Του Χένρι Φάρελ *
Γερμανίδα καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ δήλωσε το βράδυ της Κυριακής ότι η Ευρώπη δεν μπορεί πλέον να στηρίζεται σε ξένους εταίρους. Η εποχή που η Ευρώπη μπορούσε να στηρίζεται σε άλλους έχει σε ένα βαθμό παρέλθει, τόνισε. «Αυτό κατάλαβα τις τελευταίες ημέρες».
Πρόκειται για μια τεράστια αλλαγή της πολιτικής ρητορικής. Αν και η κοινή γνώμη είναι πιο εξοικειωμένη με την «ειδική σχέση» της Βρετανίας με τις Ηνωμένες Πολιτείες, η αμερικανογερμανική σχέση είναι πιο σημαντική. Μια από τις βασικές αποστολές του ΝΑΤΟ ήταν να ενσωματώσει τη Γερμανία σε ένα διεθνές πλαίσιο ώστε η χώρα αυτή να μην αποτελέσει και πάλι απειλή για την ειρήνη στην Ευρώπη, όπως συνέβη κατά τον Α’ και Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Όπως είπε ο πρώτος γενικός γραμματέας του ΝΑΤΟ, σκοπός της Συμμαχίας ήταν «να κρατήσει τους Ρώσους έξω, τους Αμερικανούς μέσα και τους Γερμανούς κάτω». Τώρα, η Μέρκελ υπαινίσσεται ότι οι Αμερικανοί δεν είναι πραγματικά «μέσα», κατά συνέπεια η Γερμανία και η Ευρώπη πρέπει να αναλάβουν έναν πολύ πιο ουσιαστικό και ανεξάρτητο ρόλο απ' ό,τι τα τελευταία 70 χρόνια.
Όλα αυτά εδραιώνουν την εικόνα των Ηνωμένων Πολιτειών ως ενός αναξιόπιστου εταίρου. Ο Τραμπ αρνείται συστηματικά να δεσμευτεί για μια συμφωνία που αποτελεί τη βάση της αμερικανοευρωπαϊκής συνεργασίας για τις τρεις τελευταίες γενιές. Όπως αρνείται να δηλώσει αν η χώρα του θα τηρήσει το χρονοδιάγραμμα που έχει αποφασιστεί για το φαινόμενο του θερμοκηπίου. Ενώ πολλά αυταρχικά καθεστώτα επιχαίρουν για την εκλογή και την πολιτική του Τραμπ, αφού είναι σαφές ότι δεν πρόκειται να ασκήσει πιέσεις για τον σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, οι παραδοσιακοί σύμμαχοι των Ηνωμένων Πολιτειών είναι βαθύτατα απογοητευμένοι.
Οι δηλώσεις της Μέρκελ αφήνουν να εννοηθεί ότι την ώρα που οι σχέσεις της Ευρώπης με τις ΗΠΑ αποδυναμώνονται, η Ευρωπαϊκή Ένωση πρέπει να δυναμώσει. Όταν συνδέει την αποχώρηση της Βρετανίας από την ΕΕ με την αναξιοπιστία των Ηνωμένων Πολιτειών, εννοεί ότι οι σχέσεις της Γερμανίας με τη Γαλλία πρέπει να γίνουν στενότερες ώστε η ΕΕ να μπορέσει να βάλει τα ζητήματά της σε τάξη. Η Βρετανία ήθελε πάντα να είναι ισχυροί οι θεσμοί ασφαλείας όπως το ΝΑΤΟ, γεγονός που την οδηγούσε να αντιδρά σε έναν ισχυρότερο ρόλο της ΕΕ στο πεδίο αυτό. Τώρα που η χώρα αυτή δεν θα ανήκει πλέον στην ΕΕ, δεν θα έχει πλέον και το δικαίωμα του βέτο.
Η Γερμανίδα καγκελάριος θα έχει όμως να αντιμετωπίσει τις δικές της προκλήσεις στην προσπάθειά της να οικοδομήσει μια ισχυρότερη Ευρώπη. Χώρες όπως η Πολωνία και η Ουγγαρία συμφωνούν περισσότερο με τον Τραμπ σε ορισμένα θέματα παρά με τη Γερμανία. Πολλές χώρες της νότιας Ευρώπης εξακολουθούν να κατηγορούν τη Γερμανία για την πολιτική λιτότητας που τους επιβλήθηκε. Αν η Γερμανία θέλει να συνεργαστεί με τη Γαλλία στο ζήτημα της ασφάλειας, η Γαλλία θα ζητήσει από τη Γερμανία υποχωρήσεις στην οικονομική διακυβέρνηση και τις δαπάνες. Αν και η Μέρκελ έχει πρόσφατα υπαινιχθεί ότι θα μπορούσε να δεχθεί τέτοιες παραχωρήσεις, άλλα στελέχη του κόμματός της μπορεί να αντιδράσουν. Τέλος, οι επικρίσεις του Τραμπ (και άλλων προέδρων πριν από αυτόν) δεν είναι εντελώς άδικες - οι ευρωπαϊκές χώρες δαπανούν πράγματι λιγότερα για τις ένοπλες δυνάμεις τους απ’ ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες, θεωρώντας ότι σε περίπτωση ανάγκης οι τελευταίες θα τις προστατεύσουν.
Είναι όμως σημαντικό να επισημανθεί ότι το ταμπεραμέντο της Μέρκελ είναι το αντίθετο από εκείνο του Τραμπ. Η καγκελάριος είναι πολύ προσεκτική και καθόλου παρορμητική. Και ο στόχος της είναι να δείξει ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση πρέπει να γίνει πιο ισχυρή και πιο αυτάρκης. Αν κερδίσει καθαρά τις εκλογές του φθινοπώρου και εξασφαλίσει τη συμφωνία άλλων ευρωπαϊκών χωρών για την απομόνωση των αντιρρησιών, μπορεί να θέσει σε κίνηση μια ουσιαστική αναθεώρηση των αμερικανοευρωπαϊκών σχέσεων.
Πολλοί εξακολουθούν να υποτιμούν τις συνέπειες της εκλογής του Τραμπ στην παγκόσμια πολιτική. Σε ορισμένες περιοχές του κόσμου, η εξέλιξη αυτή δημιουργεί μεγάλες ευκαιρίες. Χώρες που τα συμφέροντά τους συγκρούονται μ’ εκείνα των Ηνωμένων Πολιτειών έχουν την ευκαιρία να αποκομίσουν κέρδη τώρα που οι ΗΠΑ είναι απορροφημένες από τις εσωτερικές τους κρίσεις.
Σε άλλα μέρη του κόσμου, οι σύμμαχοι μπορούν να επανεξετάσουν τη συμπεριφορά τους και να μειώσουν την εξάρτησή τους από την Ουάσιγκτον. Αν η σημερινή αμερικανική κυβέρνηση αποφάσισε ότι δεν θέλει να στηρίζεται στους συμμάχους της όσο στο παρελθόν, μπορεί κι εκείνοι με τη σειρά τους να οργανώσουν τις δικές τους συμμαχίες, γεγονός που θα μειώσει τη δυνατότητα των Ηνωμένων Πολιτειών να επηρεάζουν τις πράξεις τους και τις αποφάσεις τους.
(*) Ο Χένρι Φάρελ είναι αναπληρωτής καθηγητής πολιτικής επιστήμης και διεθνών υποθέσεων στο George Washington University
Πηγή: Washington Post
Από το ΑΠΕ - ΜΠΕ
ΔΙΑΒΑΣΕ ΑΚΟΜΗ:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.