Τρίτη 10 Ιανουαρίου 2017

Δεξιά και Αριστερά : Ab ovo και In medias res


Δεξιά και Αριστερά : Ab ovo

Του Αναστάσιου Γεωργίλα

Σχολιάζοντας ο Christopher Lasch, το άρθρο του Francis Fukuyama για το Τέλος της Ιστορίας, έγραφε στην Ευθραυστότητα του φιλελευθερισμού, ότι 
«…κατά έναν περίεργο τρόπο θυμίζει, εξίσου, τον μονοδιάστατο άνθρωπο του Marcuse και το φρικιαστικό όραμα της Σχολής της Φρανκφούρτης για μια ολοκληρωτικά διευθυνόμενη κοινωνία δίχως αντιθέσεις και, συνεπώς, απολύτως ανθεκτικής στην αλλαγή. Από τη στιγμή που ο Fukuyama, όπως ο Marcuse και οι φίλοι του, εμπνέονται από τον Hegel, δεν είναι καθόλου παράξενο που οι διαφορετικές τους εκδοχές περί του τέλους της ιστορίας έχουν τόσες πολλές ομοιότητες».
Ο Zygmunt Bauman, αντιμέτωπος με αυτό το γεγονός, διέκρινε ως τη μόνη διαφορά που απέμεινε να χωρίζει την Αριστερά από τη Δεξιά «την επαγγελία της πρώτης πως μπορεί να τα καταφέρει καλύτερα από τη Δεξιά». Από την εποχή που ο Tony Blair ανήγαγε σε κρατική θρησκεία το δόγμα της Thatcher το μόνο πεδίο που έμεινε για την σύγχρονη Αριστερά, λέει ο Bauman, είναι αυτό του «Ουράνιου Τόξου». Την ίδια εικόνα πιο γλαφυρά περιγράφει ο Jean-Claude Michea για «την Αριστερά που παλεύει για το δικαίωμα των ανέργων να καπνίζουν ελεύθερα την μαριχουάνα τους έξω από τα γραφεία ευρέσεως εργασίας.» Μετά από αυτές τις διαπιστώσεις δεν είναι απορίας άξια η γενικότερη αδυναμία να διευκρινιστεί με κατηγορηματικό τρόπο η διάκριση της Αριστεράς από την Δεξιά. Αδυναμία που προβληματίζει και τον Jacques Juliard, στο βιβλίο του "Οι Αριστερές της Γαλλίας" γράφει, ο Juliard, «Όταν δεν μας ρωτάνε τι είναι Δεξιά και τι είναι Αριστερά, ξέρουμε πολύ καλά τι είναι. Όταν όμως μας ρωτάνε διαπιστώνουμε πως δεν ξέρουμε.» Αν όμως δυσκολευόμαστε να ορίσουμε επακριβώς τι είναι η Δεξιά και τι είναι η Αριστερά πως μπορούμε να διαβεβαιωθούμε πως παραμένουν διαφορετικές μεταξύ τους;

►Κάθε μοντέρνα δεξιά είναι πάντα μια παλιά αριστερά

Μπροστά σε τέτοια αδιέξοδα τη λύση δίνει συνήθως η ιστορία. Έτσι ο ορισμός της Δεξιάς από την Αριστερά γίνεται περισσότερο με αναφορά στο παρελθόν παρά με μια εξόφθαλμη σαφήνεια στο σήμερα. Ακόμα και η ιστορία τους όμως, αν την πάρουμε Ab ovo (από την αρχή, από το αβγό), περισσότερο μπερδεύει παρά μας βοηθά να απαντήσουμε στο ερώτημα μας καθώς διαπιστώνουμε πως όχι μόνο τα σύνορα μεταξύ τους μετατοπίζονται από εποχή σε εποχή αλλά και πως αντιδανείζονται η μία περιοχές της άλλης.
Βλέπουμε λοιπόν ανάλογα με τις περιστάσεις της κάθε εποχής να διεκδικούν τον πατριωτισμό άλλοτε η μια και άλλοτε η άλλη. Ενώ ο αντισημιτισμός, μια κατεξοχήν λαϊκή προκατάληψη που δεν άφησε έξω και το σοσιαλιστικό κίνημα του 19ου αιώνα είναι σήμερα, και μετά το βάρος του Ολοκαυτώματος, αποκλειστικότητα της Δεξιάς.
Δεν είναι υπερβολή λοιπόν να πούμε πως από τη γέννηση τους το 1789 μέχρι σήμερα τα σύνορα που χωρίζουν τη Δεξιά από την Αριστερά ξεχειλώνουνε από εποχή σε εποχή σαν τα σώβρακα. Πραγματικά εάν είχαμε τη δυνατότητα να φέρουμε έναν δεξιό ή έναν αριστερό των αρχών του 20ου αιώνα αντιμέτωπο με το σήμερα το πιο πιθανό είναι πως θα του προκαλούσαμε ιδεολογική αποπληξία.

Την παραδοξότητα αυτή συνήθως την ανασκευάζουμε λέγοντας πως αυτό που έχει σημασία δεν είναι η σταθερότητα στην αντίθεση μεταξύ Αριστεράς και Δεξιάς αλλά πως η κάθε εποχή έχει πάντα να επιδείξει τη δική της αριστερά και τη δική της δεξιά. Όμως η παραπάνω υπόθεση αν και ισχύει στα σημεία καταρρέει στον χρόνο καθώς δεν πρέπει να παραβλέπουμε πως αξίες μεταβαλλόμενες στις κοινωνικές εποχές απλά δεν είναι αξίες. Η «αξία» μιας αξίας αποτιμάται ακριβώς από την ανθεκτικότητα που δείχνει στον χρόνο. Τέτοιες σταθερές αξίες ήταν και είναι ο Κομμουνισμός και ο Χριστιανισμός. Η Αριστερά και η Δεξιά εκφράζουν λοιπόν κάτι διαφορετικό από αξίες και αυτό το ανακαλύπτουμε στην πολεμική τους εργαλειοποίηση προς όφελος των εκάστοτε πολιτικών αντιπαραθέσεων, στην υπηρεσία κομματικών συσχετισμών και ηγεμονικών παρατάξεων, με προσωρινό και συνήθως βολονταριστικό χαρακτήρα. Ο Jean-Claude Michea μας δίνει την εξήγηση του «Μετώπου»: προοδευτικού και λαϊκού για την Αριστερά, εθνικού και χριστιανικού για τη Δεξιά. Συνήθως πίσω από την συγκρότηση τέτοιων μετώπων βρίσκουμε μειοψηφίες οι οποίες ανακαλύπτουν έτσι ένα πρόσφορο μέσο για το ποθητό εκλογικό αποτέλεσμα. Η εργαλειοποίηση της Δεξιάς και της Αριστεράς και κατ’ επέκταση η συντήρηση τους εξυπηρέτησε ανέκαθεν τέτοιους πλάγιους σκοπούς.

