Δευτέρα 16 Φεβρουαρίου 2015

Η ρεαλιστική δυνατότητα για την Ενδογενή Παραγωγική Ανασυγκρότηση της Ελλάδας


Του Αλέξανδρου Οικονομίδη*

Την περασμένη εβδομάδα, σε παρέμβασή του για την Παραγωγική Ανασυγκρότηση, σ’ αυτόν τον χώρο, ο σύντροφος Ποταμιάνος επεσήμανε μεταξύ άλλων τα εξής:

Τι σημαίνει μεταρρυθμίσεις; Σημαίνει αποδιάρθρωση του τοπικού παραγωγικού μοντέλου… Διαλύω δηλαδή τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις.

H τελευταία μελέτη της Task Force (δηλαδή της τρόικας) με θέμα: Ανάπτυξη για τις Μικρομεσαίες Επιχειρήσεις στην Ελλάδα (24 Σεπτεμβρίου 2014) περιλαμβάνει τις περισσότερες από τις προτάσεις που έχουν θέσει τα αρμόδια Τμήματα του ΣΥΡΙΖΑ.

Τι είναι στα αλήθεια αυτό που θα έπρεπε να μας διαφοροποιεί;
Μα πολύ απλά η λέξη και η σημασία «ενδογενής».
Εκεί δυστυχώς είναι το μεγάλο έλλειμμα του λόγου της σημερινής Αριστεράς.

Γιατί είναι σήμερα αναγκαία η Ενδογενής Παραγωγική Ανασυγκρότηση; Το κύριο ζητούμενο της αυριανής μέρας, είναι το Πώς η ελληνική κοινωνία θα ξανα-σταθεί στα πόδια της.

Για να απαντήσεις όμως στο «πώς» πρέπει να έχεις το πολιτικό θάρρος, την πολιτική ευφυΐα και την εμπεριστατωμένη γνώση, να αντιπαραθέσεις αλήθειες και όχι ευχολόγια στα κυρίαρχα ψέματα.

Η ανεργία είναι σύμπτωμα και όχι αιτία, ενός πραγματικού προβλήματος, που δεν είναι η «οικονομική κρίση» έτσι γενικά. Αυτή είναι το σύμπτωμα μιας βαθύτατης «συστημικής» κρίσης, στο παγκόσμιο παραγωγικό μοντέλο.

Αν, λοιπόν, δεν μιλήσεις σε βάθος για τα αίτια του πως οδηγηθήκαμε έως εδώ, παράλληλα με την επεξεργασία λύσεων, πέρα από άριστες προθέσεις, δεν διατυπώνεις παρά λόγια… Ο δε κορμός της κοινωνίας αφήνεται βαθιά απογοητευμένος και αδιάφορος τελικά στα λεγόμενά σου.

Αυτό σε μια τόσο ευνοϊκή πολιτικά συγκυρία, είναι πράγμα τουλάχιστον θλιβερό.

Φυσικά για να αρθρώσεις έναν τέτοιο εμπεριστατωμένο λόγο, πρέπει να έχεις πραγματική-βιωματική σχέση με τα παραγωγικά προβλήματα, τόσο τα τοπικά όσο και τα διεθνή.

Η αδυναμία ενός τέτοιου εμπράγματου λόγου δυστυχώς αποκαλύπτει μια πραγματική ένδεια επιχειρημάτων, έλλειψης μιας γνώσης, εμπειρίας και πίστης για τις πραγματικές δυνατότητες αυτού του τόπου.

Πώς, όμως, να μιλήσεις για εναλλακτικό παραγωγικό μοντέλο στον τόπο σου, όταν δεν το πιστεύεις; Και δεν το πιστεύεις, όχι γιατί έχεις την παραμικρή κακή πρόθεση, αλλά επειδή το αγνοείς. Απλούστατα δεν το γνωρίζεις ούτε βιωματικά ούτε εμπράγματα.

Πρέπει να σταματήσουμε να μιλάμε για «ανάπτυξη» και να προτάξουμε πέρα και πάνω από όλα την ανάγκη για ενδογενή παραγωγική ανασυγκρότηση.

Αν δεν το συναισθανθούμε, κατανοήσουμε και προτάξουμε άμεσα, απλά δεν θα διαθέτουμε κανένα πολιτικό μέλλον που να αφορά στ’ αλήθεια αυτόν τον τόπο.

