεσε στα 6 σελίνια το 1893, τιμή που δεν κάλυπτε ούτε τα έξοδα μεταφοράς. Η οικονομία αλλά και η κοινωνία της σταφίδας κατέρρευσε. Το πρώτο μεγάλο μεταναστευτικό κύμα προς τις ΗΠΑ, 1904-1912, έχει σαν ένα από τα βασικά αίτιά του την σταφιδική κρίση.
Δεν ήταν μόνο η ανασύσταση των γαλλικών και των νοτιοευρωπαϊκών αμπελώνων που μείωσαν δραστικά τη ζήτηση της σταφίδας αλλά και η είσοδος στην παγκόσμια αγορά των ΗΠΑ και η δημιουργία φτηνότερων υποκατάστατων καθώς αναπτυσσόταν ραγδαία η τεχνική της συντήρησης με την κονσερβοποιία και την ψύξη.
Κι εδώ μπορούμε να δούμε δυο σημαντικές διδαχές της ιστορίας που διηγηθήκαμε:
Τα αποτελέσματα της μονοκαλλιέργειας και της στροφής της οικονομίας σε έναν τομέα. οδηγεί στην απόλυτη καταστροφή όταν οι συνθήκες μεταβληθούν. Βλέπουμε πως και σήμερα κατευθύνουν την ελληνική οικονομία σε έναν σχεδόν τομέα. Τον τουρισμό. Αυτό είναι και το επίσημο σχέδιο για την ελληνική οικονομία του μέλλοντος. Αν αυτό συμβεί τότε ο κίνδυνος της απόλυτης καταστροφής είναι μεγάλος καθώς οι συνθήκες μπορούν να αλλάξουν τάχιστα ιδιαίτερα σε μια τόσο ευαίσθητη περιοχή όπως η ανατολική Μεσόγειος και σε έναν κόσμο που οδεύει προς χαοτικές καταστάσεις.
Μέσα από την επέκταση της παραγωγής της σταφίδας φαίνεται ανάγλυφα ο ρόλος των τραπεζών. Τράπεζες ανεξέλεγκτες από το κράτος όχι μόνο δεν χρηματοδοτούν την όποια ανάπτυξη αλλά λειτουργούν ως θηλιά στους φτωχούς οδηγώντας τους στην καταστροφή μέσα από μια τοκογλυφική πολιτική που εγγίζει, αν δεν ξεπερνά, τα όρια της ληστείας.
Η κατάρρευση της τιμής της σταφίδας οδήγησε τις κοινωνίες της σταφίδας σε απόλυτη φτωχοποίηση ενώ ταυτόχρονα ήσαν καταχρεωμένοι στις τράπεζες και τους τοκογλύφους. Η εξαθλίωση οδήγησε σε εξεγέρσεις σε όλες τις σταφιδιπαραγωγικές περιοχές. Ας δούμε τι έγραφε ο τύπος της εποχής πριν ξεσπάσουν τα αιματηρά γεγονότα των πρώτων δεκαετιών του 20ου αιώνα.
Στο φύλλο της 22ας Δεκεμβρίου του 1894 η εφημερίδα Ακρόπολις προειδοποιούσε “Από τον κόσμο της πείνης. Προσοχή εις την Ηλείαν. Χωριά γημνητεύονται και πεινώνται. Πάνδημαι απειλαί κοινωνικών εξεγέρσεων“.
Από την εφημερίδα Ακρόπολη στο φύλλο της 3ης Ιανουαρίου 1895 διαβάζουμε:
“Εν Πύργο και εν Ηλεία εν γένει εκηρύχθει δικαιοστασίαν. Ουδεμία απόφασις δικαστική εκτελείται, δικαστικός δέ κλήτηρ δεν τολμά να εξέλθη προς εκτέλεσιν ουδέ εάν συνοδεύεται με τάγμα ολόκληρου χωροφυλάκων“. Οι εξεγερμένοι δεν μένουν μόνο σε μορφές διαμαρτυρίας αλλά εκδηλώνουν και χαρακτηριστικά κοινοτικής αλληλεγγυότητας ανάλογης με τους αγώνες κατά της οθωμανοκρατίας. Υποστηρίζουν και κρύβουν φυγόδικους για χρέη. Πάλι από την ίδια εφημερίδα της 1η Ιουλίου 1895: “Ιωάννην Μπαρκούλιαν οφειλέτην δημοσίου συλληφθέντα παρά αστυνομικών οργάνων δυνάμει εντάλματος, πλήθος αφήρπασε χειρών αστυφυλάκων, ερρωμένως αντιστάτων. Ευτυχώς ουδέν απευκταίου.”
Τα καλλιεργούμενα στρέμματα αυτή τη στιγμή ανέρχονται σε περίπου 160.000. Η παραγόμενη αποξηραμένη σταφίδα ανέρχεται σε περίπου 42.000 τόνους, από τους οποίους οι 34.000 διατίθεται για κατανάλωση, κυρίως στο εξωτερικό, και 8.000 τόνοι περίπου (ποιοτικό και βιομηχανικό παρακράτημα) για άλλες βιομηχανικές χρήσεις, κυρίως για ξύδι το 95%, ενώ το υπόλοιπο 5% για σταφιδίνη και οινόπνευμα.
***
Το παραπάνω κείμενο αποτελεί τη βάση της παρέμβασης του συγγραφέα-ιστορικού Γιώργου Τριανταφυλλόπουλου στην εκδήλωση-συζήτηση που πραγματοποίησε πρόσφατα στο Αίγιο το Αγωνιστικό Μέτωπο Πολιτών Αιγιάλειας με θέμα «Αγροτικές εξεγέρσεις για το σταφιδικό ζήτημα στην Αιγιάλεια».
Πηγή:http://ergatikosagwnas.gr/arthra/56-agrotika/1401-koinonia-kai-oikonomia-tis-stafidas-aigialeia-19os-aionas
Διάβασε ακόμη:
***
Βεργόπουλος-Το Αγροτικό Ζήτημα Στην Ελλάδα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.