►Ένας βολικός αναχρονισμός

Η ληξιαρχική πράξη γέννησης της Αριστεράς-Δεξιάς αποδίδεται την στιγμή της συγκρότησης της γαλλικής εθνοσυνέλευσης σε σώμα το 1789 σε μια συγκυρία όπου οι πρωταγωνιστές της καθόλου δεν την εξέλαβαν με τη σημασία που εμείς της δίνουμε σήμερα. Από την εγκυκλοπαίδεια Ιστορία των Επαναστάσεων διαβάζουμε:
«Η νομοθετική εργασία γινότανε από επιτροπές αλλά τα μεγάλα ζητήματα τα συζητούσαν σε δημόσιες συνεδριάσεις. Η “δεξιά” και η “αριστερά” μαρτυρούσαν τις τάσεις της Συνελεύσεως. Δεξιά από το προεδρείο βρίσκονταν όλοι οι αντίπαλοι των ψηφισμάτων της 4ης Αυγούστου, υπέρμαχοι  της ταξικής κοινωνίας και της πρωτοκαθεδρίας των αριστοκρατών. Μαζί τους ήταν και ο αδελφός του μεγάλου Μιαραμπώ και ο αββάς Μωρύ. Κοντά τους, οι μοναρχικοί που απέδρασαν από το επαναστατικό στρατόπεδο τον Αύγουστο και τον Σεπτέμβριο του 89. Τον Οκτώβριο προσχώρησαν οριστικά στην αντιπολίτευση και οι θεωρητικοί του “αγγλικού” συστήματος που φρόντιζαν περισσότερο για το μέλλον παρά για το παρόν. Αριστερά βρισκόταν το “πατριωτικό κόμμα” όπως το ονόμαζαν τότε, που συγκέντρωνε κοντά στα μεγάλα ονόματα της Γαλλίας -δύο Ροσφουκώ, έναν Μοντμορενσύ, έναν Ταλλευράνδο-Περιγκόρ–  τη μάζα των βουλευτών της αστικής τάξεως, που έκανε τα πρώτα βήματα της στην πολιτική.”
Από την χωρική τοποθέτηση των αντιπροσώπων του έθνους στην Assemblée Νationale διαμορφώθηκαν οι πολιτικές στρατοπεδεύσεις που θα ταλανίσουν τα έθνη και τους λαούς στους επόμενους αιώνες; Αυτή η εξήγηση παραείναι απλοϊκή, αν όχι εντελώς εσφαλμένη –αν και ομολογούμενος η περισσότερο αποδεκτή- για να εξηγήσει ικανοποιητικά το περιεχόμενο της απάντησης που αναζητούμε. Όσον αφορά τους «υπέρμαχους της ταξικής κοινωνίας», εδώ ο συγγραφέας της εγκυκλοπαίδειας μάλλον υποχωρεί στην βολική κάλυψη του μοντερνομορφισμού. Στην βιάση του να αποδώσει στην «δεξιά» της γαλλικής εποχής χαρακτηριστικά από τη σύγχρονη παρέβλεψε το γεγονός πως ούτε και η «αριστερά» της γαλλικής εθνοσυνέλευσης διανοήθηκε ποτέ να καταργήσει την ταξική ανισότητα.

Ο Anacharsis Cloots, Πρώσος αριστοκράτης και ένθερμος επαναστάτης, μέλος ο ίδιος της Assemblée Νationale, έλεγε στην εθνοσυνέλευση «Η δημοκρατία των δικαιωμάτων του ανθρώπου δεν είναι ούτε άθεη ούτε θεϊστική αλλά μηδενιστική.» Η Hannah Arendt στο βιβλίο της "Για την επανάσταση" εξηγεί τη σημασία μιας τέτοιας δήλωσης. Οι άνθρωποι που βρέθηκαν να απαρτίζουν την γαλλική εθνοσυνέλευση δεν είχαν ποτέ φανταστεί πως θα έφταναν στο σημείο να πρωταγωνιστούν σε μια επανάσταση. Κύρια επιδίωξη τους ήταν να επαναφέρουν στην τάξη τον Βασιλιά και να περιορίσουν την αχαλίνωτη αριστοκρατία που έσπρωχνε τη Γαλλία προς την αναρχία. Τα γεγονότα κυριάρχησαν επάνω τους καταλυτικά φέρνοντάς τους αντιμέτωπους με κάτι εντελώς πρωτόγνωρο για τους ίδιους. Από σωτήρες ή αναμορφωτές του καθεστώτος μετατράπηκαν στους δήμιους του. Τα έδρανα της εθνοσυνέλευσης οροθετούνταν από τέτοιου είδους «μηδενιστές»: Πατριώτες, Φίλους του Λαού, βασιλόφρονες Φεγιαντίνους, Γιρονδίνους ή Πεδινούς ή αλλιώς και Μπρισσοτίνους, Ορεινούς Ιακωβίνους ή αλλιώς και Μοντανιάρους (les Montagnards), Κορδιελιέρους, Εμπερτιστές (Hébertistes), και τέλος, τους επικρατέστερους όλων, τους Θερμιντοριανούς (από τον επαναστατικό μήνα Θερμιδώρ όπου ξεκληρίστηκε η φατρία των Ιακωβίνων) πουθενά όμως «δεξιούς» ή «αριστερούς». Αλλά να μην ξεχνάμε και όσους έμεναν εκτός εθνοσυνέλευσης, Αβράκωτους (San Culottes) ή Ξεμπράτσωτους (Βras Νus), Λυσσασμένους (Εnrages), Τμηματικούς (Sectionnaires), και τέλος την πλειοψηφία του λαού που εξακολουθούσε να έχει ανάμικτα αισθήματα προς το ancient regime (ιδιαίτερα στη γαλλική επαρχία). Όλοι χωριζόντουσαν σε ομάδες, σε λέσχες, σε εταιρίες εξασκώντας τον πολιτικό διάλογο στην κυριολεξία από το «σημείο μηδέν».  Πουθενά δεν μπορούμε να βρούμε στους δικούς τους φλογερούς λόγους κάτι το οποίο να μπορέσει να προσομοιωθεί με αυτό που αποκαλούμε σήμερα Δεξιά ή Αριστερά.[1]

Ούτε ο άλλος μύθος για την προέλευση των όρων Αριστερά-Δεξιά από το πεδίο της φιλοσοφίας του Χέγκελ στους αριστερούς μαθητές του, δηλαδή τους οπαδούς της Μεθόδου, και στους δεξιούς τους οπαδούς της Δομής δίνει κάποια εξήγηση. Στην άνοιξη του 1848, εκτός από την υπόμνηση του Marx να μην μπερδεύουμε τον θείο με τον ανιψιό [2] τα πράγματα γίνονται ακόμα πιο περίπλοκα. Ανάμεσα στην παλινόρθωση, τους συντηρητικούς, τους φιλελεύθερους αστούς, τους δημοκράτες, τα εθνικά κινήματα της Ιταλίας και Ουγγαρίας και τους Χαρτιστές του συνεταιριστικού κινήματος πολύ λίγος χώρος έμενε για να βρούνε μια κάποια ανταπόκριση σχήματα όπως Δεξιά και Αριστερά. Και όσον αφορά την κομμούνα του 1871 εκεί ο σουρεαλισμός της εποχής μας δεν αντέχει καν στην ιδέα πως ο σφαγέας των κομμουνάρων δεν ήταν άλλος από τον πολύ αριστερό και πάνδημης αποδοχής Αδόλφο Θιέρσο (Adolphe Thiers).