Μια ενδογενής παραγωγική ανασυγκρότηση σήμερα, δεν έχει σε τίποτα να κάνει ούτε με «τσιμινιέρες», ούτε με «φρέσκα φασολάκια που καθάριζε η μανούλα μας».
Μια ενδογενής παραγωγική ανασυγκρότηση σήμερα, δεν αφορά καθόλου μια τεχνοκρατική και απολίτικη υπόθεση, στα πλαίσια ενός νεωτερικού βιομηχανικού μοντέλου, νεκρού ήδη ιστορικά.

Μια ενδογενής παραγωγική ανασυγκρότηση σήμερα, δεν αφορά καθόλου κεφάλαια, ξένες επενδύσεις, κλαδικές εξειδικεύσεις, χωροταξικά σχέδια, υπερτοπικές συγκεντρώσεις, μεγαλεπήβολα και έξω από μας μεγέθη.
Η καινοτομία, τα προϊόντα και η παραγωγική επιχειρηματικότητα δεν διατάσσονται, ούτε συμβαίνουν επειδή το κράτος «ρίχνει χρήμα στην αγορά».
Είναι μια υπόθεση ζωτική, πρώτα από όλα πολιτική και μετά τεχνική.
Μια υπόθεση που συγκροτείται από τα κάτω και όχι από τα πάνω.
Μια υπόθεση που αυτοοργανώνει με πραγματικούς και όχι ιδεολογικούς όρους την κοινωνία.
Είναι η μόνη που δημιουργεί το πραγματικό έρεισμα στην κοινωνία να σταθεί ξανά στα δικά της πόδια.
Είναι η μόνη που οδηγεί, σήμερα, σε μια κατεύθυνση «αυτοδιαχειριζόμενων ανεξάρτητων παραγωγών».
Είναι η μόνη που αντιστέκεται στην πράξη, στην αυταρχική λαίλαπα της παγκοσμιοποίησης.
Είναι η μόνη που υπερβαίνει τη «μισθωτή καρικατούρα».
Είναι η μόνη που παρεμβαίνει στις παραγωγικές σχέσεις και συνιστά στ’ αλήθεια αριστερή πρακτική, πάνω και πέρα από την αυτάρεσκη θαλπωρή των όποιων αριστερών ιδεολογημάτων.
Είναι η μόνη που μπορεί να φέρει την ελληνική κοινωνία συγκροτημένα στο προσκήνιο, προκειμένου να θέσει και να διεκδικήσει το ζήτημα, σαν κατ’ εξοχήν δικό της.
Είναι η μόνη που μπορεί να ενώσει τον ελληνικό λαό, πέρα από τις οιαδήποτε ιδεολογικές εμμονές, σε αυτό που ο Λαοκράτης Βάσσης ονομάζει «αταξικό γαλάζιο».
Ένας λαός χωρίς ταυτότητα, και ιδιαίτερα χωρίς παραγωγική ταυτότητα, «δεν ξέρει πού πατά και πού βρίσκεται».Υπό όρους και προϋποθέσεις είναι η μόνη στρατηγική που μπορεί:

Να μας απαλλάξει από νέους δανεισμούς, και από τα κάθε είδους μνημόνια.
Να δώσει αληθινή διέξοδο στη δημιουργικότητα των Ελλήνων.
Να δημιουργήσει πλεονάσματα υπέρ της ανασυγκρότησης της χώρας και της ελληνικής κοινωνίας.
Να αποσοβήσει μια αναγκαστική προς τα κάτω εξίσωση της μεγάλης πλειοψηφίας των Ελλήνων.
Να αντιπροτείνει ένα ρεαλιστικό δρόμο ποιοτικής και ουσιαστικής αναβάθμισης του πραγματικού εισοδήματος του ελληνικού λαού.
Να απαντήσει στην αδιέξοδη αγωνία για παραγωγή φθηνού προϊόντος εξαρτημένου από ξένα κέντρα.
Να παρέμβει, συνολικά, στο δίκτυο σχεδιασμός, παραγωγή, διάθεση, μεταλλάσσοντας ουσιαστικά τις παραγωγικές σχέσεις, υπέρ της κοινωνίας.
Καθεστώς στρατηγικής ασάφειας. Δηλαδή άγνοιας των αιτίων που δημιούργησαν την κρίση στην Ελλάδα. Το Μνημόνιο δεν προκάλεσε την παραγωγική αποδιάρθρωση της χώρας, αλλά απλώς την επιτάχυνε και την ολοκλήρωσε. Η αποδιάρθρωση αυτή είναι το αποτέλεσμα πολιτικών επιλογών τουλάχιστον 30 χρόνων.