Είναι πολύπλοκo λοιπόν να ορίσουμε με ακρίβεια πότε ο όρος Αριστερά – Δεξιά απέκτησε τη σημασία που του δίνουμε εμείς σήμερα. Πολύ ορθά το ΚΚΕ αρνείται για τον εαυτό του αυτή την ονομασία και επιμένει σε εκείνη του κομμουνιστή. Όπως επισημαίνει ο Michea, «Όλες μεγάλες ιδρυτικές μορφές του σοσιαλιστικού και αναρχικού κινήματος δεν σκέφτηκαν ούτε μια φορά να αυτοκαθοριστούν ως άνθρωποι της αριστεράς». 

Για τον Jean-Claude Michea ο όρος αριστερός παίρνει τη σημερινή του σημασία μέσα από τον διχασμό που έφερε στην 3η Γαλλική Δημοκρατία η υπόθεση Dreyfus. Γιός εβραίου βιομηχάνου και λοχαγός του γαλλικού πεζικού, ένας τέτοιος αξιωματικός μόνο το υπόδειγμα αριστερού δεν θα μπορούσε να είναι. Άλλωστε, το Σοσιαλιστικό Κόμμα κάτω από την ηγετική φυσιογνωμία του Jean Jaures, όπως και το εργατικό κίνημα της εποχής, αρχικά έμειναν αποστασιοποιημένα έως και εχθρικά απέναντι του και ήταν βαθιά αντισημιτικά και τα δύο. Ανάμεσα στους πρώτους dreyfusards δεν συγκαταλεγόντουσαν καθόλου μέλη από το Σοσιαλιστικό Κόμμα. Μόνο μετά την πανεθνική τροπή των γεγονότων και κάτω από το βάρος της ιστορικής δημοσίευσης του "Κατηγορώ" από τον Zola, το εργατικό κίνημα και οι σοσιαλιστές βρέθηκαν στο πλευρό των αριστερών και τότε αρχίζει να μπαίνει σε λειτουργία η έννοια των «Μετώπων».

Οι αριστεροί της 3ης Γαλλικής Δημοκρατίας ήταν κυρίως αστοί, αντιμοναρχικοί και αντικληρικοί αντιμιλιταριστές και όχι μέλη μιας πολιτικής παράταξης για την οικονομική δικαιοσύνη και την πολιτική ισότητα (όπως οι κομμουνάριοι). Όμως αυτή η επισκόπηση του επαναστατικού κινήματος του 19ου αιώνα μας λέει πολλά περισσότερα από απλά μια ιστορική αποκατάσταση για τους όρους και τα ονόματα. Μας λέει πως όχι μόνο υπήρξε εποχή όπου το πολιτικό πρόγραμμα αφορούσε αμιγώς το ζήτημα της πολιτικής εξουσίας, και όχι όπως σήμερα εκείνο των «δικαιωμάτων», αλλά και πως αριστερά και αστική κοινωνία είναι πολύ πιο συνυφασμένες έννοιες από όσο θέλουμε να πιστεύουμε. Για την ακρίβεια η αριστερά είναι περισσότερο ο εγγυητής του αστικού χαρακτήρα μιας κοινωνίας, εκεί όπου η δεξιά αποτυγχάνει να διατελέσει αυτό τον ρόλο, και λιγότερο η δύναμη που θέλει να την ανατρέψει. Και οι δύο άλλωστε διεκδικούν το ίδιο πράγμα: την Ενότητα του έθνους και τη δικαίωση τους από την Ιστορία. Ο Charles Peguy έγραφε το 1907 «οι νέοι διανοούμενοι αριστεροί, αδιαφορώντας για την αντίφαση, εγκωμιάζουν τον ίδιο κόσμο ως σύγχρονο, και τον στιγματίζουν ως αστικό και καπιταλιστικό», μια διαπίστωση που ισχύει το ίδιο και για τους δεξιούς αν διαβαστεί ανάποδα. Οι δεξιοί εγκωμιάζουν τον κόσμο ως καπιταλιστικό και αστικό και οικτίρουν για τον σύγχρονο του χαρακτήρα.

►Υπόθεση ελληνική αριστερά

Όσον αφορά τη νεοελληνική ιστορία επισκοπώντας τον εμφύλιο του 20ου αιώνα (ο οποίος πρέπει να ομολογήσουμε πως στην γενική του εικόνα ξεκίνησε το 1901 με τα «Ευαγγελιακά»[3] στην σκιά των τραγελαφικών κατορθωμάτων της «Εθνικής Εταιρίας» το 1897 και τελείωσε μετά από ενενήντα χρόνια με την κυβέρνηση συνεργασίας ΠΑΣΟΚ-ΚΚΕ-ΝΔ) διαπιστώνουμε παντελή απουσία των εννοιών Αριστερά – Δεξιά έως την εμφάνιση της ΕΔΑ το 1951. Είναι κυρίως λόγω της μετέπειτα επικράτησης της ορολογίας αυτής όπου η σύγχρονη ιστοριογραφία αναφέρει ως «αριστερούς» κυρίως αστούς και διανοούμενους που συσπειρώθηκαν γύρω από τη διένεξη του γλωσσικού ζητήματος με αιχμή τη μετάφραση του ιερού ευαγγελίου στη δημοτική, δημοτικιστές λόγιους και αντιβασιλικούς από την Επιτροπή Εθνικής Αμύνης έως τον Πλαστήρα.

Το περιβόητο κίνημα στο Γουδί -που διχάζει ακόμα τους ιστορικούς- φλέρταρε μεταξύ μιας στρατιωτικής αντίδρασης και μιας ενδοαστικής εξέγερσης, είχε παρόλα αυτά ανεπιφύλακτα τη λαϊκή υποστήριξη με το μέρος του. Αν και αυτό το στοιχείο δεν επαρκεί από μόνο του για να το κατατάξουμε στην αριστερά πάντως ο ιστορικός  Βασίλης Λάζαρης, στο έργο του "Οι ρίζες του Ελληνικού Κομμουνιστικού Κινήματος", (εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή), δεν έχει καμία αμφιβολία πως τον Στρατιωτικό Σύνδεσμο αποτελούσαν «οι προοδευτικοί αξιωματικοί του στρατού, εκφράζοντας τα συμφέροντα της ελληνικής αστικής τάξης [4] 

Και όσον αφορά τον ιδεολογικό χαρακτήρα των γεγονότων, διαφωτιστικά είναι τα επιχειρήματα που διεξήχθησαν εκατέρωθεν υπό τη μορφή δημόσιων ανακοινώσεων μεταξύ του προγράμματος του Στρατιωτικού Συνδέσμου και την απάντηση που έλαβε μερικές ημέρες αργότερα στις 7 Αυγούστου του 1909 από τη φοιτητική Νεολαία σε δημοσίευση στις εφημερίδες της Αθήνας. Εκεί το επιχείρημα των βασιλοφρόνων φοιτητών προς τους «αριστερούς» κινηματίες είναι αποκαλυπτικό. Μπροστά στο αίτημα του Στρατιωτικού Συνδέσμου για αποπομπή των «βασιλοπαίδων» από τον ελληνικό στρατό και ναυτικό οι φοιτητές ως σύγχρονοι υπερασπιστές της επαγγελματικής κινητικότητας προβάλανε τον αντισυνταγματικό χαρακτήρα και την άνιση μεταχείριση μιας τέτοιας απαίτησης «Αφού κάθε έλληνας έχει το δικαίωμα να επιλέγει οποιοδήποτε επάγγελμα επιθυμεί για τα τέκνα του, είτε το στρατιωτικό είτε κάποιο άλλο, το ίδιο δικαίωμα θα έπρεπε να απολαμβάνει και ο Βασιλεύς για τα δικά του τέκνα [5]. »

Είναι φανερό πως οι έννοιες Δεξιά – Αριστερά στην Ελλάδα του πρώτου μισού του 20ου αιώνα είναι ακόμα ανύπαρκτες υποδηλώνοντας έτσι και τον καθυστερημένο της χαρακτήρα σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρώπη. Στις εκλογές του 1936 λίγο πριν την δικτατορία του Μεταξά ο ιστορικός της εποχής κατανέμει τις έδρες του κοινοβουλίου ως εξής: η αντιβενιζελική παράταξη έλαβε 144 έδρες και η βενιζελική 141. Οι κομμουνιστές έλαβαν 15 έδρες. Πουθενά αναφορά για Αριστερά ή Δεξιά. Θα χρειαστεί να εμπεδωθεί ο αντίκτυπος της ρωσικής επανάστασης και ο ελληνικός εμφύλιος του 1944 για να περάσουνε οι ορολογίες αυτές και στον ελληνικό χώρο, και πάλι μόνο μέσα από την στρεβλή εντύπωση που έκανε ο μπολσεβικισμός στους άσχετους με τα σοσιαλιστικά ζητήματα έλληνες. Ας μην ξεχνάμε πως η πρώτη ολοκληρωμένη μετάφραση του Κεφαλαίου του Μαρξ έγινε μόλις τη δεκαετία του 1950 από τον δικηγόρο Γιάννη Σκουριώτη.

►Brothers in arms

Η εδραίωση της ενότητας της Αριστερά με τη Δεξιά επικυρώθηκε με τον καλύτερο τρόπο όταν από το να πολεμούν η μία την άλλη συμφώνησαν πως ωφελιμότερο ήταν να διεξάγουν τους πολέμους τους από κοινού. Έτσι, πρώτη φορά μετά τον 2ο μεγάλο πόλεμο εντός ευρωπαϊκού εδάφους, εγκαινίασαν τη νύχτα της 24ης του 1997 πόλεμο οι ευρωσοσιαλιστές με συνεπίκουρους τους οικολόγους πράσινους [6]. Μέχρι τη συμμαχία των προθύμων κατά του δικτάτορα Χουσεΐν, την ανατροπή του Καντάφι, και την ιερή συμμαχία κατά του ISIS, βλέπουμε τον πόλεμο να τον διεξάγουν από κοινού κυβερνήσεις και κόμματα και των δύο ιδεολογικών παρατάξεων συνεπικουρούμενα επιπλέον από τον μέγιστο βαθμό συναίνεσης της πλειοψηφίας των δυτικών. Ποιός ευπρεπής ή προοδευτικός δυτικός θα εναντιωνότανε άλλωστε στην ιδέα πως το ISIS δεν πρέπει να ξεριζωθεί συθέμελα από το πρόσωπο της Γης; Η ιδέα πως οι τύχες των λαών πέρα από το κέρας της εγγύος ανατολής είναι αποκλειστικά δική τους υπόθεση και πως θα έπρεπε είτε μας αρέσει είτε όχι να τους αφήσουμε να τις ορίσουν ανεμπόδιστα μόνοι τους, ακούγεται εξωφρενική στα αυτιά όλων, ασχέτως αν είναι δεξιοί ή αριστεροί.

►Ο αστικός νεστοριανισμός

Ο λόγος για τη συγγένεια Δεξιάς και Αριστεράς έκανε την εμφάνιση του στο πεδίο των ιδεών ακριβώς μετά το 1989 την στιγμή που η ένταση των δύο στρατοπέδων υποχωρούσε σε αυτό των συμβολισμών και τον χαρτοπόλεμο μεταξύ των διανοούμενων. Δεν είναι νέο φαινόμενο μια παράσταση να κάνει την εμφάνιση της ακριβώς μετά τον ιστορικό της θάνατο. Αν και αναδρομική λοιπόν, η ανακάλυψη αυτής της συγγένειας δεν παύει παρόλα αυτά να παραμένει συγγένεια. Η εξήγηση της βρίσκεται στην βασική διαπίστωση πως, μπροστά σε οποιοδήποτε έντιμο έλεγχο των εννοιών «Αριστερά» και «Δεξιά», βρισκόμαστε κάθε φορά πρόσωπο με τη διττή υπόσταση της αστικής κοινωνίας. Αντίστοιχα, με τον χριστιανικό νεστοριανισμό που χωρίζει το πρόσωπο του Χριστού σε ένα θεϊκό και ένα θνητό, εξηγείται έτσι και η διφυΐα της αστικής κοινωνίας σε μια αριστερά και μια δεξιά.
Επί αυτού δεν λέμε τίποτα που να μην έχει ήδη ειπωθεί με τον πλέον αναλυτικό τρόπο και από χιλιάδες άλλους ανθρώπους. Καινούργια είναι μόνο κάθε φορά η έκπληξη αυτής της διαπίστωσης όταν (αντιστ)ηχεί σε ώτα μη ακουόντων.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:

[1].Για την ανεπάρκεια να εξηγηθούν οι τάσεις τις γαλλικής εθνοσυνέλευσης με την απλοϊκότητα των όρων Δεξιά και Αριστερά αρκεί το παρακάτω παράδειγμα. Ο Γιρονδίνος και πεδινός Nicola de Condorcet, δηλαδή ένας “δεξιός”, ως υπουργός εκπαίδευσης κατέθεσε στην νομοθετική συνέλευση ένα εκπαιδευτικό νομοσχέδιο απαράμιλλης για την εποχή ελευθεροφροσύνης απευθυνόμενο στο σύνολο του ανθρώπινου γένους και όχι μόνο στο γαλλικό έθνος. Οι, “αριστεροί” Ιακωβίνοι έφεραν σθεναρή αντίθεση σε μια τέτοιου είδους διεύρυνση. Για αυτούς σημαντικότερο ήταν η “ενιαία εκπαίδευση” να επέφερε εκείνη την “φρικιαστική ενότητα” που περιγράφει ο Lasch για την Ιστορία.  Για τον ίδιο λόγο οι Ιακωβίνοι παρόλες τις πιέσεις που δέχτηκαν από τα sections δεν είδαν ποτέ με καλό μάτι την κατάργηση του καθολικισμού στην Γαλλία. Μόνο αχρείοι μπορεί να είναι άθεοι έλεγε ο Ροβεσπιέρος. Η υποχώρηση τους στον καθολικισμό δεν γινόταν φυσικά για πνευματικούς λόγους. Γνωρίζανε καλά την ενοποιητική επίδραση που είχε στον γαλλικό λαό η εκκλησία και δεν ήταν καθόλου διατεθειμένοι να στερηθούν την ευεργετική της λειτουργία για το συγκεντρωτικό κράτος που ετοιμάζανε.

[2].Είναι η διάσημη καυστική εισαγωγή του Μarx στη 18η Μπρυμαίρ, η ιστορία επαναλαμβάνεται «την πρώτη φορά ως τραγωδία την δεύτερη ως φάρσα. Ο Κωσιντέρ αντί του Δαντόν …..ο ανιψιός αντί του θείου» (εννοεί τον Βοναπάρτη Γ’).