Ο καθηγητής Κωνσταντίνος Γάτσιας αναφέρει1: Αν σήμερα έπεφταν χρήματα από ελικόπτερο, το μόνο που θα διογκώνονταν είναι οι παρασιτικοί χώροι της αγοράς.

Μα αυτοί οι τομείς είναι που κατέστρεψαν αυτήν τη χώρα.

Ο μεγάλος χαμένος, την περασμένη τριακονταετία, είναι ο πρωτογενής τομέας (γεωργία, δασοκομία και αλιεία). Η συμμετοχή του στο ΑΕΠ μειώθηκε από 25% το 1980, στο 3,26% στο 2010 και σήμερα είναι μικρότερο από 3% (βλ. Πίνακα).

Χαρακτηριστικό είναι ότι σήμερα κλάδοι υπηρεσιών όπως π.χ. η κινητή τηλεφωνία καθώς επίσης και ο κλάδος των νομικών υπηρεσιών (Δικαστήρια, δικηγόροι κ.λπ.) έχουν μεγαλύτερη συμμετοχή στο ΑΕΠ, από όλον τον πρωτογενή.

Τα χρήματα της ΕΟΚ που επενδύθηκαν στον αγροτικό τομέα αντί να τον ενισχύσουν, ουσιαστικά τον κατέστρεψαν, ξεριζώνοντας παραδοσιακές καλλιέργειες και μετατρέποντας αυτές σε ξένες με τον τόπο τους, που εκτός των άλλων τραγικών επιπτώσεων, βοήθησαν στη γιγάντωση του παρασιτισμού και του μαύρου χρήματος.

Όσον αφορά τα ελληνικά ακαδημαϊκά ιδρύματα, ας αναρωτηθούμε όλοι μας, από τον πακτωλό των χρημάτων που απορρόφησαν τα τελευταία χρόνια, τι ποσοστό από αυτά τα χρήματα απορροφήθηκε από τις ελληνικές μεταποιητικές εταιρίες και τι ποσοστό από αυτά μεταφέρθηκε στις ξένες μεγάλες πολυεθνικές εταιρίες. Το δε προϊόν αυτής της έρευνας είναι ευρέως γνωστό ότι ουδόλως αφορούσε τον χώρο της μικρομεσαίας μεταποίησης στην Ελλάδα, που άλλωστε αποτελεί τον παραγωγικό κορμό της χώρας μας.

Η ΓΓΕΤ, μαζί με τους εκάστοτε ακαδημαϊκούς αξιολογητές, αριστεροί τις περισσότερες φορές, στην πράξη καταπολεμήσανε την οιαδήποτε προσπάθεια των βιοτεχνιών για καινοτομία, υψηλή τεχνολογία και προσπάθεια δημιουργίας νέου προϊόντος, καθώς αυτό στην καλύτερη περίπτωση, δεν ταίριαζε στον κυρίαρχο «κανόνα» περί μαζικού και φθηνού προϊόντος.
Πολύ απλά, οι άνθρωποι της παραγωγής με τους ανθρώπους της πολιτικής -δημοσιοϋπαλληλικής- ακαδημαϊκής κοινότητας δεν είχαν, και εξακολουθούν να μην έχουν, απολύτως καμία επαφή.

Τι συμβαίνει, στα αλήθεια, σήμερα; Συνεχής και ανηλεής διωγμός των ΜΜΕ από τον κρατικό φορολογικό και όχι μόνο μηχανισμό.

Όποιος παράγει, σήμερα, ουσιαστικά αντιμετωπίζεται σαν τρομοκράτης.

Αν δεν φορο-αποφεύγει και έχει φορολογικά κέρδη, τότε ο μικροβιοτέχνης ουσιαστικά είναι άμεσα υποψήφιος να πάει φυλακή, στην οποία τον οδηγούν οι συνεχείς φορολογικές μεταρρυθμίσεις, που εκτός της άμεσης φορολογίας, περαίωσης, 85% προκαταβολή φόρου ένεκα μελλοντικών κερδών, συνεχών αυξήσεων των ασφαλιστικών εισφορών στο ΙΚΑ, ΤΕΒΕ-ΟΑΕΕ, φόρος επιτηδεύματος, συνεχείς αυξήσεις στο ρεύμα, παράλογα δημοτικά τέλη και γενικά ό,τι κατέβει στο κεφάλι του καθενός υπουργού, γενικού γραμματέα ή και κάθε δημοτικού άρχοντα.