[3].Αιτία στάθηκε η μάλλον καλοπροαίρετη πρωτοβουλία της Βασίλισσας Όλγας να μεταφραστεί στη δημοτική η Βίβλος και τα ιερά ευαγγέλια. Στο πλαίσιο των επισκέψεων της σε νοσοκομεία είχε διαπιστώσει αυτό το πνευματικό κενό: οι πλήβειες τάξεις να μην μπορούν να διαβάσουν στη δική τους γλώσσα το ιερό κείμενο του χριστιανισμού, και η άμοιρη γυναίκα με την ευρωπαϊκή της παιδεία δεν φαντάστηκε ποτέ πως μια τέτοια μετάφραση θα γεννούσε τα αιματηρά γεγονότα που ακολουθήσανε. Οι φοιτητές της θεολογικής σχολής χαρακτήρισαν «σατανική» την έμπνευση της, ενώ η Ιερά Σύνοδος με ψήφισμα της ζήτησε να παραμείνουν τα ευαγγέλια «αμόλυντα» από τη δημοτική. Τα επεισόδια που ακολούθησαν την 8η Νοεμβρίου 1901 πήρανε τον χαρακτήρα μικρής εξέγερσης και άφησαν πίσω τους οχτώ νεκρούς, εβδομήντα τραυματίες, και την παραίτηση της κυβέρνησης Θεοτόκη.

[4].Τον «προοδευτικό», δηλαδή αριστερό, χαρακτήρα του κινήματος στο Γουδί νιώθει την ανάγκη να υπερασπιστεί ο Ριζοσπάστης της 17ης Αυγούστου 2003. Εκεί απαριθμεί τις προοδευτικές κατακτήσεις που έγιναν, ως αποτέλεσμα του κινήματος, από την κυβέρνηση Βενιζέλου τον Νοέμβριο του 1910: 
«Προστατεύτηκαν τα ατομικά δικαιώματα, η ελευθερία του Τύπου και η ιδιοκτησία μέσα στα πλαίσια του φιλελεύθερου αστικού πολιτεύματος, καθιερώθηκε η μονιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων και η δωρεάν πρωτοβάθμια εκπαίδευση, καταργήθηκε το φεουδαρχικό καθεστώς της Επτανήσου, κατοχυρώθηκε η ίδρυση γεωργικών συνεταιρισμών, καθορίστηκε η Κυριακή σαν ημέρα υποχρεωτικής αργίας, προωθήθηκε η ασφάλεια των εργαζομένων και η οκτάωρη εργασία, αναγνωρίστηκαν τα εργατικά συνδικάτα της Αθήνας και του Πειραιά, αποκλείστηκε η συμμετοχή των εργοδοτών στις εργατικές συνδικαλιστικές οργανώσεις και επιτράπηκε η απαλλοτρίωση μεγάλων εκτάσεων γης, αλλά μόνο με αποζημιώσεις.»
Η εφημερίδα ριζοσπάστης μας αφήνει εδώ με την απορία για την στάση που θα κρατούσε σήμερα αν για παράδειγμα αντίστοιχα μέτρα ψηφίζονταν μετά από το Κίνημα των Αγανακτισμένων. Ψέματα λέμε, δεν έχουμε καμία αμφιβολία πως θα τα κατήγγειλε ως «μέτρα ανάσας υπέρ των συμφερόντων της αστικής τάξης και εκσυγχρονισμού του ντόπιου κεφαλαίου που αποπροσανατολίζουν το εργατικό κίνημα από την συγκρότηση ενός σθεναρού μετώπου αντεπίθεσης και ανατροπής του σάπιου κεφαλαιοκρατικού συστήματος». Βλ. http://www.rizospastis.gr/story.do?id=1912543

[5]. Από τα πρώτα πράγματα που έκανε η νέα κυβέρνηση που προέκυψε από το κίνημα στο Γουδί υπό την πρωθυπουργία του Κυριακούλη Μαυρομιχάλη 
«δύο εικοσιτετράωρα μετά τον σχηματισμό της, ήτο η αποδοχή ενός από τους κυριωτέρους όρους της επαναστάσεως: η απομάκρυνσις από το στράτευμα του διαδόχου Κωνσταντίνου και των πριγκήπων. Ο διάδοχος και ο πρίγκηψ Νικόλαος ετέθησαν εις διαθεσιμότητα τη αίτησει των, οι δε πρίγκηπες Ανδρέας και Χριστόφορος ως και ο επίδοξος διάδοχος Γεώργιος, έλαβον τριετή εκπαιδευτικήν άδειαν και μετέβησαν εις Γερμανίαν…»  
(στο Ιστορία της νεωτέρας Ελλάδος).

[6].Ο τότε Γενικός Γραμματέας του ΝΑΤΟ που καθοδήγησε τους βομβαρδισμούς της Γιουγκοσλαβίας ήταν ο Χαβιέ Σολάνα πρώην μέλος της σοσιαλιστικής κυβέρνησης στην Ισπανία. Το ίδιο και ο καγκελάριος της Γερμανίας, Σοσιαλδημοκράτης Γκέρχαρντ Σρέντερ με τον Οικολόγο Πράσινο υπουργό Εξωτερικών Γιόσκα Φίσερ ήταν οι πιο ένθερμοι υποστηρικτές. Ενώ αξίζει να μνημονευτεί και η στάση τότε του  Συριζα  που έξω από τον χορό φώναζε για έξοδο από την Ε.Ε. για να το λησμονήσει αμέσως την επόμενη που έγινε κυβέρνηση. Έχουν περάσει από τότε μόνο 20 χρόνια αλλά έχουν ξεχαστεί τόσα πολλά.


***


Δεξιά και Αριστερά : In medias res 

Του Αναστάσιου Γεωργίλα

Όταν ο Jacques Ellul έγραφε το 1963 «Ο αστός είναι νεκρός» δεν εξέφραζε τόσο μια θλιμμένη νοσταλγία για την απώλεια της Όμορφης Εποχής (Belle Époque) όσο την αναγγελία ενός νέου κόσμου που ήδη άνοιγε τα φτερά του. Ο Παναγιώτης Κονδύλης, στο βιβλίο του "Παρακμή του αστικού πολιτισμού", γράφει πως τη θέση της απερχόμενης αστικής κοινωνίας πήρε μια μεταηθική και μαζική κοινωνία εντρυφουμένη από την ιδεολογία του απόλυτου σχετικισμού (μεταμοντέρνο). Η πρόρρηση πως τα προβλήματα που συντηρούσαν τις μέχρι τότε συγκρούσεις θα βρίσκανε τη λύση τους στην μαζική κοινωνία δεν βασιζόταν τόσο στην ιδέα πως αυτή ήταν ικανή για να τα εξομαλύνει, όσο στην πεποίθηση πως απλά θα έχαναν το όποιο νόημά τους και ως εκ τούτου θα εξαφανίζονταν από μαρασμό και μαζί τους και το ενδιαφέρον μας γι’ εκείνα. Έτσι έννοιες όπως Έθνος, Συντεχνία, Τάξη, Κοινωνία, Καταγωγή, Ιστορία παύουν πλέον να αποτελούν εγκόσμιες υποστασιοποιήσεις αλλά θεωρούνται κοινωνικές κατασκευές προερχόμενες είτε από «ψευδείς ιδεολογίες» ή, όπως στην περίπτωση Φουκώ, από σκαριφήματα της γλώσσας (των «Λόγων»).

Στον ακαδημαϊκό απόηχο, η διαδικασία αυτή επετεύχθη κάτω από το γενικό πρόσταγμα της «αποδόμησης». Μέσα στον κενό χώρο που απέμεινε από τη θέση της αξιολογικά δομημένης κοινωνίας πήρε μια κοινωνία κατατμημένη σε άτομα μεταξύ τους ισοδύναμα ακριβώς όπως τα σημεία ενός επιπέδου. Το έθνος υποκατέστησε ο πληθυσμός, τη φυλή η μυθολογία ή ένας πολιτικά ύποπτος επιστημονισμός, την οικογένεια το σύμφωνο συμβίωσης, την τάξη ο σύνδεσμος φιλάθλων, την πόλη τα Mall και την ουτοπία η καριέρα. Ο αντικειμενιστής ήρωας της Ayn Rand και ο μποέμ ήρωας δεν είναι άλλο από τις δύο όψεις του ίδιου εγωιστή πρίγκιπα που τόσο εξυμνεί η ποπ κουλτούρα της εποχής μας. Τη θέση του αστού πήρε ο μαζάνθρωπος και την σύγκρουση των αξιών που κάποτε κατευθύνανε τους ηθικούς δείκτες της δεξιάς και της αριστεράς αντικατέστησε μια έρημος από συμφέροντα και δυνατότητες «όπου οι πάντες μπορούνε να γίνουν τα πάντα με τον ίδιο τρόπο που τα πάντα μπορούνε να γίνουν εμπορεύματα.» Από τον trans-leftist μέχρι τον beyond-leftist, ο «υπερ-αριστερός»  που εμφανίστηκε στη θέση των αναχρονισμών της Αριστεράς και της Δεξιάς, ευέλικτος ως άτομο, κομφορμιστής ως κοινωνία, με την τσέπη στα δεξιά και την καρδιά στα αριστερά, τίποτα περισσότερο από ένας πεθαμένος αστός, αποτελεί τον ιδανικό ιδεότυπο που αντιστοιχεί στην μεταηθική εποχή της μαζικής κοινωνίας.

Η εξέλιξη των γεγονότων έδειξε τον χιμαιρικό χαρακτήρα της παραπάνω πίστης. Αυτό που δεν διέκριναν οι θιασώτες της μαζικής κοινωνίας είναι πως δίπλα στο πτώμα του αστού το φέρετρο της αστικής κοινωνίας παρέμεινε άδειο. Όλο το θεμελιακό πλαίσιο που στήριζε τον αστικό κόσμο συνέχισε να διαβιεί εύρυθμο βίο και εντός της μαζικής κοινωνίας. Οι πιστωτικές κάρτες για όλες τις τσέπες και όλα τα πορτοφόλια δεν εξάλειψαν την φτώχεια, έδωσαν απλά το (άδωρο) δικαίωμα στους πληβείους να διακοσμούν τα -άδεια έτσι κι αλλιώς -πορτοφόλια τους με πολύχρωμες τράπουλες από πιστωτικές. Ούτε το δικαίωμα που έδωσε η Αγγλία στους Sih αστυνομικούς να φοράνε αντί του αστυνομικού κράνους το παραδοσιακό τους τουρμπάνι μείωσε στο ελάχιστο τον κατασταλτικό χαρακτήρα της αστυνομίας. Έτσι, παρόλη την σταυροφορία αποδόμησης που συντελέστηκε, η βασική ιδέα της une et indivisible, της μίας και αδιαίρετης ιδέας του Έθνους (ανανεωμένου ασφαλώς στα χρώματα του ουράνιου τόξου) παραμένει αναλλοίωτη. Το ίδιο και ο απόλυτος χαρακτήρας του κράτους: όχι απλά δεν αμφισβητήθηκε ποτέ πραγματικά, αλλά βρήκε αναβαθμισμένο ρόλο στη θεραπευτική λειτουργία του για την κινητικότητα των ατόμων. Ο διαμελισμός της τοπογραφίας σε εκλογικές περιφέρειες, το μοίρασμα των πολιτών σε εκλογικούς καταλόγους αντιστοιχούν με ακόμα πιο πρόσφορο τρόπο από εκείνο που ρύθμιζε στην αστική εποχή η ταξική ή συντεχνιακή διαστρωμάτωση, ενώ το νέο κοινωνικό συμβόλαιο μεταξύ πολιτικών και πολιτών ξεπροβάλλει πλέον στα πρότυπα μιας διαφημιστικής καμπάνιας μεταξύ πωλητών και αγοραστών.

Αν οι έννοιες που γεμίζανε με νόημα τα κοσμοείδωλα της Δεξιάς και της Αριστεράς έχουν αδειάσει από περιεχόμενο, κυρίως μετά που όλο το πακέτο της αριστεράς έχει υιοθετήσει η Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ και που η δεξιά μοιάζει όλο και περισσότερο με μια ρετρό αριστερά, τι μένει πια να τις συντηρεί; Ποιός ο λόγος να υιοθετεί κανείς ένα από εκείνα τα μάχιμα κοσμοείδωλα που συντάραξαν την ιστορία με τις συγκρούσεις τους παρά από κάποιο καπρίτσιο; Μια εφήμερη διαδρομή να μπορείς να αλλάζεις την μία ιδεολογία με την άλλη με την ίδια ευκολία που μπορεί κανείς σήμερα να επιλέξει ποδοσφαιρική ομάδα, φύλο, θρησκεία ή τον τόπο παραμονής του. Την κινητικότητα εξάλλου, και όχι το σθένος, είναι αυτό που επιβραβεύει η μαζική κοινωνία.

Οι «αριστερές» της Αριστεράς

Δεν πρέπει λοιπόν να μας ξενίζει το πείσμα να ανασυρθεί  μέσα από τα κομμάτια της κατατμημένης αριστεράς εκείνη που να μπορεί να διασώσει τον αυθεντικό της χαρακτήρα. Ο Zygmunt Bauman την χωρίζει σε δύο και τις απορρίπτει εξίσου, «την αριστερά που θέλει να τα κάνει καλύτερα από τη δεξιά» και την «αριστερά του ουράνιου τόξου», αλλά δεν αμφιβάλλει καθόλου όταν λέει πως αυτό που χρειάζεται η εποχή μας είναι μια αυθεντική αριστερά. Ο Marco Revelli με την αυτοπεποίθηση  που του δίνει η ανάληψη ως επίσημου χορηγού του από τον ΣΥΡΙΖΑ μας διαβεβαιώνει πως «Η μόνη δυνατή αριστερά είναι εκείνη των Podemos και του Αλέξη Τσίπρα». Ο Jacques Juliard, στο βιβλίο του "Οι Αριστερές της Γαλλίας", σε ένα κρεσέντο αναχρονισμών όπου ο ίδιος, κρατώντας την μπαγκέτα, πρωτοστατεί, απαριθμεί από το 1762 έως το 2012 περισσότερες από δέκα αριστερές [7]. Από την Ιησουίτικη και την Γιανσενική αριστερά βγαλμένη μέσα από τα σπλάχνα του ριζοσπαστικού καθολικισμού έως τη σύγχρονη χειραφετημένη από τα κόμματα αριστερά των «ατόμων». Για τον Jean-Claude Michea η αριστερά αποτελεί απλώς το άλλο πρόσωπο του φιλελεύθερου Ιανού αλλά στο τέλος μας καλεί και αυτός να αναστήσουμε εκείνη την αριστερά του πρωτόλειου σοσιαλιστικού κινήματος που ήταν «ριζοσπαστικά κριτική στην φιλελεύθερη κληρονομιά του διαφωτισμού.» Η Simone Weil διέκρινε και αυτή επίσης την αριστερά σε δύο ρεύματα. Το ένα «από όσους αφιερώνονται εξ ολοκλήρου στην δικαιοσύνη» και το άλλο ρεύμα το οποίο «είναι μια απάντηση στην αστική συμπεριφορά, και προκάλεσε έναν εργατικό ιμπεριαλισμό παρόμοιο με τους εθνικούς ιμπεριαλισμούς.» Η Simone Weil στο "Ανάγκη για ρίζες" γράφει για την αντίφαση του πατριωτισμού της αριστεράς και της δεξιάς να «αισθάνονται ή κύριοι της χώρας τους ή ικανοί να καταστούν κύριοι της» και αναρωτιέται «πώς να τους συμφιλιώσει με την Γαλλία χωρίς να χρειαστεί να την παραδώσει στα χέρια τους.»