Παγκόσμια οικονομική παραγωγική συνθήκη (βλ. Διάγραμμα). Ο Thomas Piketty στο πρόσφατο βιβλίο του Το Κεφάλαιο τον 21ο αιώνα αναφέρει:

«Μεταξύ 1900 και 1980 η Ευρώπη και η Αμερική συγκέντρωναν 70% έως 80% της παγκόσμιας παραγωγής αγαθών και υπηρεσιών.Το μερίδιο αυτό έχει πέσει σε μόλις 50% στις αρχές του 2010, δηλαδή στο επίπεδο του 1860 και κατά πάσα πιθανότητα θα εξακολουθήσει να πέφτει για να φτάσει ίσως σε ένα επίπεδο της τάξης του 20-30% στη διάρκεια του 21ου αιώνα» (σ.85).

«Η ενδεχόμενη όμως αυτή σύγκλιση της παραγωγής, καθόλου δεν συνεπάγεται και σύγκλιση των εισοδημάτων.

…Στις αρχές του 21ου αιώνα οι πλούσιες χώρες μοιάζουν παγιδευμένες σε μια κρίση χρέους χωρίς τέλος.

…Ο πλούσιος δυτικός σήμερα κόσμος, είναι μεν πλούσιος, αλλά τα κράτη του είναι φτωχά» (σ.97).

Η γενιά μας έζησε τη γέννηση της τρίτης βιομηχανικής επανάστασης. Αξίζει να θυμηθούμε ότι αυτή ξεκίνησε σε ένα γκαράζ ενός σπιτιού από δύο ιδιοφυείς νεαρούς τον Steve Jobs, τον Wozniac και 2-3 ακόμα φίλους τους. Η ιδέα ήταν να δημιουργήσουν έναν προσωπικό ηλεκτρονικό υπολογιστή. (Οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές υπήρχαν ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του ’40). Οι άνθρωποι του μάρκετινγκ αλλά και η ίδια η IBM χλεύαζαν αυτήν την ιδέα λέγοντας ότι κανείς δεν πρόκειται να ενδιαφερθεί, μια και δεν υπάρχει αγορά για ένα τέτοιο προϊόν.
Ποιος χρειάζεται έναν υπολογιστή στην κουζίνα του;

Ο Jobs απαντούσε ότι δεν με ενδιαφέρει αν υπάρχει αγορά. Εγώ θα τη δημιουργήσω!

Φανταστείτε σήμερα, στην εποχή των corporate εταιριών και των share-holder μετόχων, αν θα μπορούσε μια τέτοια ιδέα να έχει καμιά τύχη…

Το πρώτο ερώτημα παντού είναι: Δώσε μου το business plan, ποια είναι η αγορά, πού απευθύνεται;
Σήμερα, δυστυχώς, διεθνώς ζούμε σε τεχνολογικό μεσαίωνα.

Οι τεχνολογικές εξελίξεις, ιδιαίτερα της δεκαετίας του ‘70 και του ‘80 (μετά τις κοινωνικές κατακτήσεις της Ευρώπης και της Αμερικής, αποτέλεσμα της εξέγερσης του Μάη του ’68) έρχονταν να υπηρετήσουν τη μείωση του κόστους της παραγωγής. Περάσαμε τότε από το μαζικό φορντικό μοντέλο, στο ευέλικτο μέσω Η/Υ (flexible) παραγωγικό μοντέλο.

Τις τεχνολογικές αυτές εξελίξεις, σήμερα, πολύ απλά δεν τις χρειάζονται. Η παραγωγή έχει μεταφερθεί ανεπιστρεπτί στον Τρίτο Κόσμο.

Ακρίβυνε η Σιγκαπούρη, μεταφέρθηκε στην Κίνα. Ακρίβυνε ή πρόκειται να ακριβύνει η Κίνα, μεταφέρεται στο Βιετνάμ – και ορατό τέλος δεν έχει.

Ποια θα μπορούσε να είναι σήμερα η ειδοποιός διαφορά ενός ελληνικού παραγωγικού προτύπου σε ένα διαρκώς μεταλλασσόμενο παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον; Είναι λάθος να ταυτίζουμε τις συνθήκες στη χώρα μας, με τις συνθήκες στη βιομηχανική Δύση. Η χώρα μας, λόγω της απουσίας μιας βιομηχανικής ολοκλήρωσης, έχει απείρως μεγαλύτερες πρακτικές δυνατότητες αντίστασης σε αυτή την επιχειρούμενη πολιτική. Αντιστάσεις τις οποίες η Δύση ή δεν έχει καθόλου ή έχει σε πολύ μικρότερο βαθμό. Η τεχνική μας ταυτότητα διαφέρει σοβαρά από το δυτικό πρότυπο.

Στην Ελλάδα δεν εφαρμόστηκε σχεδόν ποτέ το περίφημο φορντικό μοντέλο, κυριαρχεί ο μάστορας-τεχνίτης, το είδος «βιομηχανικός εργάτης» σπανίζει και οι παραγωγικές σχέσεις αντλούν την υπόστασή τους από τη μικρή ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής.

Εκεί κατοικεί το δικό μας «αντάρτικο» με όρους παραγωγικής διαδικασίας.

Αυτό το γεγονός καθιστά εδώ εφικτή τη συγκρότηση ενός εναλλακτικού παραγωγικού τομέα. Αυτός ο τομέας λοιπόν, ενώ είναι ένας τομέας τεχνολογικής αιχμής και μικρού μεγέθους σε παγκόσμια κλίμακα, εκμεταλλεύεται τις ρωγμές και τα κενά του μαζικού μοντέλου, όντας ιδανικός για μικρές ποιοτικές, ευέλικτες και πολυπρόσωπες παραγωγικές μονάδες.

Η Ελλάδα σαν η κατ” εξοχήν χώρα του «μικροϊδιοκτητικού», είναι σε αυτό ακριβώς το κρίσιμο και ζωτικό σημείο, σε απολύτως πλεονεκτική θέση. Έχει πολύ λίγα να «ακυρώσει» και να «καταστρέψει», ενώ την ίδια στιγμή, όλο το παραγωγικό της σύμπαν να διασώσει, μεταπλάθοντάς το με ήπιους τρόπους, προς ένα μέλλον με προοπτική.

Ενδεικτικά παραδείγματα μια ενδογενούς στρατηγικής

Πρωτογενής τομέας:

Είναι αδιανόητο να πουλάμε ακόμη και σήμερα χύμα ανώνυμο προϊόν, και να εκμεταλλεύονται τρίτοι την υπεραξία του. Οφείλουμε να δημιουργήσουμε τις προϋποθέσεις αξιόπιστης επί τόπου πιστοποίησης και συσκευασίας του πρωτογενούς μας προϊόντος, προκειμένου να απευθύνεται στην αγορά σαν ολοκληρωμένο τελικό προϊόν.

Η Ελλάδα είναι ευλογημένος τόπος, με τοπικές ιδιαιτερότητες σε κάθε περιοχή της. Τα εδάφη της είναι απολύτως ακατάλληλα για μονοκαλλιέργειες, που κατέστρεψαν και συνεχίζουν να καταστρέφουν, τις χώρες με μεγάλη αγροτική μαζική παραγωγή. Αυτό είναι που μας έσωσε και μας δίνει ελπίδα για το μέλλον.

Οφείλουμε να στηρίξουμε την ιδιαίτερη τοπικότητα και ταυτότητα της κάθε περιοχής.

Δεν μιλάμε για επιστροφή στους παλαιούς αγροτικούς συνεταιρισμούς, αλλά αντίθετα τη στήριξη και ενθάρρυνση της συνεργασίας μεταξύ των, μέσω Δικτύων Συνεργατικής Οικονομίας2, αλλά και της μοναδικότητας του κάθε παραγωγού.

Η δημιουργία μιας κατάλληλης διαδικτυακής πλατφόρμας από παραγωγούς και τελικούς αποδέκτες, δίνει επωνυμία στο τελικό προϊόν και βήμα στους ίδιους τους παραγωγούς. Μια τέτοια πλατφόρμα, ενσωματώνει και αλληλο-τροφοδοτεί δεκάδες επιμέρους αναγκαίες συμπληρωματικές δραστηριότητες, όπως γεωργοί, κτηνοτρόφοι, γεωπόνοι, μηχανουργοί, βιοτεχνολόγοι, διατροφολόγοι, γιατροί, γραφίστες, συσκευαστές, εστιάτορες, ειδικές κατηγορίες πελατών κ.λπ. και τονώνεται μια κατά παραγγελία παραγωγική διαδικασία.

Δευτερογενής τομέας: 

Ένας τομέας με ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την εσωτερική και διεθνή αγορά είναι εκείνος των συστημάτων προϊόντων.