►Νέα ονόματα, ίδιοι τρόποι

Η συζήτηση για τη Δεξιά και για την Αριστερά, και κυρίως για τη δεύτερη, μοιάζει να έχει συνεπάρει τόσο πολύ όσους εμπλέκονται σε αυτή που ξεχνάνε το γεγονός πως  όσα γράφουν οφείλουν να αποκρυσταλλώνονται με ένα μεστό τρόπο στις ανάγκες ανθρώπινων υπάρξεων. Έτσι, η συζήτηση των μεγάλων αξιών που χωρίζουν την Αριστερά από τη Δεξιά βοηθάει περισσότερο να αποφύγουμε το πρόβλημα, μετατοπίζοντας το γλωσσικά, παρά να δούμε τι είναι αυτό που χωρίζει πραγματικά τους ανθρώπους μεταξύ τους, πόσο μάλλον να προσπαθήσουμε να το λύσουμε. Το ζήτημα δεν είναι νέες λέξεις να αντικαταστήσουν την θέση των παλαιών. Όσο και αν η γλώσσα βοηθάει να ερμηνεύσουμε τον κόσμο, η ίδια δεν είναι ο κόσμος, ώστε να νομίσουμε πως αρκεί να την αλλάξουμε για να αλλάξει και ο κόσμος μας.

Διαπιστώνουμε επίσης πως όσο αυξάνεται η συζήτηση για την Αριστερά και τη Δεξιά και όσο αποσαφηνίζεται η σπουδαιότητα της διαπάλης τους «έχει νόημα να παλεύουμε για αριστερά αιτήματα» μας λένε οι ακαδημαϊκοί του συρμού, τόσο περισσότερο τα προβλήματα που μας περιβάλουν περιπλέκονται και τόσο λιγότερο προσπαθούμε να καταβάλουμε κόπο για να τα λύσουμε. Η διάσταση που αφορούσε κάποτε τη διένεξη μεταξύ αριστερών και δεξιών πολιτικών (αν ποτέ υπήρξαν αμιγώς ως τέτοιες) έχει μετατεθεί από τον χώρο της πολίτικης πραξεολογίας σε αποκλειστικά ακαδημαϊκό ζήτημα.  Παρακολουθώντας από τη βάση της κοινωνίας προς τα πάνω, η μορφή της διένεξης αριστεράς και δεξιά είναι στα χαμηλότερα στρώματα αδιάφορη, αφήνοντας έτσι κι αλλιώς αμέτοχους με την πολιτική τους πληβείους των μεσοαστικών στρωμάτων καθώς και τα λίγο ανώτερα στρώματα να ασχολούνται κυρίως με τη μοιρολατρία τους. Ενώ όσο δρασκελίζουμε προς στα κοινωνικά ρετιρέ και φτάνοντας στον χώρο των επαγγελματιών πολιτικών η συζήτηση αυτή παίρνει πιο χαλαρό ύφος συγκαταβατισμού και διάθεση συναίνεσης. Σαν να αναγνωρίζεται από την αρχή πως δεν αποτελεί μια πραγματική παρά μόνο μια προσχηματική διαμάχη. Ενώ όταν φτάνουμε στο πεδίο των ακαδημαϊκών τότε η σύγκρουση Αριστερά-Δεξιά μέσα στα λόγια και τα γραφόμενα συγγραφέων, καθηγητών και δημοσιογράφων λαμβάνει στην κυριολεξία διαστάσεις συμπαντικής τιτανομαχίας.

Οι άνθρωποι των γραμμάτων λοιπόν είναι αυτοί που προσπαθούν να διατηρήσουν ζωντανή τη διάκριση Αριστερά-Δεξιά εκεί που οι ευσυνείδητοι άνθρωποι στους καθημερινούς τους χώρους, στη δουλειά, το σπίτι, την παρέα τους την έχουν καταργήσει. Αυτή η συντήρηση πρωτίστως συμβαίνει γιατί οι άνθρωποι της διανόησης, που σε ένα μεγάλο κομμάτι τους αποτελούν και τους ανθρώπους που ασχολούνται επαγγελματικά με την πολιτική, πιστεύουν πραγματικά σε αυτές τις έννοιες και υπηρετούνε με σθένος την μια από τις δύο. Αλλά αυτομάτως αυτή η περιγραφή μας αποκαλύπτει κάτι που έχει ακόμα μεγαλύτερη αξία. Η συντήρηση της Δεξιάς και της Αριστεράς γίνεται και για έναν λόγο παραπάνω. Γιατί από αυτή την αντίθεση στην κυριολεξία βγάζει το ψωμί της μια καθόλου ευκαταφρόνητη σε μέγεθος ελίτ του δημόσιου λόγου και της πολιτικής. Όσο υπάρχει η Αριστερά και η Δεξιά θα υπάρχει πάντα μια θέση για τους ακαδημαϊκούς και τους αντίστοιχους πολιτικούς να αναλύσουν, περιγράψουν και να εξηγήσουν ποιά ή τι είναι σήμερα η Δεξιά και η Αριστερά και τι από όλα όσα κάνουμε ή πρέπει να κάνουμε για να τις αρμόζουν.

Στην Αριστερά αυτού του είδους οι τιτανομαχίες αποδίδουν μόνο τα καλά αποτελέσματα της γαλλικής επανάστασης και του Διαφωτισμού, και στην Δεξιά μόνο τα κακά. Ολοκληρωτισμός, στρατόπεδα συγκέντρωσης, ιμπεριαλισμός, ορθολογισμός, εθνικισμός, δογματισμός γίνονται με την ακαδημαϊκή πένα τα κατεξοχήν δεξιά κληρονομήματα ενώ η φιλοπατρία, η δικαιοσύνη, η φιλανθρωπία, η ισότητα τα αποκλειστικά προνόμια της Αριστεράς. Ως αποκλειστικό προνόμιο που διακρίνει την Αριστερά από την Δεξιά είναι, στο βιβλίο του "Δεξιά και Αριστερά" για τον Norberto Bobbio, η Ισότητα. Μια τέτοια όμως εξήγηση ποιόν άλλο ικανοποιεί παρά μόνο το εύπιστο κοινό του; Ο Bobbio παραβλέπει το γεγονός πως υπάρχει εξίσου και ένα είδος δεξιού ιδεώδους της Ισότητας, εξαγόμενο από την διακήρυξη του 1789 όπως και αυτό της αριστεράς. Έτσι η ισότητα αν και προερχόμενη από τα δεξιά αλλά με εξίσου καθολικό και οικουμενικό χαρακτήρα είναι και αυτή που θέτει όλους τους ανθρώπους ίσους κάτω από το βλέμμα του Θεού, όλους ίσους απέναντι στον νόμο και όλους ίσους στις υποχρεώσεις τους προς την πατρίδα. Επειδή η δεξιά ισότητα δεν αρέσει στους αριστερούς δεν πρέπει σώνει και καλά να αποδεχτούμε πως έτσι είναι.