Η διαφορά τους από ένα συμβατικό προϊόν είναι η δυνατότητα προσαρμογής τους σε απολύτως συγκεκριμένες απαιτήσεις.
Πρόκειται για μια κατά παραγγελία κατασκευή, με πολύ καλά μελετημένους τυπικούς τρόπους υλοποίησης.
Η τυποποίηση εδώ αφορά τον τρόπο και όχι το τελικό προϊόν.Το πεδίο εφαρμογών είναι τεράστιο, ξεκινά από τα μικροαντικείμενα, σκεύη καθημερινής χρήσης, περνά στο ρουχισμό, τις συσκευές, τον κτιριακό εξοπλισμό και τα ίδια τα κτίρια, τις μικρές ευέλικτες ανανεώσιμες πηγές παραγωγής ενέργειας και φτάνει στην βιοτεχνολογία, την μικροηλεκτρονική, στο ηλεκτρικό αυτοκίνητο και την αμυντική βιομηχανία.

Πρόκειται για μια διαδικασία έντασης γνώσης και μαστορικής, που μπορεί άριστα να εξυπηρετηθεί από την ήδη υπάρχουσα, διάχυτη στη χώρα παραγωγική υποδομή, με ελάχιστες επιπλέον από τις σημερινές υλικοτεχνικές επενδύσεις.

Ένα τέτοιο αντικείμενο επανενεργοποιεί άμεσα, ένα τεράστιο χειμάζον αλλά ταλαντούχο επιστημονικό, βιοτεχνικό και μικροβιομηχανικό δυναμικό της χώρας, σε μια κατεύθυνση παραγωγής προϊόντος υψηλής αξίας, με ανύπαρκτο ανταγωνισμό για την ελληνική και διεθνή αγορά.

Αυτή η διαδικτυακή πλατφόρμα υποκαθιστά την «κεντρικότητα» του πολυ-καταστήματος, επιστρέφει στο πάλαι ποτέ «μπακάλικο», με αιχμή την ουσιαστική συμμετοχή του τελικού αποδέκτη στην όλη διαδικασία, συγκροτώντας ένα αντίπαλο δέος στο κυρίαρχο σήμερα πρότυπο τύπου ΙΚΕΑ.
Στο σημερινό κυρίαρχο βιομηχανικό προϊόν, το πραγματικό κόστος παραγωγής, είναι ένα ελάχιστο μέρος της τελικής τιμής διάθεσής του. Τη μερίδα του λέοντος νέμεται το μεταπρατικό καθεστώς. Εκεί οφείλει να συμβεί η ριζική ανακατανομή πλούτου, προκειμένου να ανασάνει η κοινωνία.

Είμαστε ακόμα μια γενιά που έχει ευτυχώς ακόμη ζωντανές εμπειρίες από ένα άλλο πραγματικό παραγωγικό πρότυπο.

Η βιοτεχνική ανάπτυξη της περιοχής του Ψυρρή, από τις αρχές της δεκαετίας του ‘50 έως και τα τέλη του ‘70, είχαν σαν χαρακτηριστικό την πολυμορφία και συνύπαρξη τόσων διαφορετικών μεταποιητικών μονάδων, σε μια πολύ μικρή περιοχή. Μηχανουργεία, νικελωτήρια, τσαγκαράδικα, χυτήρια, ξυλουργεία, γαζωτήρια, τσαντάδικα, ραφτάδικα και τόσα άλλα, δημιούργησαν μια απίστευτη συνέργεια όλων αυτών μεταξύ τους, για τη δημιουργία ενός τελικού προϊόντος που απευθυνόταν κατεξοχήν, στην εγχώρια αγορά.

Στο βιομηχανικό Πειραιά της εποχής αυτής, μαζί με τα πολλά μηχανουργεία υπήρχαν και οι ξακουστές και ιστορικές τεχνικές σχολές, του Προμηθέα, του Αρχιμήδη, του Ήφαιστου, του Πειραϊκού Συνδέσμου και τόσες άλλες.

Αυτή η συνέργεια της εποχής, ήταν στ’ αλήθεια και ο κορμός της ενδογενούς ανάπτυξης της εποχής εκείνης, η οποία δεν στηρίχθηκε σε ξένα κεφάλαια, σε κανένα σχέδιο Μάρσαλ, αλλά στην υπεράνθρωπη κινητοποίηση του ελληνικού λαού, ενοποιημένου στην πράξη, μετά τον εμφύλιο.
Αυτή η εποχή παρήγαγε υπεραξία από το τίποτα, αποτελεί δε ένα μη επαρκώς μελετημένο παράδειγμα ενδογενούς ανάπτυξης, που θα άξιζε στ’ αλήθεια να μελετηθεί, ως αληθινό υπόδειγμα για τη διέξοδο από τη σημερινή μας κρίση.

Μετά τη δικτατορία, η ελπίδα και η απαίτηση για εθνική ανεξαρτησία ήταν παλλαϊκή. Η γύμνια του ελληνικού στρατού, που διαπιστώθηκε με την τουρκική εισβολή στην Κύπρο, είναι δραματική. Στην κοινωνία και στον ελληνικό στρατό τότε, δημιουργήθηκε η απαίτηση για ανεξαρτησία και απεξάρτηση των αμυντικών προμηθειών από την αμερικανική και ευρωπαϊκή βιομηχανία.

Πλέον των 150 μικρών βιοτεχνιών συμμετείχαν στα πρώτα τότε αμυντικά προγράμματα, με ένα και μόνο κοινό πρόταγμα. Τη μεγιστοποίηση της ελληνικής προστιθέμενης αξίας.

Η αρχική αυτή ώθηση είχε ως άμεση συνέπεια την παράλληλη ανάπτυξη συγγενικών και μη κλάδων, όπως μεταλλικά, οπτικά, ηλεκτρονικά, αεροναυπηγική, τηλεπικοινωνίες, πληροφοριακά συστήματα, εκρηκτικά, χυτεύσεις υψηλής ακριβείας, πλαστικά, καλωδιώσεις, βαφές κ.ά.

Όλα αυτά έγιναν διότι υπήρχε ένα συλλογικό όραμα για το μέλλον αυτού του τόπου, ένα όραμα που ξεπερνούσε τις όποιες προσωπικές φιλοδοξίες και επέβαλε τη συνεργασία του καθενός με ένα κοινό τελικό σκοπό: την κατασκευή και παράδοση του τελικού προϊόντος.

Μιας προσπάθειας που ενώ αρχικά υπερνίκησε κατά κράτος τον σκληρό και αθέμιτο ανταγωνισμό των «αντιπροσώπων-μεσαζόντων», τελικά όμως υποχώρησε κάτω από τη συμμαχία αυτών με τον κρατικό μηχανισμό και τους εκάστοτε «πολιτειακούς» εκπροσώπους του.

Σε τι στοιχεία θα στηρίζεται, και σε ποια διεθνή πραγματική ανάγκη θα απαντά, ένα τέτοιο εναλλακτικό πρότυπο;
Στην τεχνική μας ταυτότητα, που είναι ταυτότητα σύνθεσης και όχι εξειδίκευσης, και που μας διαφοροποιεί σοβαρά από το κυρίαρχο δυτικό πρότυπο.
Στην ποιοτική απάντηση σε συγκεκριμένες και αληθινές ανάγκες, έξω από την διεθνώς πτωχευμένη σφαίρα του τυπικού μαζικού και φθηνού.
Προκειμένου να οικοδομήσουμε ένα δικό μας ενδογενή δρόμο, το ζήτημα δεν εστιάζεται στο τι θα παράγουμε, αλλά στο πώς θα το παράγουμε. Σε αυτό το πώς, κρίσιμο βάρος έχει το ποιος, δηλαδή το υποκείμενο της παραγωγικής ανασυγκρότησης.
Να επικεντρωθούμε σε πράγματα συμβατά με την πολυτιμότητα του τόπου μας ή αλλιώς, ας παράγουμε το οτιδήποτε, με τους δικούς μας καινοτομικούς τρόπους, που αναδύουν και αναδεικνύουν την τοπική μας ταυτότητα. (Το Made In Greece να γίνει το εθνικό μας branding, κοίτα το παράδειγμα της Ελβετίας).

Επί των Ληπτέων Μέτρων. Η συναίσθηση της ζωτικής για τη χώρα μας σήμερα κρισιμότητας μιας τέτοιας παραγωγικής κατεύθυνσης, οδηγεί στην εξίσου ζωτική ανάγκη προστασίας των υλικών όρων που θα την στηρίξουν, δηλαδή των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, των αυτοαπασχολούμενων παραγωγών, των μαστόρων και του επιστημονικού δυναμικού της χώρας.