►Οι γαλαζοαίματοι του δικαιώματος

Για την Simone Weil κανένα δικαίωμα δεν υπάρχει εκτός και αν συνδέεται με τις υποχρεώσεις που του αναλογούν και το καθιστούν ορατό στους άλλους, ως και τη δική τους υποχρέωση, να αναγνωρίσουν το δικαίωμα στο δικό μας πρόσωπο. Πόσο πολύ απέχει αυτή η αντίληψη από την εμμονή της εποχής μας να διεκδικούμε όλο και περισσότερα δικαιώματα και να απαιτούμε όλο και λιγότερες υποχρεώσεις; Ακριβώς η διαφορά να θεωρούμε πως τα δικαιώματα δίνονται εκ γενετής είναι που κάνει τους πολίτες του δυτικού κόσμου να φαντάζουν σαν γαλαζοαίματοι μπροστά στους παρίες της παγκοσμιοποίησης. Κληρονόμοι του πνεύματος της διακήρυξης του 1789 έχουμε καταστεί ανίκανοι να προσλάβουμε την σημασία και το αντίτιμο που απαιτείται για την κατοχή καθενός δικαιώματος. Δεν χρειάζονταν προσπάθεια να δειχτεί από την αρχή πως μια διακήρυξη για όλους τους ανθρώπους για όλες τις χώρες δεν ήταν παρά μια επηρμένη ευχολογία που κανένας από τότε δεν πήρε ποτέ πραγματικά τοις μετρητοίς. Χωρίς μια διακήρυξη των υποχρεώσεων να την συνοδεύει το μέλλον της διακήρυξης των δικαιωμάτων του 1789 προδιαγραφόταν από την αρχή μοιραία. Ήταν επομένως φυσικό ο οξύνους Mirabeau να την αντιμετωπίσει με καυστικό τρόπο «Τελικά κανένα μέλος των Πέντε [ της επιτροπής που συνέταξε την διακήρυξη ] δεν σκέφτηκε να διακηρύξει τα δικαιώματα της φυλής των Κάφρων ή των Εσκιμώων, ούτε καν των Δανών ή των Ρώσων.» Στο λυκόφως όμως της αστικής εποχής πέφτει και η κουρτίνα για τους γαλαζοαίματους του δικαιώματος και το βασίλειο τους αρχίζει να συρρικνώνεται. Το δικαίωμα όλο και περισσότερο αποτελεί πλέον αποκλειστικό προνόμιο μιας ευδαιμονούσας χαζοχαρούμενης ελίτ που συναγωνίζεται σε θράσος και κυνισμό την κοκεταρία της Μαρίας Αντουανέτας, ενώ για την πλειοψηφία παίρνει ο καθένας τη θέση του στην κλίμακα του τσαλαπατήματος πατώντας με την σειρά του όπως μπορεί τον πιο αδύνατο.

Αν άραγε στερηθούμε τα δικαιώματα θα αντιληφθούμε την αξία τους και θα μάθουμε έτσι να είμαστε υπεύθυνοι στις υποχρεώσεις τους; Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα θα παραμείνει ίσως για αρκετό καιρό ακόμα αφανέρωτη. Χρειαζόμαστε σίγουρα μια πολιτοφροσύνη που να εμπνέει τους ανθρώπους να αναγνωρίσουν τις υποχρεώσεις τους και να αναλάβουν το σθένος για να ανταπεξέλθουν στις στρεβλώσεις τις κοινωνίας. Αλλά δεν είναι καθόλου απαραίτητο αυτή η πολιτοφροσύνη να είναι κάτι «νέο» ούτε και να την επινοήσουμε στις λέξεις και σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να είναι μια κινητοποίηση που να αναφέρεται σε μια Δεξιά ή μια Αριστερά.

Μέχρις ότου όμως να μπορούμε επάξια να φέρουμε την ιδιότητα του ανθρώπου μπορούμε να ξεκινήσουμε με κάτι πιο απλό. Μπορούμε να εναποθέσουμε στον κάλαθο των αχρήστων την Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Πολίτη και του Ανθρώπου του 1789 και μαζί με αυτή και τα ψυχοπαίδια της. Την Αριστερά και την Δεξιά.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:

[7]. Σε όλο το βιβλίο "Οι Αριστερές της Γαλλίας" ο Jacques Juliard επιτηδεύεται τη διαχείριση ενός αναχρονισμού κατά την δική του μεροληπτική ανάγνωση προκειμένου το παρελθόν να δικαιώσει την Αριστερά. Είναι «οι γιοί (της Αριστεράς) που γέννησαν τους πατεράδες (της Ιστορίας) και όχι το ανάποδο» ισχυρίζεται ο Juliard και το φυσικό αποτέλεσμα μιας τέτοιας τερατομορφίας αποτελεί το επαναλαμβανόμενο μοτίβο στις εννιακόσιες σελίδες του. Αυτή τη δημιουργική ανασκευή του παρελθόντος ο ίδιος ο Juliard τη δικαιολογεί με την παρακάτω φράση: «Όπως έλεγαν στη Σοβιετική Ένωση, σχολιάζοντας τις διαδοχικές επιστρώσεις που έρχονταν να προστεθούν στην ιστορία της μπολσεβίκικης επανάστασης ποτέ δεν ξέρουμε από τι είναι φτιαγμένο το χτες…»

Βιβλιογραφία
  • – Simone Weil, 1949, Ανάγκη για ρίζες, Κέδρος.
  • – Jacques Ellul, 1963, Μεταμόρφωση του αστού, Νησίδες.
  • – Διονυσίου Α. Κοκκίνου της ακαδημίας Αθηνών,1971, Ιστορία της νεωτέρας Ελλάδος, εκδοτικός οίκος Μέλισσα.
  • – Fratelli Fabbri Εditori, 1973, Ιστορία των Επαναστάσεων, Εκδοτικός οργανισμός Ακμή.
  • – Κονδύλης Παναγιώτης,  1991, Η παρακμή του Αστικού Πολιτισμού, Θεμέλιο.
  • – Christopher Lasch, 1995, Η εξέγερση των ελίτ, Νησίδες.
  • Murray Bookchin,1996, Η τρίτη επανάσταση, Εκδόσεις Αλεξάνδρεια.
  • – Άννα Μαχαίρα, 2011,Οι μεγάλες δίκες, Εκδόσεις Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία.
  • Jacques Juliard, 2012, Οι Αριστερές της Γαλλίας, Πόλις
  • – Jean-Claude Michea, 2013,  Τα Μυστήρια της Αριστεράς, Εναλλακτικές Εκδόσεις.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.