Αν αυτοί δεν διασωθούν, τότε δεν θα υπάρχει κανένα άλογο για να σύρει το κάρο.
Ενδογενής παραγωγική ανασυγκρότηση δεν υφίσταται χωρίς:

Παιδεία, δημοκρατία, παλλαϊκή συμμετοχή και ριζική υπέρβαση κάθε τεχνοκρατικής λογικής.
Νέο σαφές Κοινωνικό Συμβόλαιο, στη βάσει μακρόπνοου σαφούς στρατηγικού σχεδίου, ανάμεσα σε όλα τα υποκείμενα της κοινωνίας, της παραγωγής, της εκπαίδευσης και του νομοθετικού σώματος.

Γενικευμένη σεισάχθεια και πρακτικά οικονομικά μέτρα που θα απαλλάσσουν τον ελληνικό λαό και τους μικρο-παραγωγούς, από την αγχόνη των χρεών τους. Το πραγματικό μεγάλο κεφάλαιο έχει χιλιάδες οδούς νόμιμης φοροαποφυγής, ενώ ο μικρο-επιτηδευματίας καμία. Να ζητήσουμε την εμπιστοσύνη από τους φορολογούμενους, αλλά και εμείς πρέπει κάποτε να τους εμπιστευθούμε και να τους στηρίξουμε, με ένα ξεκάθαρο και απλό θεσμικό πλαίσιο ώστε όταν ανασάνουν να μην μπορούμε να τους τραβήξουμε «το χαλί κάτω από τα πόδια τους» όπως είναι ο κανόνας μέχρι σήμερα.

Όλα αυτά θα μείνουν στο επίπεδο επιθυμιών, αν παράλληλα δεν προχωρήσουμε σε ριζική αλλαγή του ρόλου του Δημόσιου και σαφούς διαχωρισμού του από την κρατική εξουσία, με τη δημιουργία ενός νέου θεσμικού πλαισίου, που να ξανακερδίσει όχι μόνο την εμπιστοσύνη αλλά και τον πραγματικό έλεγχο του Δημοσίου από τους ίδιους τους πολίτες.
Δημιουργία Καινούργιου κανονισμού «Δημόσιων Προμηθειών» που ουσιαστικά θα πριμοδοτεί την Ελληνική Παραγωγή μέσω του ελέγχου της ΕΠΑ.

Η ανασύσταση μιας νέας αμυντικής βιομηχανίας, μπορεί και πρέπει να χρησιμοποιηθεί σαν αιχμή του δόρατος για την ανασυγκρότηση της εθνικής παραγωγής, και μάλιστα σε τομείς υψηλής τεχνολογίας με σαφείς εξαγωγικούς στόχους.
Την επανασύσταση, ενίσχυση και διασπορά των μηχανισμών πιστοποίησης, σε αποκεντρωμένη βάση, δίπλα στους χώρους παραγωγής.
Την επανασύσταση των σχολών τεχνικής εκπαίδευσης, σε οργανική σύνδεση με τους χώρους παραγωγής.
Τη δημιουργία δικτύων παραγωγής και διάθεσης ανά κατηγορία προϊόντων, που θα μεταθέτουν με σαφήνεια το κέντρο βάρους της όλης διαδικασίας, από την σφαίρα της διάθεσης, σε εκείνη της μεταποίησης.Κλείνοντας, θα αναφέρω ότι η αισιοδοξία μου πηγάζει από το ότι: οι πολιτικοί αρχίζουν μεν τις μάχες, αλλά μόνο ο λαός τις κερδίζει.

Σημειώσεις:
1. Εισήγηση του καθηγητή και πρύτανη της ΑΣΟΕΕ Κωνσταντίνου Γάτσιου στη διημερίδα του Levy Economics Institute με θέμα:Έξοδος από την κρίση: Η πρόκληση της εναλλακτικής πορείας, στις 9 Μαρτίου 2013.

* Ο Αλέξανδρος Οικονομίδης είναι μαθηματικός – μηχανουργός και μέλος του τομέα Βιομηχανίας του ΣΥΡΙΖΑ

Το άρθρο βασίζεται σε ομιλία στην εκδήλωση που συνδιοργάνωσαν ο Δρόμος της Αριστεράς και το blog endogenis.blogspot.gr με θέμα: Παραγωγική ανασυγκρότηση: Υπάρχει άλλος δρόμος; Η εκδήλωση πραγματοποιήθηκε στα πλαίσια της ημερίδας που έγινε στις 17/1/2015 και ομιλητές ήταν επίσης οι Βαγγέλης Πισσίας, Κώστας Μελάς και Ανδρέας Κυράνης.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.